0
Your Καλαθι
Ο Σολωμός των Ελλήνων
Εθνική ποίηση και ιδεολογία: Μία πολιτική ανάγνωση
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το μέγεθος και η σημασία ενός λογοτέχνη ή καλλιτέχνη και του έργου του, οσοδήποτε "μεγάλου" ή "μικρού", δεν μπορούν ν' αποδειχτούν με κριτήρια "καθαρά αισθητικά", γιατί τέτοια "κριτήρια", απλά, δεν υπάρχουν, ούτε στο ατομικό ούτε στο συλλογικό υποκείμενο· το "μέγεθος" αυτό μπορεί και πρέπει να καταδειχτεί με ένα αντικειμενικό κριτήριο: την πρόσληψη του υπό εξέταση προσώπου και έργου, δηλαδή την αντοχή του μέσα στο χρόνο, την υποδοχή και την αποδοχή του από τους εκάστοτε νέους δέκτες και φορείς του.Το πρόσωπο και το έργο του, που συγκεντρώνει επάνω του τις σοβαρότερες προϋποθέσεις για τη δοκιμασία και την κατάδειξη της παραπάνω θεωρητικής θέσης, δηλαδή τη διαχρονικότητα, την οικουμενικότητα, θα έλεγα, της παρουσίας του στη συνείδηση του "έθνους" του επί δύο ολόκληρους αιώνες, που καλύπτουν ακριβώς ολόκληρο το χρόνο της ιστορικής ύπαρξης και εξέλιξης αυτού του συλλογικού φορέα, - το πρόσωπο αυτό είναι αναντίρρητα: ο Διονύσιος Σολωμός.
(Γιώργος Βελουδής)
Εκατόν πενήντα χρόνια από το θάνατό του (1857) ο Σολωμός παραμένει, ακόμα και μετά τη διεθνή επιβολή του Καβάφη, ο σημαντικότερος ποιητής της νεότερης Ελλάδας. Αυτή όμως η γενική, μετά τις πρώτες αμφισβητήσεις του (1833-1859), αναγνώρισή του ως του πρώτου -και μόνου "γνήσιου"- "εθνικού ποιητή" υπήρξε και η αιτία για την παραγνώριση της εξαιρετικής αισθητικής αξίας της ποίησής του, ενώ, ταυτόχρονα, η ιδεολογική εθνικοποίησή του αποτέλεσε και την αφετηρία για την εμπλοκή του σε κάθε τι το "εθνικό".
Αυτή ακριβώς η καθυπόταξη του Σολωμού στις ανάγκες και τα κελεύσματα της εθνικής ιδεολογίας αποτελεί και το θεωρητικό κέντρο και την ερευνητική βάση της ερμηνευτικής ανασύστασης της πρόσληψης του προσώπου και του έργου του στους έλληνες δέκτες του, που παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εκατόν πενήντα χρόνια από το θάνατο του Διονυσίου Σολωμού (1857), του μόνου «γνήσιου» και παγκοίνως αναγνωρισμένου «εθνικού ποιητή» μας, και με δεδομένο ότι η «εθνικοποίησή» του υπήρξε η αιτία για την παραγνώριση της ύψιστης αισθητικής αξίας του έργου του, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Γιώργος Βελουδής επιχειρεί, επιτυχώς, την «εξάρθρωση» και διαλεύκανση των άλλοτε φανερών και άλλοτε υπόγειων ιδεολογικών και εθνοκεντρικών μηχανισμών που συνέβαλλαν σ' αυτήν την «εθνικοποίηση». Που συνέργησαν, θα ήταν το σωστότερο να πω, στην «καθυπόταξη του Σολωμού στις ανάγκες και τα κελεύσματα της εθνικής ιδεολογίας», εμπλέκοντας το όνομά του σε κάθετι το εθνικό, συσκοτίζοντας και παρερμηνεύοντας πτυχές του έργου, της ζωής και της σκέψης του.
Για την πραγματοποίηση των, ευθύς εξαρχής, δηλωμένων προθέσεών του, ο μελετητής, βαθύς γνώστης του σολωμικού «φακέλου», προβαίνει στην ανασύσταση της διαχρονικής πρόσληψης του ποιητή και του έργου του, από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη ώς τις μέρες μας, θεωρώντας δεδομένη «την αντοχή του μέσα στον χρόνο, την υποδοχή και την αποδοχή του από τους εκάστοτε νέους δέκτες και φορείς» και κρίνοντας ότι το προσφυέστερο εργαλείο για την πραγματοποίηση του στόχου του δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την έννοια «ιδεολογία». Αυτή τον καθοδηγεί σε όλη τη διάρκεια του επίπονου, πλην άκρως αποτελεσματικού και διαφωτιστικού, εγχειρήματός του, το οποίο συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, μία «πολιτική ανάγνωση» του έργου τού Σολωμού, καθώς και των αναγνωστικών προσεγγίσεων που επιχειρήθηκαν σ' αυτό για πάνω από εκατόν εβδομήντα χρόνια.
Παρακολουθεί, καταλεπτώς, στιγμή προς στιγμή, και με σύνεση, την πορεία της προϊούσας, ίσως με κάποια σκαμπανεβάσματα, ιδεολογικής εθνικοποίησης του ποιητή, εξετάζοντας, εξονυχιστικά όλα τα στάδιά της, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι το «εννοιολόγημα» του έθνους αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό ιδεολόγημα της άρχουσας νεοελληνικής «εθνικής» ιδεολογίας από τη σύσταση, κιόλας, του νέου ελληνικού κράτους. Μάλιστα, δεν αρκείται σε απλές διαπιστώσεις, αλλά υπεισέρχεται στα ενδότερα, αναζητώντας και ερευνώντας, σε βάθος, τα αίτια που συνέβαλλαν στην πρώιμη προσάρτηση του Σολωμού στην εθνική ιδεολογία· αρχής γενομένης από την αναγόρευσή του σε «εθνικό ποιητή» από τον Πολυλά, που είχε ως αποτέλεσμα την ταύτιση του ιδεαλιστικού εθνισμού των Επτανήσιων θαυμαστών του με τον ελλαδικό μεγαλοϊδεατισμό.
Για να αποδείξει, για να επισημάνει, μάλλον, ότι η επίμονη προσπάθεια να υπαχθεί ο Σολωμός στα δεδομένα της «εθνικής ιδεολογίας», τουλάχιστον από ένα σημείο και ύστερα, δεν ήταν άδολη, εντελώς, αλλά υπαγορευόταν από συμφέροντα που δεν σχετίζονταν, άμεσα ούτε με το έργο του ούτε με τη ζωή του, διερευνά την πολιτική θέση και την αντιεξουσιαστική «δράση» του ποιητή, τόσο στα επτανησιακά όσο και στα ελλαδικά ζητήματα. Και καταλήγει διακρίνοντας δύο φάσεις στην πολιτική ιδεολογική του εξέλιξη: αυτή της νεανικής του στράτευσης, που τον έφερε αντιμέτωπο με τον αγγλικό αυταρχισμό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ζάκυνθο (1821) και με την τουρκική απολυταρχία στην Ελλάδα, και την άλλη, της ωριμότητας, κατά τη διάρκεια της οποίας, χωρίς να πάψει να διακατέχεται από φιλελεύθερα αισθήματα και υψηλά δημοκρατικά ιδεώδη, αυτοεγκλείσθηκε, «εσωτερικεύοντας οποιοδήποτε εξωτερικό ιστορικοπολιτικό γεγονός ή ερέθισμα». Καλλιεργώντας, στον πνευματικό εγκλεισμό του, το ίνδαλμα μιας εξωπραγματικής Ιδέας-Πατρίδας και διατηρώντας σχέσεις με τα διάφορα ουτοπιστικά και μυστικά ιδεολογήματα που εκφράστηκαν στην Ευρώπη κατά την περίοδο 1831-1848.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεθοδική, όσο και εξαντλητική, εξέταση που επιχειρεί ο συγγραφέας -στο υπό τον τίτλο «Εθνική Ποίηση» Γ' κεφάλαιο του βιβλίου του- των ιστορικών, κοινωνικών και ευρύτερα νοούμενων πολιτισμικών συνθηκών -και σκοπιμοτήτων- που συνέβαλαν στην καλλιέργεια και στην καθιέρωση του όρου «Εθνική Ποίηση», σχεδόν αμέσως μετά την επίτευξη της εθνικοποίησης της ορθοδοξίας. Για να προχωρήσει, στη συνέχεια, με ασφάλεια, στον εντοπισμό των συγκεκριμένων συνθηκών που οδήγησαν, από πολύ νωρίς, στην εθνικοποίηση και του Σολωμού· μολονότι, τόσο αυτός όσο και ο Πολυλάς, απόκλιναν ριζικά από το μεγαλοϊδεατικό κοσμοείδωλο των Αθηναίων Φαναριωτών και παρά τη χαώδη πολιτισμική και ιδεολογική αντίθεση που χώριζε την οθωνική Αθήνα από τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Κι ακόμα, παρά το γεγονός ότι ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας, υπήρξε σφοδρός πολέμιος της εθνικοποίησης του Σολωμού. Ο οποίος, όμως, φαίνεται ότι, ερήμην του, ανταποκρινόταν, περισσότερο απ' όλους τους «διεκδικητές» του τίτλου Ελλαδίτες ομοτέχνους του, στις απαιτήσεις του ρόλου τού «εθνικού ποιητή»· ανταποκρινόταν στα δεδομένα της νεότευκτης έννοιας εθνική ποίηση / φιλολογία: στο περιεχόμενο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα αιτήματά της, όπως είχαν αυτά, με σαφήνεια και σταδιακά, προσδιοριστεί από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους ώς το 1860.
Μάλιστα, φαίνεται ότι δεν ανταποκρινόταν απλώς· υπήρχαν και άλλοι επιπρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι όχι μόνο επέβαλαν αλλά και επέσπευσαν -παρά τις όποιες ισχυρές ενστάσεις και τις άμεσες ή έμμεσες υποσκαπτικές, της διαφαινόμενης εθνικοποίησής του, ενέργειες- την προσάρτησή του στην εθνική ιδεολογία. Ενας τέτοιος λόγος υπήρξε η επιτακτική ανάγκη για την ύπαρξη μιας λογοτεχνίας -και γενικότερα μιας τέχνης- εθνικής (Η Λαογραφία, με πρωτεργάτη τον Νικόλαο Πολίτη, εθεωρείτο εθνική επιστήμη, η Μαρία Δοξαπατρή, του Δημ. Βερναρδάκη, που παίχτηκε το 1865, γράφτηκε με την αξίωση να συμβάλλει στη δημιουργία εθνικού δράματος, ενώ από τον Γεώργιο Βλάχο είχε, ήδη, επισημανθεί η ανάγκη συγγραφής εθνικού μυθιστορήματος). Ανάγκη, εν ονόματι της οποίας παραμερίστηκαν διάφοροι ανασταλτικοί παράγοντες, κυρίως οι τεράστιες πολιτισμικές διαφορές που χώριζαν τους Επτανήσιους από τους Φαναριώτες. Οπως παραβλέφτηκε, εξάλλου, και το γεγονός ότι ο Σολωμός υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της προδρομικής ιδέας, που ήθελε τη στροφή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού στο λαό, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα που τον χώριζε από τους λογίους, καθώς και η αντίθεσή του προς το λαογραφικό-ηθογραφικό λαϊκισμό που, από ένα σημείο και ύστερα, αποσκοπούσε στην «ιδεολογική καθυπόταξη του λαού στο άρμα των εθνικών επιδιώξεων της Μεγάλης Ιδέας».
Κατά το συγγραφέα, σημαντικό ρόλο στην εθνικοποίηση του Σολωμού διαδραμάτισε και η γλώσσα του, η οποία, όπως είναι φυσικό, ικανοποιούσε απολύτως το αίτημα για δημιουργία και επικράτηση μιας γλώσσας εθνικής, πρόσφορης για την καλλιέργεια μιας εθνικής ποίησης· αίτημα που, βέβαια, προϋπήρχε, πολύ πριν συγκεκριμενοποιηθεί και επισημοποιηθεί από τον Ψυχάρη, για τον οποίο «εθνική φιλολογία / λογοτεχνία και εθνική γλώσσα συναποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο, με κοινό στόχο την κρατική προέκταση του έθνους». Η γλώσσα, λοιπόν, συνέβαλλε στην εθνικοποίηση του Σολωμού, αλλά και η μετρική του, από τη στιγμή που είχε ιδεολογικοποιηθεί και εθνικοποιηθεί και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, παρ' ότι, τόσο η μετρική όσο και η γλώσσα του (όπως και του Κάλβου εξάλλου) είχαν, εμπαθώς, αμφισβητηθεί από τους Σούτσους και τον Ραγκαβή. Αλλά και η Εκκλησία δεν υπήρξε αμέτοχη στην υπόθεση της εθνικοποίησης του ποιητή· συνέπραξε κι αυτή, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, αμέσως μετά το θάνατό του (1857), στην πρόθεσή της να συζεύξει τη νεοελληνική εθνική και πατριωτική ποίηση με τη θρησκεία.
Ο Γιώργος Βελουδής παρακολουθεί όλη την πορεία της εθνικοποίησης του Σολωμού, από την πρώιμη μύηση και ανακήρυξή του σε εθνικό ποιητή, από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Γεώργιο Ψύλλα, ώς την οριστική, επίσημη ενθρόνισή του στο βάθρο του «εθνικού ποιητή» από τον Ιωάννη Πολυλά και την καθιέρωσή του, ως τέτοιου, στη συνείδηση των Νεοελλήνων. Και το κάνει αυτό επιχειρώντας, όπως το επιβάλλουν οι περιστάσεις, μία πολιτική ανάγνωση του σολωμικού έργου και όλων όσα γράφτηκαν, ειπώθηκαν και έγιναν γύρω από το έργο και τη ζωή του μεγάλου Ζακύνθιου, καθοδηγημένος, όπως ειπώθηκε ήδη, από ένα αντικειμενικό κριτήριο: «την πρόσληψη του υπό εξέταση προσώπου και έργου, δηλαδή την αντοχή του μέσα στο χρόνο, την υποδοχή και την αποδοχή του από τους εκάστοτε νέους δέκτες και φορείς του». Με την, επιτυχώς πραγματοποιημένη και με αφηγηματικές αρετές εκπεφρασμένη, πρόθεσή του να καταδείξει ότι η δίκαιη αναγνώριση του Σολωμού ως του πρώτου και μόνου «γνήσιου» εθνικού ποιητή, το θάμβος που περιέβαλε το έργο και τη ζωή του εμπόδισε, πολλές φορές, την αναγνώριση της ύψιστης αισθητικής αξίας της ποίησής του, ενώ, συχνότατα, την ενέπλεξε σε ανούσιες εθνικές ή εθνικιστικές εξάρσεις και ρητορείες.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/01/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις