Ενότητα και μαρτυρία
30%
Περιγραφή
Οι όροι "ενότητα" και "μαρτυρία", οι οποίοι συνθέτουν το γενικό τίτλο αυτού του βιβλίου, εκφράζουν τον απώτερο στόχο και τον αυθεντικό τρόπο άσκησης της χριστιανικής ιεραποστολής αντίστοιχα. Απώτερος στόχος της Θείας Οικονομίας, δεν μπορεί παρά να είναι η ενότητα όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και του συνόλου της κτιστής δημιουργίας. Από την άλλη μεριά αυθεντικός τρόπος άσκησης αυτής της αποστολής δεν μπορεί να είναι η οποιαδήποτε επιθετική και επεκτατική συμπεριφορά των χριστιανών, αλλά η εκ του περισσεύματος της ευχαριστιακής εμπειρίας κατάθεση μαρτυρίας των πιστών.
Κριτική:
Τι σημαίνει θεολογία στους κ αιρούς μας;
Η ιερότητα της ελευθερίας και της ετεροδοξίας
Αναρωτιέμαι αν μπορεί το ερώτημα αυτό να διατυπωθεί δίχως το πρόσωπο του ερωτώντος να βρίσκεται σε απροσδιόριστο μορφασμό. Σε τέτοια γκριμάτσα, δηλαδή, που να μη σου δίνει τη σιγουριά να πεις με την πρώτη αν εκφράζει ενδιαφέρον ή βαρεμάρα, ευφροσύνη ή οδύνη. Είναι γεγονός ότι μια γενική ματιά στις σύγχρονες κοινωνίες θα διαπιστώσει μάλλον έξαρση του θρησκευτικού ενδιαφέροντος. Αυτό το ενδιαφέρον όμως δεν είναι ένα πράγμα. Αλλοτε πρόκειται για ανάδυση αιωνόβιων υπαρξιακών διερωτήσεων, άλλοτε για υποπροϊόν εθνικιστικών αναζωπυρώσεων, άλλοτε για σπιριτουαλιστική αθλοπαιδιά στριμωγμένη στα ανήλιαγα της ιδιωτικής σφαίρας. Στάσεις που προσπερνούν το θρησκευτικό ερώτημα με χασμουρητό ή που το αντιμάχονται με χλεύη δεν απουσιάζουν, όμως δεν έχουν την παλιά θέρμη· τις βεβαιότητες του 19ου αιώνα περί επικείμενης εξάτμισης του θρησκευτικού φαινομένου φαίνεται να τις διαψεύδουν νέες πραγματικότητες ποικίλου ειδικού βάρους, από την ισλαμική αναβίωση μέχρι τη γαλλική αναψηλάφηση του ουδετερόθρησκου κράτους.
Μνημόνευσα όμως κι άλλον έναν μορφασμό. Αυτόν που εκφράζει οδύνη. Και δεν εννοώ τον πόνο που προξενεί η θρησκευτική μισαλλοδοξία (για τον πόνο αυτό ενέχονται ρεύματα που προανέφερα). Εννοώ το όμορφο κοιλοπόνημα που παράγει ζωή και συνηγορεί υπέρ της ζωής. Εδώ ανήκουν οι προσπάθειες θεολόγησης οι οποίες ανοίγονται στο δημόσιο χώρο όχι για να τον καθυποτάξουν, αλλά για να συναντηθούν με ουσιώδη ερωτήματα του ανθρώπου και να αναμετρηθούν με τις απαντήσεις του. Ανοίγονται, δηλαδή, υποληπτόμενες τόσο τη σοβαρότητα της πίστης όσο και την ιερότητα της ελευθερίας και της ετεροδοξίας.
Αυτής της συνομοταξίας είναι το βιβλίο του Πέτρου Βασιλειάδη, καθηγητή στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Μα ψηλαφεί ένα θέμα που δεν είναι διόλου απίθανο να ξενίσει τον βιβλιόφιλο: την ιεραποστολή της Εκκλησίας. Λέω «να ξενίσει», αφού στο νου πολλών η λέξη ιεραποστολή είναι βαρυφορτωμένη με ζοφερούς συνειρμούς: επιβολή, αποικιοκρατία, ανδραποδισμό. Και όντως σχετίζεται με μια ιστορική πραγματικότητα κι ένα μελάνωμα στην πορεία ευρωπαϊκών κι αμερικανικών ομολογιών κατά την εποχή της νεωτερικότητας, χοντρικά δηλαδή από το 16ο ώς τον 20ό αιώνα. Ομως κι εδώ πρέπει να ισχύσει αυτό που είπαμε στην αρχή: τίποτα δεν είναι ένα μόνο πράγμα, σαν ουσία συμπαγής και στατική μέσα στο χρόνο. Κι επιτέλους, για να ξεφύγει κανείς από ουσιοκρατικές κατανοήσεις δεν χρειάζεται να είναι πιστός -αρκεί να είναι σκεπτόμενος. Αναστοχασμό, λοιπόν!
Ο Πέτρος Βασιλειάδης (καθηγητής ο ίδιος της Καινής Διαθήκης) έχει ιδιαίτερη ευαιθησία για τη θεωρία της ιεραποστολικής και μακρά θητεία στις συζητήσεις για προσδιορισμό της εκκλησιαστικής αποστολής με κριτήρια που να μη στρεβλώνουν την αυθεντική φυσιογνωμία του χριστιανισμού -φυσιογνωμία βαθιά διακονική κι όχι εξουσιαστική ή κρατιστική. Ο περί ιεραποστολής λόγος δεν αφορά πλέον μια ιδιαίτερη εκστρατεία (σαν να λέμε, μια δραστηριότητα κάποιου εκκλησιαστικού υπουργείου Εξωτερικών), αλλά καθαυτό τον τρόπο ύπαρξης της Εκκλησίας. Στον τίτλο του βιβλίου αποτυπώνονται οι βασικοί άξονες της θεολογίας του συγγραφέα: η μαρτυρία (ο λόγος που αποτελεί αντίποδα της προπαγανδιστικής ή ιμπεριαλιστικής διάδοσης της χριστιανικής πίστης), η ενότητα (ο οραματισμός, δηλαδή, κοινωνιών όπου οι ετερότητες συνυπάρχουν σε καθεστώς όχι απλώς ανοχής, αλλά επικοινωνίας) και ο διάλογος (η συνάντηση εκείνη όπου οι διαφορετικότητες δεν αίρονται ούτε συγκεράννυνται, αλλά αλληλοκατανοούνται και συνεργάζονται).
Δώδεκα μελετήματα του συγγραφέα απαρτίζουν το βιβλίο, συνοδευόμενα από επτά ντοκουμέντα συνεδρίων και ομάδων εργασίας, τόσο Ορθοδόξων Εκκλησιών όσο και του οικουμενικού, διαχριστιανικού χώρου. Ετσι, έχει διαμορφωθεί ένα εγχειρίδιο με βασικό χαρακτηριστικό την παρακολούθηση του ιεραποστολικού προβληματισμού που αναπτύσσεται στους κόλπους του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Ο προβληματισμός αυτός διακρίνεται από αγωνία ανταπόκρισης στις αλλαγές του σύγχρονου κόσμου και είναι αρκετά σύνθετος, καθόσον διαμορφώνεται από θεολογικά ρεύματα διαφόρων προϋποθέσεων. Ετσι, το βιβλίο θα αδικηθεί αν απλώς διαβαστεί, αν δηλαδή δεν τροφοδοτήσει περαιτέρω συζήτηση και επεξεργασία.
Ο αναγνώστης, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατό να μην προσέξει ότι κεντρικό σημείο στα εννοιολογικά εργαλεία του συγγραφέα κατέχει ο όρος «Βασιλεία του Θεού». Κι εδώ συμβαίνει ό,τι και με τη λέξη «ιεραποστολή». Ενας ιστορικά κηλιδωμένος όρος ανανοηματοδοτείται ριζικά. Για πολλές γενιές Νεοελλήνων -και σίγουρα για όσους αφήσαμε τα μαθητικά θρανία λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας -ο όρος «Βασιλεία του Θεού» ανακαλεί κηρύγματα φυγόκοσμα, που ακύρωναν την κοινωνική ευαισθησία και τη χαρά της ζωής χάριν μιας μεταθανάτιας εκπνευμάτωσης. Και όμως πρόκειται για πολύτιμη βιβλική έκφραση που δεν πρέπει να χαριστεί στην όποια παράχρηση. Σημαντικά ανανεωτικά θεολογικά ρεύματα την έχουν φωτίσει ως δηλωτική ενός οράματος όχι για την ατομική τακτοποίηση της ασώματης ψυχής, αλλά για τη μεταμόρφωση του Σύμπαντος και το φτάσιμό του σε έναν νέο τρόπο ύπαρξης, δίχως θάνατο και αδικία. Δεν στερείται μεν μεταφυσικό περιεχόμενο, όμως αποτελεί όραμα πληρότητας κι όχι εξάτμισης της ζωής. Και έχει ριζικά κοινωνικό χαρακτήρα. Μιλώντας ο χριστιανισμός για θεό Τριάδα (δηλαδή για μια συντροφιά υποστάσεων) εισηγείται τη συνύπαρξη ως συστατικό της ύπαρξης και το άνοιγμα στην ετερότητα ως στοιχείο (κι όχι ως απειλή) της ταυτότητας. Σε έναν κόσμο, λοιπόν, όπου ακόμη και η ανοχή -πόσω μάλλον η αποδοχή- του άλλου δεν αποτελεί αυτονόητο, έχει σπουδαία σημασία η επιμονή του Βασιλειάδη ότι αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι η προπαγάνδιση ιδεολογικών πεποιθήσεων, αλλά η φανέρωση αυτού του τρόπου ύπαρξης, με λόγο και με πράξη. Η διακονία, η αλληλεγγύη, η συμφιλίωση φωτίζονται ως νευρώνες του Ευαγγελίου.
Αυτό το όραμα ο συγγραφέας το ταυτίζει με την άκρα ανοιχτότητα και το ονοματίζει ως την έσχατη αλήθεια που υπερβαίνει κάθε θρησκευτικό σχήμα (ακόμα και το θεσμικό χριστιανισμό), θεωρώντας προδήλως ότι καθένα τους σημαίνει μερικότητα και συνεπάγεται αποκλεισμούς. Εδώ ο λόγος είναι αναμφίβολα ζεστόκαρδος, δύσκολα όμως προσπερνιούνται ερωτήματα που εκτρέφει η ίδια η συνθετότητα του ανθρώπου. Για παράδειγμα, η συστράτευση με το διακονικό τρόπο ύπαρξης δεν συνιστά προπαγάνδα, όμως δεν σημαίνει αναίρεση της έννοιας της πεποίθησης. Πεποίθηση θεμελιώνει, την οποία και ευαγγελίζεται! Ακόμα και η Τριαδολογία, μ' όλη της την ευρύχωρη οπτική, δεν συνιστά παρά άλλη μία μερικότητα στα μάτια θρησκειών που ως καταληκτική αλήθεια δοξολογούν την άρση της υποστατικής ύπαρξης. Είναι αναπόφευκτο: ακόμη και η πιο συμπεριληπτική πρόταση δεν δύναται μέσα στην Ιστορία να μη θεμελιώνει κι αυτή κάποιον αποκλεισμό· της μισαλλοδοξίας, λόγου χάριν. Θέλω να πω μ' αυτά ότι ο θεολογικός στοχασμός έχει βαρύ χρέος εκβραχισμού εννοιών και στάσεων, και το βιβλίο τούτο μάς δίνει θαυμάσιες ευκαιρίες.
Αυτό το είδος θεολόγησης κατανοεί την Εκκλησία ως πραγματικότητα διαλεγόμενη. Δείτε, δείγματος χάριν, πόσο επιμένει ο Βασιλειάδης στη συζήτηση με τη μετανεωτερικότητα, δίχως όμως να ρίχνονται στο ανάθεμα οι κατακτήσεις της νεωτερικότητας. Δείτε, επίσης, τα δύο ντοκουμέντα, «Συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επικράτηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και στην άρση των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων» και το «Θρησκευτικός πλουραλισμός και χριστιανική αυτοκατανόηση». Η διανόηση του τόπου μας οφείλει να καταλάβει ότι τέτοια κείμενα εκπροσωπούν υπαρκτά χριστιανικά ρεύματα και να σταματήσει να σιγοντάρει -τάχα ανήξερη!- την καπηλεία των τίμιων και των πολύτιμων από ό,τι φαιότερο και ξενόφοβο.
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, δρ Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη», ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/02/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις