0
Your Καλαθι
Αρκετά καλά
Περιγραφή
Μέχρι τώρα όχι μόνο δεν είχα παιδιά, αλλά δεν ήξερα κι ανθρώπους με παιδιά. Το μόνο που ήξερα ήταν πώς να μην κάνω παιδιά... Τα παιδιά στον κόσμο μου ήταν εκτός μόδας.
Πώς στην ευχή βρέθηκα λοιπόν να κατουράω σ' ένα πλαστικό κυπελλάκι στο ιατρείο ενός γυναικολόγου; Και γιατί μόλις βγήκαν τα αποτελέσματα ο γυναικολόγος αυτός δεν ήξερε αν πρέπει να με συγχαρεί ή να μου στυστήσει μια καλή κλινική για εκτρώσεις;
Αυτές ήταν οι απορίες μου μέχρι που γεννήθηκε. Μετά ήρθαν άλλες.
Γιατί εξαφανίστηκαν ξαφνικά όλοι οι κανονικοί άνθρωποι -αυτοί που δεν έχουν παιδιά- απ' τη ζωή μου; Γιατί εξανφανίστηκε η γάτα μου, ο ύπνος, η ησυχία, το διάβασμα, το σεξ, τα πάρτι; Γιατί οι άντρες έπαψαν ξαφνικά να κοιτάνε τις γάμπες μου;[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απνευστί αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο του εκάστοτε κεντρικού ήρωα χαρακτηρίζει τη γραφή της Γερμανίδας Μπίργκιτ Βάντερμπεκε στα οκτώ ως τώρα βιβλία της. Την ονόμασαν μαινάδα της σάτιρας, τίτλο που η ίδια αποποιείται: «Τα κείμενά μου είναι τραγικά σοβαρά», δηλώνει με κωμικό τρόπο. Το «Αρκετά καλά» είναι το τρίτο της βιβλίο από το 1990, οπότε πρωτοεμφανίστηκε στα γερμανικά γράμματα με το «Γεύμα με μύδια», αποσπώντας αμέσως τις καλύτερες κριτικές και το βραβείο Ingeborg Bachmann.
«H σύγχυση στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου. Όταν οι άνθρωποι είναι μαζί, καταλήγουν συχνά ο ένας εναντίον του άλλου, γεγονός που οδηγεί σε ζοφερές καταστάσεις. Είναι ό,τι συγκλονιστικότερο υπάρχει στον κόσμο», λέει η συγγραφέας.
Ο αντισυμβατικός τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να ζυγίσει τα πράγματα, αλλά και οι ιεροτελεστίες της καθημερινότητας μιας μέσης γερμανικής οικογένειας, τις οποίες ξεσκεπάζει στα βιβλία της, αποτυπώνουν ολόκληρη τη μεταπολεμική Ιστορία της Γερμανίας. H Βάντερμπεκε, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών σημαντικών Γερμανών λογοτεχνών, εγκατέλειψε τη χώρα της και ζει εδώ και περίπου οκτώ χρόνια στη Νότια Γαλλία.
«Στη Γερμανία είναι πολύ δύσκολο να ζεις με παιδιά. Εκείνη την εποχή διαπίστωσα, επίσης, ότι το θέμα παιδί έλειπε παντελώς από τη γερμανική λογοτεχνία. Κανείς δεν είχε μιλήσει για τα παιδιά. Πώς, άλλωστε; Οι περισσότεροι Γερμανοί λογοτέχνες δεν έχουν παιδιά. E, τότε το είδα πλέον ως λογοτεχνική αναγκαιότητα να γράψω για το θέμα».
H μαύρη κουκίδα
Μια νέα γυναίκα αφηγείται λακωνικά όσα της συμβαίνουν από τη στιγμή που μένει έγκυος και αποφασίζει να κρατήσει το παιδί και να μην κάνει έκτρωση. Αρχίζει από το τεστ εγκυμοσύνης. Το πλαστικό κυπελλάκι που της δίνει ο γυναικολόγος για τα ούρα είναι η πρώτη αφορμή για να αισθανθεί υποβιβασμένη και άθλια. Προσπαθώντας να στοχεύσει μέσα σε αυτό καταβρέχει τα χέρια της και αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει άλλος αξιοπρεπέστερος τρόπος για τεστ εγκυμοσύνης. Στο μυθιστόρημα συνεχίζεται μέχρι τέλους η καταγραφή, με μαύρο σχεδόν χιούμορ, όσων της συμβαίνουν, αρχής γενομένης από τη σχέση της με τον μέλλοντα πατέρα, την οικογένειά της, τους συναδέλφους, τους γείτονες, αλλά και τα άλλα ζευγάρια με παιδιά. H μέλλουσα μητέρα αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με τις συμβουλές τους αλλά και με εκείνες των ειδικών περιοδικών και των τηλεοπτικών εκπομπών. Στην οθόνη του γυναικολόγου εντοπίζει την ξαφνική παρουσία εκείνης της κουκίδας που την ονομάζει ψύλλο: «Ο ψύλλος σάλευε ρυθμικά, τρέμοντας, κι είναι πολύ παράξενο να σου λένε πως έχεις στην κοιλιά σου έναν ψύλλο που σαλεύει ρυθμικά και τρέμει». Όταν, λοιπόν, η νεαρή μητέρα αποκτά μέσω της οθόνης τη σιγουριά της αλήθειας καταλήγει στο αλάνθαστο και αρκετά μπανάλ συμπέρασμα ότι «μια μητέρα οφείλει να είναι αρκετά καλή και να τα κάνει όλα αρκετά καλά».
Τι είναι, τελικά, το να είσαι μητέρα; Χάσιμο χρόνου, επανάληψη, αναπαραγωγή, άσκηση στο κενό; Απολαμβάνουν οι σημερινές μητέρες την επιβεβαίωσή τους, όντας ξεθεωμένες;
H σχεδόν κυνική μινιμαλιστική γραφή ξεσκεπάζει με ανελέητη ακρίβεια την απόγνωση του να είναι κάποιος υποχρεωμένος να επιβιώνει, την απόγνωση του να σκέφτεται, τη βεβαιότητα ότι το να σκέφτεται πολύ τον οδηγεί στην τρέλα, φράσεις για τον φόβο και τη ζωή, για τη δύναμη, το μέλλον και πάλι για τον φόβο.
«Τα βιβλία μου έχουν όλα ως σήμα κατατεθέν τον πολύ γρήγορο ρυθμό. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι μπορώ νά δακτυλογραφώ απίστευτα γρήγορα. H φόρα και η γρηγοράδα μου δημιουργούν αυτό που στη Γερμανία ονομάζουν "ο ήχος της Βάντερμπεκε", ο γρήγορος ρυθμός δηλαδή. Ένα άλλο θέμα είναι ότι μου αρέσει να στριφογυρίζω τις σκέψεις μου μπρος πίσω αλλά και γύρω από τον εαυτό τους. Απ' αυτόν τον τρόπο ξεπηδάει το χιούμορ ή αυτό που πολλοί ονομάζουν σάτιρα. Για μένα είναι ένας τρόπος να διεισδύω βαθύτερα στις έννοιες και να βγάζω στο φως τα συμπεράσματά μου. Ο ελλειπτικός τρόπος δεν είναι βεβαίως ποτέ ο άμεσος και προσπαθώ με τη γλώσσα να αποτυπώσω τους λαβυρίνθους της σκέψης, που πηγαίνουν πάντα στριφογυριστά. Γιατί ένα κείμενο που παίζει τόσο πολύ με την σύγχυση των συναισθημάτων δεν πρέπει να είναι γραμμένο γραμμικά».
Το ύφος και ο ρυθμός της Βάντερμπεκε έχουν αποδοθεί με επιτυχία στη μετάφραση της Λένας Σακαλή. Για το ύφος αυτό έχουν προσδώσει στη συγγραφέα την ετικέτα της λογοτεχνικής συγγένειας με τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Και δικαίως. Γιατί, όπως σε εκείνον έτσι και στην Βάντερμπεκε, ο ρυθμός της γραφής παρασύρει. Στην ουσία επιδιώκει μια γραφή που αποφεύγει να είναι τέχνη και μια τέχνη που αποφεύγει να είναι «λογοτεχνική» γραφή.
H αγάπη
H Μπίργκιτ Βάντερμπεκε μας αποκαλύπτει το θαύμα, ότι δεν υπάρχει κανένα θαύμα. Δεν είναι θαύμα που μαθαίνουμε να παίζουμε τον ρόλο της μητέρας. Βοηθάνε οι πάντες. Οι γείτονες, για παράδειγμα, όταν σου λένε «το παιδί σας κλαίει, είσαστε η μητέρα, κάντε το να σταματήσει γιατί ενοχλεί». Και κάθε φορά που λένε «είστε η μητέρα» ο τόνος τους έχει κάτι το απειλητικό. Ως μητέρα οφείλεις να είσαι υπεύθυνη και συνειδητή και ξαφνικά διαπιστώνεις, πως το παιδί σου έχει μάθει να κινείται πρώτα προς τα μπρος και ύστερα προς τα πίσω και έχει μια ανησυχία μέσα του, όπως όλοι οι ενήλικοι εξάλλου, μια ανησυχία γιατί έτσι είναι η ζωή. Τραβάει πάντα μπροστά, μέσα από τον «μουχλιασμένο χυλό» της.
Τελικά, το βιβλίο αυτό έχει να κάνει με την αγάπη.
Ελένη Τορόση
ΤΑ ΝΕΑ, 26-07-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις