0
Your Καλαθι
Πεταμένα λεφτά
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
"Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς"
Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ' ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. - Είσαι καλά; του λέω. - Καλά, καλά, και μου 'πιασε το χέρι. - Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. - Δεν πίνεις; ρώτησα. - Εσύ να πιεις απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εγραφα πριν από τέσσερα χρόνια, σχολιάζοντας τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη «Στα ξένα», πως ποιητές της κατηγορίας του δεν αλλάζουν πορεία και φυσιογνωμία από τη μια στιγμή στην άλλη ούτε κι αποφασίζουν, αν πρόκειται εντέλει όντως να αλλάξουν κάτι, να κινηθούν αιφνιδιαστικά και προς μιαν εντελώς καινούργια (και ενδεχομένως άγνωστη) κατεύθυνση. Κι έγραφα επίσης τότε, πως με το βιβλίο του «Στα ξένα» ο Βαρβέρης περιορίζει τα χαρακτηριστικά τα οποία τον σημάδεψαν στο παρελθόν (διαρκής και απηνής σαρκασμός, ανθρώπινες μορφές που αλλάζουν συνεχώς πρόσωπο και ήθος, λεκτικά και ηχητικά παιχνίδια, νυχτερινή περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας) υπέρ της ολοζώντανης οδύνης ενός εξοντωτικά πολύπαθου ποιητικού ήρωα - αφηγητή, ο οποίος παρακολουθεί υπό γωνίαν και με αυξημένη ευαισθησία τον περίγυρό του, χρησιμοποιώντας τα παλαιότερα εκφραστικά του μέσα και σύμβολα μόνο για να δώσει περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες στον σκηνοθετικό του μηχανισμό. Μετά τα «Πεταμένα λεφτά» ο ποιητής φαίνεται πως σταθεροποιεί τη νέα του τροχιά, μειώνοντας μεν τα πάθη του ήρωα, αυξάνοντας δε την εσωτερική του ένταση, η οποία προσδίδει πλέον έναν καθαρώς δραματικό χαρακτήρα στον ούτως ή άλλως ειρωνικό του λόγο.
Τα μοτίβα της πλήξης και του θανάτου
Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει στην ανά χείρας συλλογή του Βαρβέρη; Δύο θα έλεγα πως είναι τα κεντρικά της μοτίβα: η μοναξιά του σώματος, οδηγημένη στα υπαρξιακά της όρια, η πλήξη και η καθημερινή κατάπτωση ή βαρεμάρα ως καταστάσεις που κρύβουν κυριολεκτικώς το θάνατο. Κι εδώ το «κρύβουν» θα πρέπει να το λογίσουμε τόσο με την έννοια της απόκρυψης (δεν αποκαλύπτουν, δεν επιτρέπουν να έλθει οτιδήποτε στο φως από όσα εμπεριέχει ο τρόμος του θανάτου) όσο και με την έννοια της αρνητικής πρόκλησης (δημιουργούν ασφυκτικά θανατερά βιώματα). Το σώμα αποτελεί για τον Βαρβέρη ένα απολύτως στεγανό πεδίο, χωρίς καμιά δυνατότητα υποδοχής και φιλοξενίας του άλλου. Μπορεί να επικοινωνήσει με τρίτους μόνο την ώρα της ερωτικής συνεύρεσης και τούτο πάλι υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αποσπάσει κάτι εξωτερικό την προσοχή του, ότι δεν θα δοθεί κάποια αφορμή που να το κάνει να συνειδητοποιήσει ακόμη και τη μαγική ώρα του έρωτα τον εγκλωβισμό του σε μιαν ύπαρξη η οποία αναζητεί επί ματαίω το νόημα και την ισορροπία της. «Τι να 'ν' το σώμα;» αναρωτιέται ο ποιητής και βιάζεται να απαντήσει: «Μην είν' οι κάμποι, τα ψηλά βουνά; / Κάτι από δύση θα 'ναι πάντως σε κραιπάλη / κι έχει στολίδια του μαντείες / να μη σαστίζει σ' αλλαξοκαιριές. / Πάλι μπορεί και να 'ναι πέρασμα ενός τραίνου / κι όχι το πέρασμα ενός τραίνου επακριβώς / αλλά η ησυχία της διάβασης: - δυο ησυχίες: / εκείνη που προηγείται κι αυτή που έπεται. / 'Η το πιο απίθανο, μες στον κοιτώνα / καθώς επικρατεί το σκόρπισμα του ελέους / κι οι αψήφιστες ραγισματιές στο ημίφως / να 'ναι μια σάρκα που φτεροκοπά / ενώπιον των οστών της».
Δεν είναι δύσκολο, φαντάζομαι, να καταλάβουμε πως υπό τοιαύτας περιστάσεις η πλήξη, η βαρεμάρα και η καθημερινή καταβύθιση μπορούν να στήσουν τρελό χορό γύρω από τη σπαραγμένη γεωγραφία του σώματος και να εγκαταστήσουν στη ζωή του ποιητικού πρωταγωνιστή βαρίδια ολκής. «Βουίζει γύρω η πλήξη / και γλεντά», γράφει ο ποιητής, για να συμπληρώσει γρήγορα και πικρά: «Γλεντάω κι εγώ, ο ίσκιος της». Η πλήξη συνιστά για τον ήρωα του Βαρβέρη ένα απολύτως αναπόφευκτο καθεστώς: μια περιπέτεια από την οποία δεν μπορεί (αλλά και δεν θέλει) να αποδράσει ποτέ, μια συνθήκη στην οποία είναι τυραννικά υποχρεωμένος να επανέρχεται και να προσκυνά, όποια ρότα κι αν παίρνει κατά τα άλλα η μοίρα του. Το χειρότερο στο μεταξύ με την πλήξη είναι πως ενώ από τη μια πλευρά ρίχνει τα θύματά της σ' ένα είδος θανάσιμης ακινησίας και καθήλωσης, από την άλλη τα αποκοιμίζει απέναντι στον κίνδυνο του θανάτου: σαν να παγώνει το αίμα τους, σαν να τραβάει μακριά το βλέμμα τους από την αγωνία και το μαύρο σκοτάδι του τέλους, σαν να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να φτάσουμε ώς εκεί χωρίς την ελάχιστη, την παραμικρή προετοιμασία.
Συνομιλία με το ποιητικό παρελθόν
Οπως σημείωνα και προεισαγωγικά, ο λόγος τού ποιητικού αφηγητή στα «Πεταμένα λεφτά» έχει αποβάλει το πάθος και την οδύνη με την οποία εμφανίζεται ο ίδιος «Στα ξένα». Τα πάντα τώρα βασίζονται στο ύψος της εσωτερικής θερμοκρασίας (μια άσβεστη πυρκαγιά περικυκλωμένη από παγωμένο νερό) την ώρα που η γλώσσα αποκτά μια δεξιοτεχνική ξηρότητα - μια ξηρότητα που ξέρει να υποβάλλει τον αναγνώστη στο συγκρατημένα λυρικό της τοπίο, καθώς και να επιτρέπει στο αφτί του να εξοικειωθεί γρήγορα με τη χαμηλόφωνη αλλά στην πραγματικότητα διαπεραστική λαλιά της. Και το άλλο εξίσου χαρακτηριστικό της συλλογής τού Βαρβέρη είναι ο τρόπος με τον οποίο συνομιλεί με το ποιητικό (παλαιότερο ή σύγχρονο) παρελθόν: από Καρυωτάκη, Φιλύρα και Εγγονόπουλο μέχρι Δημουλά και Σαχτούρη. Οι ξένες φωνές είναι εν προκειμένω απολύτως ενταγμένες στο προσωπικό ιδίωμα του ποιητή, μέρος λειτουργικό της έκφρασης και παίγνιο εμπνευσμένο της τεχνικής του. Χαίρεται κανείς να παρακολουθεί την τέχνη ενός εξαρχής σημαντικού και άξιου ποιητή να ανθίζει στην ωριμότητά του τόσο γόνιμα και ωραία, πετυχαίνοντας έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό αφαίρεσης και απόσταξης. Μια πέρα για πέρα πετυχημένη και ευπρόσδεκτη δουλειά.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/11/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις