0
Your Καλαθι
Ποιήματα τόμος Α
1975-1996
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Εν φαντασία και λόγω - Το ράμφος - Αναπήρων πολέμου - Ο θάνατος το στρώνει - Πιάνο βυθού - Ο κύριος Φογκ - Ακυρο θαύμα
Κριτική
Αν θα μπορούσε μια φράση να αποδώσει την ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, δεν θα ήταν άλλη από αυτή του Φερνάντο Πεσόα για τον άνθρωπο που έχει τη σοφία να παραμένει θεατής της ζωής. Μια φράση που εξόργισε τον συμπατριώτη του Ζοζέ Σαραμάγκου όταν την πρωτοδιάβασε, αλλά για το έργο του Βαρβέρη ίσως είναι το καταλληλότερο μότο. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Κέδρο, μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να επιβεβαιώσουμε την «τακτική του θεατή» που ανέπτυξε σε επτά συλλογές, κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης όσο και δημιουργικής εικοσαετίας (1975-1996) με αποκορύφωμα τη συλλογή Ο κύριος Φογκ (1993): «Ξύπνησα βαθιά μέσα / σε μια πολυθρόνα / και μπροστά σε μια θάλασσα / Οπου κανείς / Μόνη κίνηση / το βλέμμα επάνω στα κύματα / όπου πήγαιναν / Έτσι έμεινα / Καλοκαίρια αθέατος / Και χειμώνες ολόκληρους / Κάπως έτσι γέρασα / Γιατί ποτέ δεν σηκώθηκα...».
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Γιάννης Βαρβέρης εμφανίζεται στα γράμματα με τη συλλογή «Εν φαντασία και λόγω» το 1975, που κινείται ως ύφος και περιεχόμενο στον υπό διαμόρφωση χώρο της γενιάς του '70, και με τη συλλογή Το ράμφος, τρία χρόνια αργότερα, καθιερώνεται ως ένας από τους βασικούς της εκπροσώπους, παρ' ότι ανήκει στο «δεύτερο κύμα» των ποιητών της, δηλαδή σε αυτούς που εμφανίστηκαν μετά τη μεταπολίτευση. Η ψύχραιμη όμως ματιά του, σε μια εποχή έντονων ιδεολογικών αναζητήσεων, δεν τον βοηθάει να προβάλει το δικό του ποιητικό όραμα. Θα χρειαστεί να κλείσει ο μεταπολιτευτικός κύκλος και να περάσουμε από τη δράση στη θέαση, από το δημόσιο στο ιδιωτικό, για να επανέλθει με το βιβλίο Αναπήρων πολέμου, πρώτη ουσιαστική προσέγγιση του αστικού χώρου μέσα από μια ιδιότυπη γραφή, που συνδυάζει τον ρεαλισμό και την ειρωνεία των ποιητών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς με τη σάτιρα και το διαβρωτικό χιούμορ των μεσοπολεμικών (ιδιαίτερα των «καταραμένων» και μποέμ στιχοπλόκων της αθηναϊκής νύχτας). Κατά τη γνώμη μου, η στροφή του Βαρβέρη προς έναν παιγνιώδη στίχο, «εμπλουτισμένο» με σκωπτικά ευρήματα μακριά από τις εξπρεσιονιστικές ή τις αφαιρετικές υπερβολές της γενιάς του '70 και η εμμονή του στη μυθολογία της πόλης τού εξασφάλισαν τα απαραίτητα σημεία επαφής με το κοινό της ποίησης, που άλλοι απώλεσαν «ελαφρά τη καρδία». Και μόνο την ενότητα «Ηλεκτρικός» από τη συλλογή αυτή αν διαβάσουμε θα καταλάβουμε εύκολα γιατί σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα εξακολουθεί να μας συγκινεί: «Σταθμός Θησείου / κι απέναντι στο τρένο μου / κι απέναντι στο πρόσωπό μου / αντικρινό μου τρένο / κι αντικρινό μου πρόσωπο / του έρωτα που δεν τον προλαβαίνεις».
Επόμενο βήμα η συλλογή του «Ο θάνατος το στρώνει» (1986). Πρόκειται ουσιαστικά για τον διάλογο ενός παρατηρητή της ζωής με τα διάφορα προσωπεία που χρησιμοποιεί ο θάνατος όταν εμφανίζεται «επί σκηνής» στο θέατρο των παθών μας. Αυτή η ανθρωποποίηση του θανάτου, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, απαλλάσσει την όλη σύλληψη από το μακάβριο και της προσδίδει τη χάρη του οικείου: «Τι εφιάλτης κι αυτός / ενώ αγόρευα ο καλός σου / από την πολυθρόνα γλίστρησε / ο αγκώνας μου στον αέρα / ή μήπως είχα πεθάνει;». Δεν λείπουν και οι φωνές των αγαπημένων νεκρών που επανέρχονται για να διεκδικήσουν μερίδιο από την καθημερινότητα των ζωντανών, συμμετοχή σε μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται υπό την απειλή του Αναπότρεπτου: «Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν / φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου / μια και το μέλλον μου είναι / να γίνουν όλα γύρω παρελθόν». Ως συνέχεια αυτής της κατάθεσης μπορούμε να θεωρήσουμε και τη συλλογή «Ακυρο Θαύμα» (1996), που κινείται περίπου στο ίδιο κλίμα και υπηρετείται από την ίδια ευφάνταστη εικονοποιία. Ωστόσο το 1993 ο Βαρβέρης, που αισθάνεται έντονη την ανάγκη μιας ανανέωσης τόσο στον τρόπο γραφής του όσο και στη θεματολογία του, δημιουργεί την persona του κυρίου Φογκ και πια μέσω αυτού μάς αφηγείται με έναν λόγο στοχαστικό το τραγικό 24ωρο ενός ανθρώπου που βρίσκεται καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα. Ο Φογκ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ήρωας του Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι όπως παρατηρεί με στωικότητα το τέλος της ιστορίας, «οχυρωμένος» πίσω από τη δική του ανικανότητα να συγκινήσει και να συγκινηθεί. Εδώ ο «θεατής» βρίσκει την πλήρη δικαίωσή του, αφού βλέπει πως ο κόσμος που με τόσο πάθος αρνήθηκε δεν αλλάζει πια από τις ιδέες του αναγεννησιακού ανθρώπου αλλά από την απρόσωπη τεχνολογία. Ίσως αυτή η συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη η τόσο αδικημένη από το σύνολο της κριτικής να είναι τελικά το εφαλτήριο για μια νέα γόνιμη περίοδο.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-02-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποιήματα μιας υπερπλήρους εικοσαετίας συγκεντρώνει στην ανά χείρας συναγωγή ο Γιάννης Βαρβέρης, εντάσσοντας στις σελίδες της έξι συλλογές: Εν φαντασία και λόγω (1975), Το ράμφος (1978), Αναπήρων πολέμου (1982), Ο θάνατος το στρώνει (1986), Πιάνο βυθού (1991), Ο κύριος Φογκ (1983) και Ακυρο Θαύμα (1996). Πρόκειται για το άπαν της ποιητικής του εργασίας (ας σημειωθεί ότι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία είκοσι ετών), που μας καλεί να την κοιτάξουμε και να την κρίνουμε εν συνόλω (ως ένα εκ των πραγμάτων συντελεσμένο σώμα), χωρίς μολοντούτο να μας επιτρέπει να αγνοήσουμε τη βήμα προς βήμα πορεία της μέσα στο χρόνο.
Αστική μυθολογία
Ο Βαρβέρης ανήκει στους νεότερους κλώνους της γενιάς του '70 και εμφανίζεται εξαρχής απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά δεσμά που βάρυναν στα δοκιμαστικά τους βήματα ορισμένους από τους παλαιότερους. Ο χώρος του είναι από ιδρύσεώς του ο χώρος μιας απερίφραστα ιδιωτικής περιοχής, όπου η ζωή αποκτά το καθολικό της νόημα μόνο μέσα από όσα ταλανίζουν αδιάκοπα την ατομική ύπαρξη. Το δέος του θανάτου, η διαδικασία του πένθους (ένα από τα πιο επίμονα μοτίβα στους στίχους του Βαρβέρη), το άγχος και το άχθος του έρωτα (κάθε έρωτας είναι μια σκιαμαχία - μια προαποφασισμένη ματαιοπονία), η νυχτερινή περιπλάνηση στην πόλη (με την ψυχή και τη σάρκα να καίγονται πάντα σε σιγανή φωτιά), η προσήλωση στην τέχνη της ποίησης, που αποτελεί κι έναν τρόπο (μήπως και τον μόνο αξιόπιστο;) του οράν τον κόσμο, η λατρεία της γλώσσας και των ηχητικών παιχνιδιών (η μουσική ενός σπασμένου και από τη ρίζα του απρόθυμου να εκδηλωθεί αλλιώς λυρισμού), όπως και το είδωλο του εαυτού ενόσω αλλάζει κάθε τόσο μάσκες στον καθρέφτη: ιδού, σε πολύ συνοπτικές γραμμές, η εικόνα ενός αυστηρά προσωπικού ποιητή, που εκκοσμικεύεται χάρη στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπει την υπαρξιακή κατά βάση θεματογραφία του σε αστική (εσωτερική ή εξωτερική) μυθολογία - μια μυθολογία που παίρνει σχήμα και μορφή είτε με το διαρκές ταξίδι μέσα στην πόλη είτε με την παρατεταμένη παραμονή στους κλειστούς και μισοφωτισμένους ή ονειρικά παραμορφωμένους χώρους της:
Κι αν δε ζώστηκα σμήγματα αφαλών
κι αν τρέμω τη φαλτσέτα του μπρούτζινου ντεληκανή
εκεί στη Φωκίωνος
μη μου σπαθίσει το βύζαγμα
είναι γιατί γαντζώνομαι
στ' ουρανού το μπιμπερό τη μέρα
και τη νύχτα στη ρώγα της λάμπας μου.
-Αλλά ρε μάνα πώς να καβαλήσω το λευκό φαρί
ρε παιδιά πώς ν' ανέβω στο γαϊδούρι της Επανάστασης
αφού είμαι χοντρός
και ζαλίζομαι.
Ενώ εγώ μετράω οσμές ανθρώπινες
κι ένα απ' τα δυό
άλλες σφυρίζουν μέσα μου το φλερτ
κι άλλες το μίσος.
Το απόσπασμα αυτό, από το ποίημα «Γελοίος διάλογος με τη μητέρα», που προέρχεται από την Αναπήρων πολέμου, μας δείχνει, καλύτερα, νομίζω, από οποιοδήποτε άλλο, τη σύμπλεξη της αστικής μυθολογίας με την εδραία ποιητική, αλλά και με την ατομική στάση του Βαρβέρη: ό,τι έχει να πει ο ποιητής θα το πει όχι με την ένταξη στα μεγάλα σύνολα και με την πίστη στις υψωμένες σημαίες, αλλά με την καθημερινή τριβή και δοκιμασία του σαρκίου του - κι έτσι υπάρχει σοβαρότερη πιθανότητα να φτάσει τόσο στη συλλογική (αν και όπου μπορεί να σταθεί κάτι τέτοιο) αλήθεια όσο και (αυτό που μετράει πρωτίστως) στην ποίηση και στο λυτρωτικό της έργο.
Ηθοποιός που αλλάζει φορεσιά
Με ποιον ακριβώς, όμως, τρόπο γίνεται πράξη το έργο της ποίησης στη δουλειά του Βαρβέρη; Εκανα πολύ λόγο ώς τώρα για τον εγγενώς ατομικό χαρακτήρα του στίχου του. Ατομικός, ωστόσο, ποιητής δεν σημαίνει κατ' ανάγκην και ένα εξομολογητικό ή αυτοαποκαλυπτικό πρόσωπο. Να φύγω πάλιν, ως ηθοποιός, που αλλάζει φορεσιά και απέρχεται γράφει στο Ο Θάνατος το στρώνει, και πιο συγκεκριμένα, στο «Ο ποιητής Καβάφης εις Αθήνας», ο Βαρβέρης. Εδώ θα πρέπει, νομίζω, να σταματήσουμε. Σε κανένα σημείο της πορείας του δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα σταθερό στις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του ποιητικό υποκείμενο. Ο πρωτοπρόσωπος κατά κανόνα αφηγητής του, που αποτελεί συνήθως και τον κεντρικό του ήρωα, υποδύεται κάθε φορά κάτι διαφορετικό: ψυχρός εκτελεστής και ανυπεράσπιστο θύμα, ηδυπαθής νάρκισσος και δυσκίνητο, απορριγμένο σώμα, δονζουανικός κυνηγός και αφοσιωμένος εραστής, άκαρδος πατέρας και εγκαταλελειμμένος γιος, κυνικός σύντροφος και πιστός φίλος, νεάζων υπερήλιξ και υπερώριμος έφηβος. Ενα εγώ που διαμελίζεται σε πολυμελή θίασο, για να περιτρέξει κομμάτι κομμάτι τους δρόμους και τα στέκια του αθηναϊκού κέντρου, και να επιστρέψει διαλεκτικά στον εαυτό του, οχυρωμένο ξανά πίσω από το σκληρό, αδιαφανές του κέλυφος:
Τελικά θα μπορούσα να είμαι
η γυναίκα μου
λόγω συμφωνίας χαρακτήρων
να με είχα παντρευτεί
με ωραία φωνή την οποία
και ακούω ευκρινέστατα.
Ευγενέστατος δε
και μαζί ευσυγκίνητος.
Τι λουλούδια θα μου 'κοβα.
Με λουλούδια θα μ' έκοβα
και με λόγια που εγώ θα περίμενα.
Και θα ήξερα εγώ
μέχρι πότε να δίσταζα, με τι νάζια
ώστε ποτέ να μη με χάσω.
Η πολυδιάσπαση του ποιητικού εγώ οδηγεί εκ των πραγμάτων και στην πολυμορφία του ύφους: η απροκάλυπτη ειρωνεία (ή ο αυτοχλευασμός), αλλά και η καθαρώς δραματική εκφορά της φωνής, η αφηγηματική αλληλουχία, αλλά και η συνειρμική συνεπαγωγή, το ασύνδετο των εικόνων, αλλά και ο περιγραφικός ρεαλισμός των παραστάσεων, η κυριολεξία των αυτοβιογραφικών παραπομπών, αλλά και η παραχρήμα αλληγορική μετάπτωσή τους. Κι όλα αυτά, εννοείται, απολύτως συνειδητά και εσκεμμένα, σε μια προσεκτικά και με πάσα φροντίδα προετοιμασμένη και ενορχηστρωμένη σύνθεση, όπου η ετερονομία και η αυτοπάθεια αποθεώνονται εν εκστάσει από την πρώτη ώς την τελευταία στιγμή.
Στην ήδη αρκετά μακρά διαδρομή του, ο Βαρβέρης μπορεί, πιστεύω, να γιορτάσει άφοβα τα εικοστά ποιητικά του γενέθλια. Εκπροσωπώντας μια από τις πιο ευδιάκριτες περιπτώσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, με αμείωτο έρμα και πλήθος πηγές, για πολλαπλές ακόμη αρδεύσεις, βαδίζει με συνέπεια στο δρόμο που χάραξε από πολύ νωρίς: στο δρόμο του ποιητή που ξέρει πώς να υποβάλλει (όχι να επιβάλλει, αλλά ούτε και να προβάλλει) το στίγμα του. Κι ο ποιητής, περιττό να το πω, είναι, πριν και πάνω απ' όλα, το στίγμα του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/03/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις