0
Your Καλαθι
Το μυθιστόρημα των τεσσάρων
Περιγραφή
Την άνοιξη του 1958 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσίευσε σε συνέχειες, με τεράστια επιτυχία, αυτό που ονομάστηκε «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων». Με πρωτοβουλία του Γιάννη Μαρή, παλιού συνεργάτη της «Ακροπόλεως», τέσσερεις από τους γνωστότερους συγγραφείς της γενιάς του '30, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης και ο Ηλίας Βενέζης, πείστηκαν, ύστερα από πολλές αμφιβολίες, να λάβουν μέρος σ' ένα πείραμα εντελώς πρωτότυπο. Δέχτηκαν, δηλαδή, να γράψουν μαζί, αλλά εκ περιτροπής, ένα μυθιστόρημα, χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά συνεννόηση μεταξύ τους, ή να έχει συμφωνηθεί κάποιος σκελετός. . . Η σειρά με την οποία θα έγραφαν αποφασίστηκε με κλήρωση. Άρχισε ο Μυριβήλης, που κάλυψε την πρώτη εβδομάδα, συνέχισε ο Καραγάτσης, κι ακολούθησαν, ανά εβδομάδα, ο Τερζάκης και ο Βενέζης. Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε για τέσσερεις ακόμα εβδομάδες, ώσπου να ολοκληρωθεί το μυθιστόρημα με τον Βενέζη (2 Μαρτίου - 26 Απριλίου). Ακολούθησε πανελλήνιος διαγωνισμός για τον «οριστικό» τίτλο του μυθιστορήματος, που θα διάλεγαν ανάμεσα στους προτεινόμενους οι συγγραφείς (στο διαγωνισμό συμμετείχαν 4.208! αναγνώστες). Διαβάζοντας σήμερα «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις ιδιότυπες αυτές συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε και παρουσιάστηκε. Οι συνθήκες αυτές εξηγούν την όλη δομή του, τον αποσπασματικό του χαρακτήρα· εξηγούν όμως επίσης και το κέφι που το διαπνέει, την επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων - όχι τόσο, υποψιάζεται κανείς, για να κινηθεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όσο κυρίως για να δούμε πώς θα ξεμπλέξει από τις κακοτοπιές ο φίλος συγγραφέας που ακολουθεί. Με το πνεύμα αυτό, του παιχνιδιού και του πειραματισμού, θα `πρεπε ίσως να πλησιάσουμε κι εμείς το «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων».
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1958 στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ακρόπολις», μαζί με τις τεμαχισμένες φωτογραφίες τεσσάρων ανδρών που συνοδεύονταν από ένα ερωτηματικό για την ταυτότητά τους, εμφανίστηκε το εξής κείμενο: «Τέσσαρες Ελληνες, κορυφαίοι εις το είδος των, θα δώσουν από των στηλών της "Ακροπόλεως" κάτι που θα αφήσει εποχήν Από την Κυριακήν 2 Μαρτίου». Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν ολόκληρες αποκαλύπτοντας τα πρόσωπα τεσσάρων γνωστότατων συγγραφέων ενώ το συνοδευτικό κείμενο διασαφήνιζε το εγχείρημα: «Καθένας από τους τέσσαρες συγγραφείς θα γράφη επί μίαν εβδομάδα "Το μυθιστόρημα των 4" και θα αφήνη να συνεχίζη ο επόμενος. Αλλά μεταξύ των συγγραφέων δεν θα υπάρχη προσυνεννόησις διά την πλοκήν του έργου. Ο καθένας θα το σταματά και θα το συνεχίζη κατά την κρίσιν και την φαντασίαν του. Είνε, λοιπόν, πραγματική λογοτεχνική σκυταλοδρομία».
Ύστερα από κλήρωση, πρώτος πήρε τη σκυτάλη ο Στράτης Μυριβήλης, ο οποίος την Κυριακή 2 Μαρτίου δημοσίευσε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που το συνέχισαν οι Μ. Καραγάτσης και Αγγελος Τερζάκης και το ολοκλήρωσε στις 26 Απριλίου ο Ηλίας Βενέζης. Η ιδέα του λογοτεχνικού εκείνου εγχειρήματος ανήκε στον Γιάννη Μαρή: αυτός επέλεξε τους τέσσερις συγγραφείς της λεγόμενης γενιάς του '30 αγνοούμε με ποια κριτήρια και αν η πρόταση έγινε και σε άλλους ομοτέχνους τους και αυτός τους έπεισε να δεχθούν. Στον πρόλογο του βιβλίου, γραμμένο από τον εκδότη του, διαβάζουμε ότι οι συγκεκριμένοι συγγραφείς «πείστηκαν ύστερα από πολλές αμφιβολίες» να λάβουν μέρος στο πείραμα, επομένως είχαν εκφράσει ενδοιασμούς για τη σκοπιμότητα ή την επιτυχία του. Το τελικό αποτέλεσμα, πάντως, ήταν αρκούντως ικανοποιητικό, δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιείχε όλα εκείνα τα συστατικά που ο Μαρής θεωρούσε απαραίτητο να συνυπάρχουν στις δικές του αστυνομικές ιστορίες: μυστήριο, δράση, αγωνία, έρωτας, εγκλήματα και έρευνες για την εξιχνίασή τους, αναδρομές στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην περίοδο της Κατοχής, όταν ετίθεντο αντιμέτωποι ήρωες και προδότες.
Η ιστορία αρχίζει το 1920 στην Αίγινα, σε έναν ανεμόμυλο, και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1953, στον ίδιο ανεμόμυλο. Κύριος όμως χώρος δράσης των ηρώων της είναι η Αθήνα, όπου ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο οι κάτοικοι προσπαθούν να επουλώσουν τις παντοειδείς πληγές τους. Μολονότι οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν, οι λεπτομέρειες για τα ήθη και τις ασχολίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής αφθονούν. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι έβλεπαν ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες με την Αννα Μανιάνι, ότι στα νησιά του Αργοσαρωνικού κατέφθαναν ομάδες τουριστών, ότι οι κοσμικοί σύχναζαν στα μπαράκια της πλατείας Συντάγματος πίνοντας ουίσκι μαζί με τους αμερικανούς δημοσιογράφους η αμερικανική παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν φανερή και απροκάλυπτη.
Στην Αίγινα, παλιά πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, με απομεινάρια παλιάς δόξας και κτίσματα ιστορικού ενδιαφέροντος τα αρχοντικά του Τρικούπη, του Καποδίστρια, των Βουλγαραίων, των Ζαΐμηδων, ο Αντρέας Μανιάτης, ιδιοκτήτης μύλου και σαπουνάδικου, συλλαμβάνει τη νεαρή σύζυγό του σε ερωτικές περιπτύξεις με τον ανιψιό του. Η τιμωρία που επιβάλλει στους μοιχούς είναι τρομερή: ο ανιψιός ρίχνεται στο καζάνι με το σαπούνι και η γυναίκα δένεται γυμνή στη φτερωτή του ανεμόμυλου. Ο απατημένος σύζυγος εξαφανίζεται για πάντα ενώ η μοιχαλίδα σε κατάσταση παράκρουσης πλέον γίνεται σκεύος ηδονής των σεξουαλικά πεινασμένων αντρών της περιοχής. Καρπός του τυχαίου σμιξίματός της με ένα χωρικό είναι ένα κοριτσάκι, το οποίο μετά τον θάνατο της μητέρας του υιοθετείται από μια κυρία της καλής κοινωνίας. Όταν η κοπέλα μεγαλώνει, στέλνεται για σπουδές μουσικής και χορού στη Γερμανία, επιστρέφοντας δε στην Αθήνα αρχίζει επιτυχημένη καριέρα στο κρατικό λυρικό θέατρο ως Νενέλα. Στη διάρκεια της Κατοχής γίνεται μέλος παράνομης οργάνωσης αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των φυλακισμένων πατριωτών και τη διενέργεια εράνων για τους αντάρτες του Ζέρβα.
Η γνωριμία της Νενέλας με τον Αμεντέο Μαντσίνι, λοχαγό του δικαστικού τμήματος της ιταλικής διοίκησης, γιο Ελληνίδας και ιταλού σταφιδέμπορου της Πάτρας, αλλάζει δραματικά τη ζωή της. Ο Μαντσίνι, που της δίνει πληροφορίες για καταδιωκόμενους Ελληνες της Αντίστασης, την ενημερώνει για την επικείμενη σύλληψη του ίλαρχου Μυλωνάκου, ήρωα του αλβανικού πολέμου και ηγέτη παράνομης οργάνωσης, αλλά, παρά τα ληφθέντα μέτρα, ο ίλαρχος συλλαμβάνεται, με αποτέλεσμα ο διχασμένος αξιωματικός ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη του για την Ελλάδα και στο χρέος του έναντι της Ιταλίας να σταλεί στο μέτωπο της Λιβύης.
Τα ερωτήματα για τον αναγνώστη αναδύονται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, διατυπωμένα από τον Μ. Καραγάτση, συγγραφέα ανάμεσα στα άλλα του αστυνομικής υφής μυθιστορήματος «Ο κίτρινος φάκελος». Ποιος κατέδωσε τον ίλαρχο Μυλωνάκο; Ποιος έστειλε το ανώνυμο γράμμα-καταγγελία για τον λοχαγό Μαντσίνι; Ποιος γνώριζε τα απόρρητα στοιχεία ενός χαρτοφύλακα που αφορούν τη σχέση του Μυλωνάκου με τον Μαντσίνι;
Η Νενέλα, βλέποντας ότι την υποπτεύονται ως ένοχη προδοσίας και ότι την κυκλώνει ένας παράξενος κόσμος με κρυμμένα μυστικά, επιχειρεί να εξιχνιάσει τα αινίγματα και ταυτόχρονα να διαλευκάνει το σκοτεινό της παρελθόν, το οποίο συνδέεται με την Αίγινα. Επιστρέφοντας στο νησί των γονιών της για να ανακαλύψει τις ρίζες της, συνειδητοποιεί τους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους με την Ιστορία, η οποία μπολιασμένη συχνά με τη φαντασία θυμίζει πολλές φορές παραμύθι, αλλά τα μυστήρια εξιχνιάζονται από δύο αστυνομικούς συντάκτες καθ' ύλην αρμοδιότερους.
Το συλλογικό αυτό μυθιστόρημα έδωσε στους τέσσερις συγγραφείς όλοι ήταν ενταγμένοι στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο και είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές δραστηριότητες την περίοδο της Κατοχής τη δυνατότητα να εκφράσουν διάφορες σκέψεις τους σχετικές με εθνικά και κοινωνικά θέματα. Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) μιλάει για τους προδότες: «Ναι, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρχαν μερικοί προδότες, το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους όμως ήταν υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον». Λέει ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) για τους προλετάριους: «Η ζωή στο λιμάνι, τόσο πρωί, έπαιρνε με τούτο το πλήθος που φώναζε το σκληρό της νόημα, το πρώτο. Ο αγώνας για το ψωμί, τον άρτον τον επιούσιον, ήταν πάνω απ' όλα θεότητα που επόπτευε την κίνηση των ανθρώπων». Σημειώνει ο Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) για τις φιλόδοξες νεαρές: «Ο κινηματογράφος τής είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα...». Τέλος, ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) διατυπώνει την εξής άποψη για τις εθνοκτόνες συγκρούσεις: «Ο πόλεμος είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης».
Η επιτυχία του εγχειρήματος 4.208 αναγνώστες πήραν μέρος στον διαγωνισμό για τον τίτλο του μυθιστορήματος, το πρώτο βραβείο δόθηκε στο «Μανιάτικο αίμα» ενθουσίασε τους εμπνευστές του. Έτσι η «Ακρόπολις» προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός παρόμοιου μυθιστορήματος το διαφήμιζε επί μέρες ως το «Μυθιστόρημα των 90 ημερών» γραμμένου από 30 κορυφαίους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1987, το περιοδικό «Το τέταρτο» δημοσίευσε σε συνέχειες την «Αθέατη όψη», μια ιστορία γραμμένη εκ περιτροπής από έξι συγγραφείς: Δ. Νόλλας, Φ. Δρακονταειδής, Α. Κοτζιάς, Χ. Μηλιώνης, Γ. Γιατρομανωλάκης, Τ. Καζαντζής. Παρά το θετικό του πράγματος, το μυθιστόρημα δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί σε βιβλίο. Έκτοτε το εγχείρημα δεν επαναλήφθηκε ώσπου φθάσαμε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων», μυθιστόρημα των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη, Π. Τατσόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» τον εφετεινό Φεβρουάριο. Η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο ομότιτλο βιβλίο, το εκδοθέν από τον Καστανιώτη, θα προδιαθέσει ασφαλώς κάποιους συγγραφείς για παρόμοια μελλοντικά εγχειρήματα.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 1958 στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Ακρόπολις», μαζί με τις τεμαχισμένες φωτογραφίες τεσσάρων ανδρών που συνοδεύονταν από ένα ερωτηματικό για την ταυτότητά τους, εμφανίστηκε το εξής κείμενο: «Τέσσαρες Ελληνες, κορυφαίοι εις το είδος των, θα δώσουν από των στηλών της "Ακροπόλεως" κάτι που θα αφήσει εποχήν Από την Κυριακήν 2 Μαρτίου». Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν ολόκληρες αποκαλύπτοντας τα πρόσωπα τεσσάρων γνωστότατων συγγραφέων ενώ το συνοδευτικό κείμενο διασαφήνιζε το εγχείρημα: «Καθένας από τους τέσσαρες συγγραφείς θα γράφη επί μίαν εβδομάδα "Το μυθιστόρημα των 4" και θα αφήνη να συνεχίζη ο επόμενος. Αλλά μεταξύ των συγγραφέων δεν θα υπάρχη προσυνεννόησις διά την πλοκήν του έργου. Ο καθένας θα το σταματά και θα το συνεχίζη κατά την κρίσιν και την φαντασίαν του. Είνε, λοιπόν, πραγματική λογοτεχνική σκυταλοδρομία».
Ύστερα από κλήρωση, πρώτος πήρε τη σκυτάλη ο Στράτης Μυριβήλης, ο οποίος την Κυριακή 2 Μαρτίου δημοσίευσε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, που το συνέχισαν οι Μ. Καραγάτσης και Αγγελος Τερζάκης και το ολοκλήρωσε στις 26 Απριλίου ο Ηλίας Βενέζης. Η ιδέα του λογοτεχνικού εκείνου εγχειρήματος ανήκε στον Γιάννη Μαρή: αυτός επέλεξε τους τέσσερις συγγραφείς της λεγόμενης γενιάς του '30 αγνοούμε με ποια κριτήρια και αν η πρόταση έγινε και σε άλλους ομοτέχνους τους και αυτός τους έπεισε να δεχθούν. Στον πρόλογο του βιβλίου, γραμμένο από τον εκδότη του, διαβάζουμε ότι οι συγκεκριμένοι συγγραφείς «πείστηκαν ύστερα από πολλές αμφιβολίες» να λάβουν μέρος στο πείραμα, επομένως είχαν εκφράσει ενδοιασμούς για τη σκοπιμότητα ή την επιτυχία του. Το τελικό αποτέλεσμα, πάντως, ήταν αρκούντως ικανοποιητικό, δεδομένου ότι το μυθιστόρημα περιείχε όλα εκείνα τα συστατικά που ο Μαρής θεωρούσε απαραίτητο να συνυπάρχουν στις δικές του αστυνομικές ιστορίες: μυστήριο, δράση, αγωνία, έρωτας, εγκλήματα και έρευνες για την εξιχνίασή τους, αναδρομές στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην περίοδο της Κατοχής, όταν ετίθεντο αντιμέτωποι ήρωες και προδότες.
Η ιστορία αρχίζει το 1920 στην Αίγινα, σε έναν ανεμόμυλο, και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1953, στον ίδιο ανεμόμυλο. Κύριος όμως χώρος δράσης των ηρώων της είναι η Αθήνα, όπου ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο οι κάτοικοι προσπαθούν να επουλώσουν τις παντοειδείς πληγές τους. Μολονότι οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν, οι λεπτομέρειες για τα ήθη και τις ασχολίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής αφθονούν. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι έβλεπαν ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες με την Αννα Μανιάνι, ότι στα νησιά του Αργοσαρωνικού κατέφθαναν ομάδες τουριστών, ότι οι κοσμικοί σύχναζαν στα μπαράκια της πλατείας Συντάγματος πίνοντας ουίσκι μαζί με τους αμερικανούς δημοσιογράφους η αμερικανική παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας ήταν φανερή και απροκάλυπτη.
Στην Αίγινα, παλιά πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, με απομεινάρια παλιάς δόξας και κτίσματα ιστορικού ενδιαφέροντος τα αρχοντικά του Τρικούπη, του Καποδίστρια, των Βουλγαραίων, των Ζαΐμηδων, ο Αντρέας Μανιάτης, ιδιοκτήτης μύλου και σαπουνάδικου, συλλαμβάνει τη νεαρή σύζυγό του σε ερωτικές περιπτύξεις με τον ανιψιό του. Η τιμωρία που επιβάλλει στους μοιχούς είναι τρομερή: ο ανιψιός ρίχνεται στο καζάνι με το σαπούνι και η γυναίκα δένεται γυμνή στη φτερωτή του ανεμόμυλου. Ο απατημένος σύζυγος εξαφανίζεται για πάντα ενώ η μοιχαλίδα σε κατάσταση παράκρουσης πλέον γίνεται σκεύος ηδονής των σεξουαλικά πεινασμένων αντρών της περιοχής. Καρπός του τυχαίου σμιξίματός της με ένα χωρικό είναι ένα κοριτσάκι, το οποίο μετά τον θάνατο της μητέρας του υιοθετείται από μια κυρία της καλής κοινωνίας. Όταν η κοπέλα μεγαλώνει, στέλνεται για σπουδές μουσικής και χορού στη Γερμανία, επιστρέφοντας δε στην Αθήνα αρχίζει επιτυχημένη καριέρα στο κρατικό λυρικό θέατρο ως Νενέλα. Στη διάρκεια της Κατοχής γίνεται μέλος παράνομης οργάνωσης αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των φυλακισμένων πατριωτών και τη διενέργεια εράνων για τους αντάρτες του Ζέρβα.
Η γνωριμία της Νενέλας με τον Αμεντέο Μαντσίνι, λοχαγό του δικαστικού τμήματος της ιταλικής διοίκησης, γιο Ελληνίδας και ιταλού σταφιδέμπορου της Πάτρας, αλλάζει δραματικά τη ζωή της. Ο Μαντσίνι, που της δίνει πληροφορίες για καταδιωκόμενους Ελληνες της Αντίστασης, την ενημερώνει για την επικείμενη σύλληψη του ίλαρχου Μυλωνάκου, ήρωα του αλβανικού πολέμου και ηγέτη παράνομης οργάνωσης, αλλά, παρά τα ληφθέντα μέτρα, ο ίλαρχος συλλαμβάνεται, με αποτέλεσμα ο διχασμένος αξιωματικός ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη του για την Ελλάδα και στο χρέος του έναντι της Ιταλίας να σταλεί στο μέτωπο της Λιβύης.
Τα ερωτήματα για τον αναγνώστη αναδύονται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, διατυπωμένα από τον Μ. Καραγάτση, συγγραφέα ανάμεσα στα άλλα του αστυνομικής υφής μυθιστορήματος «Ο κίτρινος φάκελος». Ποιος κατέδωσε τον ίλαρχο Μυλωνάκο; Ποιος έστειλε το ανώνυμο γράμμα-καταγγελία για τον λοχαγό Μαντσίνι; Ποιος γνώριζε τα απόρρητα στοιχεία ενός χαρτοφύλακα που αφορούν τη σχέση του Μυλωνάκου με τον Μαντσίνι;
Η Νενέλα, βλέποντας ότι την υποπτεύονται ως ένοχη προδοσίας και ότι την κυκλώνει ένας παράξενος κόσμος με κρυμμένα μυστικά, επιχειρεί να εξιχνιάσει τα αινίγματα και ταυτόχρονα να διαλευκάνει το σκοτεινό της παρελθόν, το οποίο συνδέεται με την Αίγινα. Επιστρέφοντας στο νησί των γονιών της για να ανακαλύψει τις ρίζες της, συνειδητοποιεί τους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους με την Ιστορία, η οποία μπολιασμένη συχνά με τη φαντασία θυμίζει πολλές φορές παραμύθι, αλλά τα μυστήρια εξιχνιάζονται από δύο αστυνομικούς συντάκτες καθ' ύλην αρμοδιότερους.
Το συλλογικό αυτό μυθιστόρημα έδωσε στους τέσσερις συγγραφείς όλοι ήταν ενταγμένοι στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο και είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές δραστηριότητες την περίοδο της Κατοχής τη δυνατότητα να εκφράσουν διάφορες σκέψεις τους σχετικές με εθνικά και κοινωνικά θέματα. Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) μιλάει για τους προδότες: «Ναι, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρχαν μερικοί προδότες, το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους όμως ήταν υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον». Λέει ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) για τους προλετάριους: «Η ζωή στο λιμάνι, τόσο πρωί, έπαιρνε με τούτο το πλήθος που φώναζε το σκληρό της νόημα, το πρώτο. Ο αγώνας για το ψωμί, τον άρτον τον επιούσιον, ήταν πάνω απ' όλα θεότητα που επόπτευε την κίνηση των ανθρώπων». Σημειώνει ο Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) για τις φιλόδοξες νεαρές: «Ο κινηματογράφος τής είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα...». Τέλος, ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) διατυπώνει την εξής άποψη για τις εθνοκτόνες συγκρούσεις: «Ο πόλεμος είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης».
Η επιτυχία του εγχειρήματος 4.208 αναγνώστες πήραν μέρος στον διαγωνισμό για τον τίτλο του μυθιστορήματος, το πρώτο βραβείο δόθηκε στο «Μανιάτικο αίμα» ενθουσίασε τους εμπνευστές του. Έτσι η «Ακρόπολις» προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός παρόμοιου μυθιστορήματος το διαφήμιζε επί μέρες ως το «Μυθιστόρημα των 90 ημερών» γραμμένου από 30 κορυφαίους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1987, το περιοδικό «Το τέταρτο» δημοσίευσε σε συνέχειες την «Αθέατη όψη», μια ιστορία γραμμένη εκ περιτροπής από έξι συγγραφείς: Δ. Νόλλας, Φ. Δρακονταειδής, Α. Κοτζιάς, Χ. Μηλιώνης, Γ. Γιατρομανωλάκης, Τ. Καζαντζής. Παρά το θετικό του πράγματος, το μυθιστόρημα δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί σε βιβλίο. Έκτοτε το εγχείρημα δεν επαναλήφθηκε ώσπου φθάσαμε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων», μυθιστόρημα των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη, Π. Τατσόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» τον εφετεινό Φεβρουάριο. Η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο ομότιτλο βιβλίο, το εκδοθέν από τον Καστανιώτη, θα προδιαθέσει ασφαλώς κάποιους συγγραφείς για παρόμοια μελλοντικά εγχειρήματα.
Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17-05-1998
Κριτικές
17/12/2020, 11:08
15/07/2020, 14:18