Από το κοντύλι στον υπολογιστή, 1830-2000
Περιγραφή
Ένα πανόραμα της ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης μέσα από φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι το γύρισμα της χιλιετίας. Στο λεύκωμα παρουσιάζονται οι σημαντικότερες στιγμές αυτής της πορείας, προβάλλονται οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων, καταγράφονται τα πρώτα βήματα τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής εκπαίδευσης και αναδεικνύονται οι διάφοροι παράγοντες που καθόρισαν την πορεία τους.
Κριτική:
Ιστορία σε λεζάντες
Οταν τα τεκμήρια μιλούν από μόνα τους
Για τον αναγνώστη που η ιστορία της εκπαίδευσης δεν τον ενδιαφέρει ως ξεχωριστό αντικείμενο, αλλά μόνον ως πτυχή της ιστορίας των ιδεών και των νοοτροπιών, το σχολιαζόμενο λεύκωμα είναι ένας μικρός θησαυρός. Διότι, με τις εκατοντάδες φωτογραφίες και τα τεκμήρια που περιλαμβάνει -δυσπρόσιτα, κατά κανόνα, αν όχι και εντελώς απρόσιτα για τον μη ειδικό-, αποδίδει με τρόπο εύληπτο, ακριβή και προπάντων ευχάριστο το κλίμα της εποχής στην οποία κάθε φορά αναφέρεται. Και τούτο, γιατί κατορθώνει να αγγίξει τον ρυθμό της καθημερινότητας, πίσω από τα γνωστά γεγονότα, τα πολυσχολιασμένα.
Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, δύο ήταν οι προφανείς κίνδυνοι που ελλόχευαν για τους επιμελητές: είτε να ενδώσουν στα στερεότυπα είτε να αρκεστούν στην ανεκδοτολογία. Γιατί όταν αποφασίζεις να εκδώσεις ένα επιστημονικό βιβλίο χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές και περιορίζεσαι στη δημοσίευση τεκμηρίων -έστω και με μια μικρή επεξηγηματική εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο- είναι φανερό ότι δεν έχεις πολλά περιθώρια για αποχρώσεις, ούτε καν τις αναγκαίες: τα πράγματα κινδυνεύουν να εμφανισθούν ως μαύρα ή άσπρα, ενώ στην πραγματικότητα είναι γκρι. Για παράδειγμα, ο Γεώργιος Μιστριώτης, το βλοσυρό πορτρέτο του οποίου δημοσιεύεται κάτω από τον εύγλωττο τίτλο εφημερίδας της εποχής για τα «Ευαγγελικά» (:«Ημέρα αίματος. Οι φοιτηταί φονευόμενοι και συλλαμβανόμενοι») δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο «κακός» της υπόθεσης (σ. 55), ενώ ο Αλ. Δελμούζος, με το μεγάλο μέτωπο και το ζεστό χαμόγελο, που η φωτογραφία του δημοσιεύεται λίγο παρακάτω, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο «καλός» (σ. 65).
Η τεχνική με την οποία οι επιμελητές απέφυγαν τον διπλό αυτό σκόπελο δεν ήταν η άνευρη ουδετερότητα, ούτε η εξίσου βαρετή «πολιτική ορθότητα», σε ουσία και ύφος αντίστοιχα. Ηταν, όπως πιστεύω, το παιχνίδι των σχολίων μέσω μιας λεπτεπίλεπτης τεχνικής, την οποία οι συγγραφείς ανύψωσαν σε αληθινή τέχνη: της τεχνικής της λεζάντας.
Λεζάντες, εν πρώτοις, ενημερωτικές, όπου το εικαστικό υλικό χρησιμεύει ως αφορμή για να δοθούν χρήσιμες πληροφορίες. Ετσι, για παράδειγμα, δημοσιεύοντας μια φωτογραφία της «Αβερώφειας Γεωργικής Σχολής Λαρίσης», οι επιμελητές έχουν την ευκαιρία να επισημάνουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η επί μακρόν επαγγελματική και, ειδικότερα, η γεωργική εκπαίδευση στη χώρα μας (σ. 89). Ανάλογα λειτουργούν και οι λεζάντες που συνοδεύουν τα πορτρέτα και τις φωτογραφίες των πρωταγωνιστών: βιογραφικά στοιχεία, διανθισμένα με κριτικά σχόλια για τις συνέπειες και προπάντων για τις ασυνέπειές τους. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο οποίος, προτού γίνει γλωσσαμύντορας και κατήγορος του Ι. Κακριδή στη «Δίκη των τόνων», μαθαίνουμε ότι υπήρξε οπαδός του νεωτεριστικού κινήματος της «Νέας Αγωγής», στην αρχή της σταδιοδρομίας του, καθώς και ιδρυτής του Πειραματικού. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι περισσότερες λεζάντες του λευκώματος, οι ενημερωτικές.
Σε μια δεύτερη κατηγορία θα ενέτασσα τις υπαινικτικές λεζάντες. Με αυτές, οι επιμελητές αφήνουν τα τεκμήρια να μιλήσουν από μόνα τους. Αποφεύγουν τα πολλά σχόλια, διότι το υλικό είναι εύγλωττο και ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει το νόημά του, χωρίς καθοδήγηση. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι οι λεζάντες που συνοδεύουν -σε τρία διαφορετικά κεφάλαια- τα εξώφυλλα των τετραδίων που διετίθεντο στους μαθητές: από εκείνα, σε στιλ art nouveau, που θυμίζουν εικαστικά τις πρώτες ελληνικές εκδόσεις των βιβλίων του Ιουλίου Βερν, στο τέλος του 19ου αιώνα (σ. 35), έως τα τετράδια με την ελληνική σημαία της δικτατορίας του στρατηγού Παγκάλου, το 1926 (σ. 91) και τα βάναυσα, με τον Ιω. Μεταξά αγορεύοντα και τα τάγματα της ΕΟΝ παρελαύνοντα το 1939-40 (σ. 125).
Στην ίδια κατηγορία θα ενέτασσα και τη λεζάντα που συνοδεύει την αναπαραγωγή από την (παράνομη προφανώς) Πανσπουδαστική του 1969 σημειώματος που είχε απευθύνει το 1959 ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του υπουργού Παιδείας προς πανεπιστημιακό καθηγητή «να ενδιαφερθεί» για την εισαγωγή κάποιων προστατευομένων (τότε τις εισαγωγικές εξετάσεις τις διεξήγαγαν τα ίδια τα πανεπιστήμια), παρακαλώντάς τον μάλιστα να τον ενημερώσει «επί του αποτελέσματος, ίνα καταστήσ[η] ενήμερον τον κ. υπουργόν» (σ. 171).
Υπαινικτική, τέλος, είναι και η λεζάντα δίπλα στη γνωστή φωτογραφία του Γεωργίου Παπαδόπουλου στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1968 (σ. 181): τον υπαινιγμό για «ταπείνωση», στην οποία η στρατιωτική δικτατορία είχε υποβάλει τότε τους πανεπιστημιακούς, τον αποδίδει ανάγλυφα το δήθεν αδιάφορο ύφος, όχι τόσο του πρύτανη Γεωργίου Ράμμου (ενός πρακτικού ανθρώπου, χωρίς φιλοδοξία να παίξει τον ρόλο του διδασκάλου του γένους) όσο του αντιπρύτανη Ιω. Θεοδωρακόπουλου, του κατεξοχήν φιλοσόφου της «Σχολής της Χαϊδελβέργης», ο οποίος, εκείνη τη μέρα, δεν τόλμησε το ελάχιστο: να μείνει στο σπίτι του, προσποιούμενος τον άρρωστο, για να γλιτώσει τον εξευτελισμό.
Στις περιπτώσεις αυτές, οι λεζάντες δεν έχουν αυτοτέλεια: λειτουργούν βοηθητικά, αρκούμενες σε μιαν υπαινικτική ανάδειξη του υλικού που συνοδεύουν.
Σε μια τρίτη και τελευταία κατηγορία εντάσσονται οι πιο παιγνιώδεις από τις λεζάντες του βιβλίου, που θα τις ονομάσω δηλητηριώδεις. Αντί άλλου παραδείγματος αναφέρω εκείνην που συνοδεύει τη φωτογραφία του παιδαγωγού Μιχ. Παπαμαύρου, συνεργάτη άλλοτε του Δελμούζου στο Μαράσλειο (σ. 134): τον Ιούλιο του 1944, στο ελεύθερο Καρπενήσι, ο Παπαμαύρος απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στα εγκαίνια του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου» της κυβέρνησης των βουνών. Εκτοτε, όπως σημειώνουν οι επιμελητές, ο Παπαμαύρος πέρασε όλη σχεδόν την υπόλοιπη ζωή του «στις εξορίες και στις φυλακές, την τελευταία φορά, το 1961, με απόφαση του τότε ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη», που είχε χαρακτηρίσει φιλικομμουνιστικό ένα βιβλίο του.
Εδώ η λεζάντα -ή, ακριβέστερα, ολόκληρη η λεζάντα- δεν είναι απαραίτητη, ούτε καν σχετική με το υλικό, πλην όμως επιτρέπει στους επιμελητές να δώσουν το δικό τους στίγμα, καλύτερα απ' ό,τι θα μπορούσαν να το είχαν κάνει με δεκάδες σελίδες πυκνού κειμένου.
Μετά τις ανωτέρω παρατηρήσεις για τη μορφή και το ύφος θα ακολουθήσουν μερικά σχόλια επί της ουσίας του βιβλίου:
Το πρώτο αφορά την περιοδολόγηση που προτείνεται: το λεύκωμα απαρτίζεται από επτά κεφάλαια, τα έξι πρώτα από τα οποία αντιστοιχούν στα κεφάλαια της Μεταρρύθμισης που δεν έγινε, 35 χρόνια μετά την έκδοση από τον «Ερμή» της μνημειώδους εκείνης συλλογής του Αλέξη Δημαρά. Το έβδομο κεφάλαιο, με τον μάλλον αμήχανο τίτλο «Προς το τέλος του αιώνα», αναφέρεται στην περίοδο από τη Μεταπολίτευση του 1974 έως το 2000.
Χρήσιμη, η περιοδολόγηση αυτή δείχνει, όπως πιστεύω, τις παλινδρομήσεις της εκπαιδευτικής μας πολιτικής, τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της, οι οποίες -και αυτό είναι το χαρακτηριστικό της στο οποίο θα ήθελα να σταθώ- δεν είναι απαραιτήτως συνάρτηση των γενικότερων εξελίξεων: η τρικουπική περίοδος, με τα γνωστά επιτεύγματά της, σε επίπεδο θεσμών και υποδομών, δεν ήταν περίοδος ανόδου, αλλά στασιμότητας για την εκπαίδευση. Οσο για το Γουδή και τον ανορθωτικό βενιζελισμό της χρυσής τετραετίας 1911-1914, απέτυχε να περάσει τα νομοσχέδια του Δημ. Γληνού, το 1913. Και έπρεπε να χωρισθεί η Ελλάδα στα δύο, το 1916, για να μπορέσει ο Ελ. Βενιζέλος να επιβάλει τις αλλαγές που επαγγελλόταν στον χώρο της εκπαίδευσης.
Από την άλλη, η αρχαιολατρία και ο Τρίτος Ελληνικός πολιτισμός δεν εμπόδισαν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου να εισαγάγει τη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα σχολεία και να ιδρύσει τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, σπουδαίο βήμα για τη βελτίωση της ποιότητας των σχολικών εγχειριδίων.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι τη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 την επέβαλε τελικά η κυβέρνηση Καραμανλή, το 1976, με υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη, ενώ το ΠΑΣΟΚ, αν εξαιρέσει κανείς τον νόμο-πλαίσιο του 1982 για τα πανεπιστήμια (με τα οποία, σημειωτέον, το βιβλίο δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου) και τον (θνησιγενή πάντως) θεσμό του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου, επέφερε εντέλει δευτερεύουσες μάλλον αλλαγές στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας.
Θα τολμούσα λοιπόν ένα προκλητικό ερώτημα: μήπως στον χώρο της εκπαίδευσης το κεντρικό διακύβευμα στη χώρα μας δεν ήταν -όπως οι αδαείς έχουμε την τάση να πιστεύουμε- η σύγκρουση Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά η αντιπαράθεση συντήρησης και εκσυγχρονισμού, όπου η μεν πρώτη δεν περιλαμβάνει μόνον τους δεξιούς και η δε δεύτερη μόνον τους κεντρώους και τους αριστερούς; Αν το ερμηνευτικό αυτό σχήμα ισχύει, τότε, σε μια δεύτερη έκδοση, ενδέχεται να χρειάζεται μια νέα περιοδολόγηση. Και, εν πάση περιπτώσει, ένας λιγότερο αμήχανος τίτλος για το τελευταίο κεφάλαιο του λευκώματος.
Η παρατήρηση αυτή οδηγεί στο δεύτερο και τελευταίο σχόλιό μου: στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, σ' αυτά τα σχεδόν 180 χρόνια από την ανεξαρτησία, ποιοι ήταν οι φορείς της συντήρησης και ποιοι του εκσυγχρονισμού;
Για τους πρώτους, η απάντηση θα ήταν εύκολη αν μέναμε στα πρόσωπα: από τον Μιστριώτη και τον Εξαρχόπουλο, έως τον Μελανίτη και τους επιγόνους τους, οι γλωσσαμύντορες είναι γνωστοί. Το ίδιο και οι εκσυγχρονιστές. Απεναντίας, αν μεταθέσουμε τη συζήτηση από τα πρόσωπα στις δομές, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα: με εξαίρεση ορισμένες φωτεινές περιόδους, λιγοστές και γι' αυτό λαμπερές σαν αστέρια (όπως, για παράδειγμα, το 1917-20, το 1929-32, το 1964-65 ή το 1976-78), φορέας της συντήρησης ήταν το κράτος και οι μηχανισμοί του, δηλαδή το υπουργείο Παιδείας με τις υπηρεσίες του, οι οποίες, παρά την επιρροή του συνδικαλιστικού κινήματος, ακόμη και σε περιόδους φαινομενικού «ανοίγματος», όπως η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, λειτούργησαν ανασταλτικά. Και, αντίστροφα, φορείς της ανανέωσης εκτός από ορισμένους φωτισμένους παιδαγωγούς -από τους οποίους, δίχως άλλο, ξεχωρίζει η τριανδρία Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη και Γληνού και, αργότερα, ο Ευ. Παπανούτσος- ήταν η ιδιωτική πρωτοβουλία και, σε μεγάλο βαθμό, οι ξένοι εκπαιδευτικοί, που τόλμησαν να διακινδυνεύσουν καριέρες στην Ελλάδα, από την εποχή του αιδεσιμότατου Χιλ, τη δεκαετία του 1830, έως τις μέρες μας.
Νομίζω ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές υπάρχουν διάσπαρτα στο σχολιαζόμενο λεύκωμα. Αρκεί να θελήσει να το διαβάσει κανείς κριτικά.
Αν η ανωτέρω παρατήρηση ισχύει, τότε είναι φανερό ότι ανατρέπονται μερικά από τα βαθύτερα ριζωμένα στερεότυπα. Περισσότερο χάριν παιδιάς, παρά ως ατράνταχτο τεκμήριο, θα αναφέρω ένα από αυτά: πρόκειται για μιαν αποστροφή ενός νεαρού και φερέλπιδος τότε ακόμη βουλευτή στην πρώτη μεταδικτατορική Βουλή, του Απ. Κακλαμάνη, μετέπειτα υπουργού Παιδείας, ο οποίος το 1985 εισηγήθηκε τον σημαντικότερο ίσως νόμο του ΠΑΣΟΚ για τη στοιχειώδη και τη μέση εκπαίδευση, τον νόμο 1566/1985. Αγορεύοντας για το άρθρο 16 του Συντάγματος, που τότε ακριβώς υιοθετήθηκε, ο πολιτικός αυτός, που η κρατούσα ιστοριογραφία κατατάσσει άνευ ετέρου στον προοδευτικό χώρο, ζητούσε επί λέξει «τον αποκλεισμόν των ξένων από την παιδείαν του ελληνικού λαού». Διότι, όπως ο ίδιος υπογράμμιζε, η «υπόθεσις της παιδείας πρέπει να είναι καθαρά ελληνική, εις τα χέρια του κράτους και άλλων κοινωνικών φορέων [...]». Υπενθυμίζεται ότι το ΠΑΣΟΚ -που τότε διένυε την πιο ριζοσπαστική του περίοδο- ζητούσε εκείνα τα χρόνια η παιδεία να χαρακτηρισθεί στο Σύνταγμα «κρατική», και να απαγορευθεί εφεξής η ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.
Πιστεύω ότι, αν το σχολιαζόμενο βιβλίο συμβάλει στο να ξεπερασθούν τέτοιου είδους στερεότυπα, θα έχει επιτελέσει σπουδαίο έργο.
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/06/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις