0
Your Καλαθι
Paper again
Κείμενα στα «Νέα» 1992-1997
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο ήδη σημαντικό συγγραφικό έργο του Γιώργου Βέλτσου προστέθηκε πρόσφατα το βιβλίο Paper Again από τις εκδόσεις Πλέθρον. Το βιβλίο αποτελείται από διάφορα άρθρα των ετών 1992-97 τα οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» μαζί με ένα σύντομο φιλοσοφικό κείμενο και μια απάντηση σ' αυτό.
Τι θα μπορούσε να πει κανείς για το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου, εκτός από το ότι «μου άρεσε εμένα προσωπικά»; Ίσως αυτό το υποκειμενικό γούστο να έβλεπε ο ίδιος σαν τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση, αλλά αυτό δεν θεωρείται συνήθως βάση μιας έστω και περιορισμένης βιβλιοπαρουσίασης, με την «κοινώς παραδεκτή» έννοια. Εν ολίγοις, ο παρουσιαστής συνήθως καλείται να συνοψίσει σύντομα το κείμενο, να αναφέρει τους κύριους θεματικούς του άξονες και τις προβληματικές του και δευτερευόντως να το κρίνει όχι με βάση το προσωπικό του γούστο αλλά «αντικειμενικά». Ζητώ συγγνώμη λοιπόν, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν με τα κείμενα του Βέλτσου· εκτός του ότι θα ήταν προδοσία στις ίδιες του τις «προθέσεις» (εάν αυτές υπάρχουν, θα συμπλήρωνε ο ίδιος).
Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο έστω και να αναφέρουμε τα δεκάδες θέματα με τα οποία ασχολείται στα κείμενα αυτά γιατί απλούστατα δεν μπορούν να αθροισθούν, δεν προσποιούνται ότι έχουν μια «κεντρική ιδέα» και δεν θέλουν να μας διδάξουν τίποτα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η αποσπασματικότητα είναι τόσο η μοίρα του κάθε επιφυλλιδογράφου όσο και η επιλογή του συγκεκριμένου συγγραφέα: μικρά κείμενα, αποσπάσματα γραφής σαν θραύσματα αρχαίων αγγείων που τη μορφή τους πρέπει να την αναπλάσουμε εμείς, αφορισμοί και σκόρπιες σκέψεις, που δεν μπορούν να συστηματικοποιηθούν αλλά δυναμιτίζουν όλα όσα πιστεύουμε για τη συγκρότηση του λόγου. Ο ίδιος δεν μπορεί να μας δώσει τον λόγο ύπαρξής τους στον βαθμό που όλοι οι πιθανοί λόγοι (κριτική παρέμβαση, χρήματα, φήμη) είναι πάντα εκ των υστέρων δικαιολογήσεις· διαβάζοντας αυτά τα κείμενα θα μπορούσαμε ωστόσο να υποθέσουμε ότι ο Βέλτσος γράφει γιατί δεν μπορεί να μη γράψει, γιατί είναι «καταδικασμένος» στη γραφή, δηλαδή να υπάρχει μέσα και σαν κείμενο (υπο-κείμενο), το οποίο όμως αυτονομείται και συνεχίζει να υπάρχει έξω και πέρα από τις όποιες «προθέσεις» τού συγγραφέα του, πέρα και μετά από τον θάνατο του. Σαν κείμενο τελικά αφηγείται την ίδια του την ύπαρξη σ' αυτά τα κομμάτια που είναι στρωμένα με ψηφίδες αυτοβιογραφικές, με σημειώσεις και αναφορές, με σκέψεις, με ιδέες και με πρόσωπα, που όμως παραμένουν αποσπασματικά και δεν συντίθενται σε μια μεγάλη αφήγηση που είναι όμως πάντα και μια δικαιολόγηση όπως είναι το πρότυπο κάθε «αυτοβιογραφίας» (π.χ. οι Εξομολογήσεις του Ζ. Ζ. Ρουσό).
Μπορεί λοιπόν να μιλήσει κανείς τη γλώσσα των κειμένων του Βέλτσου χωρίς να την καταδικάσει δογματικά εξαρχής αλλά και χωρίς να την αναπαράγει, χωρίς να χαθεί μέσα της, χωρίς να γίνει μέρος της «ανοικτότητας» που τη χαρακτηρίζει; Δύσκολο εγχείρημα. Αναφορές που διαρκώς πολλαπλασιάζονται, κείμενα που συνεχώς παραπέμπουν σε άλλα κείμενα, γλώσσα που διασπάται και επανασυντίθεται με διαφορετικούς συνεχώς τρόπους· κείμενα που δεν συστηματικοποιούνται αλλά που όταν τα διαβάσει κανείς περιέργως «βγάζουν νόημα» σαν πινελιές σε έναν πίνακα αφηρημένης ζωγραφικής.
Τα γραπτά του Βέλτσου δεν κατηγοριοποιούνται εύκολα, δουλεύουν στους αδύνατους χώρους, στις χαραμάδες και στα μεσοδιαστήματα μεταξύ λογοτεχνίας, κοινωνικής θεωρίας, ποίησης, φιλοσοφίας, πολιτικού σχολίου, θεατρικού λόγου, διεκδικώντας όμως την αλληλοεπικάλυψη και τη διαρκή μόλυνση της «καθαρότητας» όλων αυτών των ιδιωμάτων. Ο Βέλτσος υποσκάπτει συνεχώς τις ίδιες τις προϋποθέσεις (τον τόπο) του λόγου του, δυναμιτίζει τον ναρκισσισμό κάθε συγγραφικής προσπάθειας, γελάει με τη σοβαροφάνεια των εκπροσώπων «της κουλτούρας και του πολιτισμού» (στους οποίους δεν αγνοεί ότι ανήκει και ο ίδιος), ρισκάρει να πει το ανείπωτο ενάντια στην ίδια του τη «λογική».
Μπορεί ίσως να επισημάνει κανείς τις «εμμονές» του σε κάποιους συγγραφείς (Νίτσε, Ντεριντά, Καντ, Μπλανσό κ.ά.), σε κάποια ιδιώματα (θεατρικός, φιλοσοφικός, ποιητικός λόγος), σε κάποιες θεματικές (καθημερινότητα, κουλτούρα, πανεπιστήμιο κ.ά.) αλλά με την έννοια μιας απλής καταγραφής και όχι μιας σύνθεσης και μιας καθήλωσης των θεμάτων του βιβλίου. Αυτή την αδύνατη σύνθεση προσπάθησε γενναία να κάνει η Βούλα Τσινόρεμα στο κείμενο που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου σαν απάντηση στη «φιλοσοφική» παρέμβαση του Βέλτσου, να καταδείξει δηλαδή τις φιλοσοφικές αναφορές της σκέψης του. Και παρά την καλή της προσπάθεια δεν το καταφέρνει πραγματικά γιατί ο Βέλτσος, έτσι όπως εμφανίζεται στα γραπτά του, είναι πάντοτε περισσότερο ή λιγότερο φιλόσοφος (με την παραδοσιακή έννοια του όρου) από τον Νίτσε, τον Ντεριντά ή τον Χάιντεγκερ· είναι το ίδιο το νόημα που γλιστράει συνεχώς σαν το χέλι και δεν καθηλώνεται ποτέ παρά μόνο τη στιγμή που αυτό εξαλείφεται: την α-νόητη στιγμή του θανάτου (άλλη μια εμμονή μέσα στα κείμενα αυτά).
Να λοιπόν τελικά που για να μιλήσουμε για τα κείμενα του Βέλτσου μπλεκόμαστε πάλι στα δίχτυα του ιδιώματός του, του οποίου όμως η αυτο-αναφορικότητα χαρακτηρίζει την ίδια τη γλώσσα εν γένει, τη γλώσσα σαν παγίδα του νοήματος. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το πώς κρίνει κανείς το «δημόσιο πρόσωπο» που ονομάζεται «Γιώργος Βέλτσος» (ο οποίος θέτει ακριβώς το αδύνατο ερώτημα του κρίνειν), τα κείμενά του μιλάνε για όποιον είναι τουλάχιστον καλόπιστος ώστε να τα διαβάσει για όλα όσα του καταλογίζουν. Μέσα σ' αυτά στοχάζεται και επάνω στην έννοια του «δημόσιου προσώπου» (και των δύο επιμέρους συνθετικών της έκφρασης) αλλά και στις «δημοκρατικές» απαιτήσεις του τύπου «τι θέλεις να πραγματικά πεις, γιατί δεν τα κάνεις πιο κατανοητά, τι εγγυάται την άποψή σου, τι μπορείς να μας διδάξεις», απαιτήσεις που εν πολλοίς εκφράζουν τον ρόλο του σύγχρονου διανοούμενου.
Εδώ η διπλή κίνηση (η κίνηση της μοναξιάς του την οποία τόσο καλά περιφρουρεί) είναι ότι, ενώ αναγκαστικά συνεχίζει να παίζει (και να παίζει με ενδιαφέρον) το αδύνατο παιχνίδι της παιδαγωγικής (σαν καθηγητής, σαν παρουσιαστής, σαν επιφυλλιδογράφος), από την άλλη μεριά δεν κάνει καμιά «παιδαγωγική» παραχώρηση και αυτό χωρίς κάποια έννοια ελιτισμού σε όσους απαιτούν κείμενα εύκολα, εύπεπτα και διδακτικά, σε όσους τον καταδικάζουν χωρίς να κάνουν τον κόπο να τον διαβάσουν και όσους βολεύονται στην «παραδεδεγμένη» σοφία των ΜΜΕ. Αυτό που διαφαίνεται μέσα στα κείμενα αυτά, οτιδήποτε άλλο και αν τους καταλογίσει κανείς, είναι μια γραφή που δεν εφησυχάζει ποτέ και δεν καθηλώνεται εύκολα, που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αναζήτηση, που αυτο-υπονομεύει τις ίδιες της τις προϋποθέσεις και τον ναρκισσισμό της, που ψηλαφεί το παρά-δοξο πέρα από τη σιγουριά του «κοινώς παραδεκτού» και της «κοινής λογικής». Στο βιβλίο του Paper Again ο Γιώργος Βέλτσος προσπαθεί για μία ακόμη φορά να ψελλίσει, να συλλαβίσει έναν άλλο λόγο, ένα λόγο ευθύνης που τελικά δεν τον εγγυάται τίποτε άλλο (συνεπώς είναι μια απορία και ένα ρίσκο) από την ξεχασμένη αλλά θεμελιώδη ηδονή της γραφής αλλά και της ανάγνωσης, για αυτούς που τον διαβάζουν.
Ηρακλής Μαυρίδης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-07-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις