0
Your Καλαθι
Το φως που καίει
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Επρεπε να περάσουν ογδόντα ένα ολόκληρα χρόνια από την πρώτη (με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας) έκδοση του ποιητικού συνθέματος Το φως που καίει, εβδομήντα από την ξαναπλασμένη δεύτερη (1922 και 1933 αντιστοίχως) και κοντά τριάντα από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη, για να το έχουμε, επιτέλους, άρτια φιλολογικά επιμελημένο από τον ποιητή, δοκιμιογράφο και πανεπιστημιακό δάσκαλο Γιάννη Δάλλα.
Ενα από τα βασικά μελήματα του φιλολογικού επιμελητή ήταν να ιχνηλατηθεί διεξοδικά η πνευματική πορεία του Βάρναλη από τη στιγμή της ιδεολογικής του μεταστροφής (που παρατηρείται γύρω στα 1919, οπόταν στέλνει για δημοσίευση στο περιοδικό «Μαύρος γάτος» από το Παρίσι, όπου βρίσκεται υπότροφος της ελληνικής κυβέρνησης, το πολύστιχο και πολύστροφο ποίημά του Προσκυνητής, με το οποίο «ολοκληρώνει τις δυνατότητές του μέσα στα ιδεαλιστικά πλαίσια» και αποχαιρετά την περίοδο της ιδεολογικής του αμεριμνησίας) ώς τη στιγμή που ολοκλήρωσε το «ξαναπλάσιμο» του ποιήματος, στα 1932. Ωστε, ιχνηλατώντας αυτή τη δεκατετραετή πορεία -που αρχίζει από τη σύλληψη της ιδέας του ποιητικού «συνθέματος» (1919) και την πρώτη χειρόγραφη «υλοποίησή» της, συνεχίζεται με την πρώτη και τερματίζεται με τη δεύτερη έντυπη, με διαφορά μιας δεκαετίας, παράδοσή του-, να μπορέσει να δώσει απάντηση ή, εν πάση περιπτώσει, να συμβάλει στο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «αν είχε οριστικά συντελεστεί η ιδεολογική μεταστροφή του ποιητή, ήδη από την πρώτη εκδοτική μορφή της συλλογής».
Με αφετηρία, λοιπόν, το σημείο της ιδεολογικής μεταστροφής και των συνακόλουθων, σταδιακών, μορφολογικών επαναπροσανατολισμών του Βάρναλη, καταπιάνεται, ενδελεχώς, με τον εντοπισμό των αλλαγών που επέφερε στο ποίημα ο τελευταίος, προκειμένου να το καταστήσει αισθητικά αρτιότερο και ιδεολογικά δραστικότερο. Κυρίως, καταπιάνεται με τους τρόπους με τους οποίους ο ποιητής δημιουργεί ζεύγη από συνδυαστικά αντιπαρατιθέμενα αντίθετα: χριστιανισμός και αρχαίος μύθος, συμβολισμός και ρεαλισμός, ποιητικός και πεζός λόγος, λυρισμός και σάτιρα· ακόμα, επισημαίνει την τόλμη με την οποία προχώρησε -ο ποιητής- στην απομυθοποίηση μυθικών συμβόλων (του Προμηθέα, του Χριστού, της Μάνας Γης, της Παναγίας, των Σεραφείμ κ.λπ.), αμφισβητώντας το μύθο τους και προσγειώνοντας το ρόλο τους στα ανθρώπινα μέτρα, ώστε ο μύθος, «με τα ειδωλολατρικά και τα χριστιανικά του προσωπεία, να γίνει ο μεσολαβητής του ιδεολογικού κηρύγματος».
Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολικό αν κάποιος ισχυριζόταν ότι ένα από τα κύρια μελήματα του Γιάννη Δάλλα ήταν και η διαπίστωση σχετικά με το αν και κατά πόσο η κριτική που ασκήθηκε στο ποίημα Το φως που καίει, ιδίως από κριτικούς της Αριστεράς, υπήρξε δικαίως «από επιφυλακτική ώς εντελώς αρνητική». Αν, όντως, η σύλληψη των μυθικών συμβόλων προηγήθηκε της ιδεολογικής μεταστροφής του ποιητή, οπότε η προσθήκη «θέσεων» έγινε βιαστικά και εκ των υστέρων, με αποτέλεσμα το ποίημα να είναι αισθητικά ατελές· αν ο όψιμος, κατά κάποιον τρόπο, μαρξισμός του δεν αφομοιώθηκε στο βαθμό που θα του επέτρεπε να κινηθεί, όσο θα έπρεπε, συνδυαστικά στο επίπεδο του μύθου από τη μια και σ' αυτό της επανάστασης από την άλλη· αν ο «συναισθηματικής μορφής επαναστατικός εξτρεμισμός του» τον κράτησε σε απόσταση από τον «καθημερινό πεισματικό και ματωμένο αγώνα της υπόδουλης μάζας», κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί στην ηλικία που βρισκόταν ο Βάρναλης (48 ετών) «την εποχή που διαμόρφωνε την καλλιτεχνική του προσωπικότητα»· αν έμεινε, εντέλει, έξω από τον «εγκλωβισμένο μαρξισμό της εποχής του, γιατί η θεωρητική σκευή του ήταν ήδη διαμορφωμένη από την ανθρωπιστική του αρχαιοελληνική παιδεία» κ.λπ.
Χωρίς την πρόθεση να «ανασκευάσει» όλες αυτές τις «αιτιάσεις», ο Γιάννης Δάλλας, με την αντικειμενικότητα που του επιτρέπει η ιδεολογική του ανεξιθρησκεία, το αναπόφευκτο καταλάγιασμα των «παθών» και, πάνω απ' όλα, η φιλολογική του σκευή και ευσυνειδησία, σε συνδυασμό με την ποιητική του αισθαντικότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Βάρναλης λειτούργησε, πάνω απ' όλα, ως ένας βαθύτατα ιδεολογικά προβληματισμένος άνθρωπος, όχι όμως με την ιδιότητα του θεωρητικού αλλά με αυτήν του ιδεολόγου ποιητή. Ως τέτοιος είναι που σπάζει, φυσικά και αβίαστα, το κέλυφος του ιδεαλισμού και δίνει στην ποίησή του μία πρωτόφαντη, για τα ώς τότε ελληνικά δεδομένα, οικουμενικότητα (ο Μανόλης Λαμπρίδης διακρίνει τον Μώμο να έχει «εγκατασταθεί σε μία γωνίτσα και να κοιτάζει ερωτηματικά» στον γραμμένο τρία χρόνια νωρίτερα Προσκυνητή, όπου η ατομική ψυχή του ποιητή αρχίζει να γίνεται «ένα με την ψυχή του πλήθους»). Και είναι αυτή ακριβώς η ιδιότητα, του ιδεολόγου ποιητή, και η βασανιστική συνείδηση, που τον διακατέχει, της αντινομίας ανάμεσα στην «ιδέα να βάλουμε στο μυαλό του κόσμου μια επαναστατική συνείδηση φτιαγμένη από τη διανόηση [...] και στην ιδέα ότι το ξεσκλάβωμα του κόσμου δεν μπορεί να είναι παρά προϊόν της αυτόνομης και αυτοδύναμης δραστηριότητας των εργαζομένων» (Λαμπρίδης), που συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης «εσωτερικής διαλεκτικής» και κάνει την ώριμη ποίησή του (Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι) να ξεχωρίζει από την ποίηση των «επαναστατών» ποιητών της γενιάς του '30.
Βέβαια, ο Γιάννης Δάλλας δεν περιορίζεται στις επισημάνσεις των ιδεολογικών εκδοχών του ποιήματος. Μπορεί να δίνει μιαν κάποια έμφαση σ' αυτές, αφού έχει επίγνωση ότι καταπιάνεται με ένα ποίημα-σταθμό στην ιδεολογική πορεία του δημιουργού του αλλά και στην ελληνική «πολιτική» ποίηση· μπορεί να ξεκινάει απ' αυτές, εντοπίζοντας τα στάδια της μεταστροφής του, παράλληλα, ωστόσο, εξετάζει, κατά πλάτος και κατά βάθος, και τις φάσεις του συνακόλουθου μορφολογικού επαναπροσανατολισμού του. Δίνοντας έμφαση στον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύεται η μετατροπή του συμβολισμού σε κοινωνικό ρεαλισμό, του πρωτογενούς λυρισμού σε ρητορική ποιητική, στο πώς «μακριά από την εκζήτηση του προηγούμενου αισθητισμού, τώρα δοκιμάζεται η επικοινωνιακή του δυνατότητα και ο τόνος του αισθήματος, των ιδεών και της φωνής του», καθώς και στο πώς η σάτιρά του, παρά τις αναγωγές της στις απώτερες ρίζες του κωμικού, διατηρεί ακέραιη την κοινωνική δυναμική της. Εντοπίζοντας, ακόμα, όλες τις πιθανές πηγές, ελληνικές και ξένες, απ' όπου ο ποιητής θα μπορούσε να αρύεται την ιδέα των μυθικών του συμβόλων, και τοποθετώντας το συγκεκριμένο ποίημα σε έναν ευρύτερα νοούμενο πολιτισμικό χώρο, με παράλληλη επισήμανση των περισσότερο ή λιγότερο στενών ή μακρινών σχέσεων του Βάρναλη με τη συγκαιρινή του και την παλαιότερη, ελληνική και ξένη λογοτεχνία -ποίηση και πεζογραφία-, καθώς και φιλοσοφία.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/12/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις