0
Your Καλαθι
Φλεγόμενη πεταλούδα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
67%
67%
Περιγραφή
Σε μια αφρικάνικη πόλη, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η Φεφελάφι, μια νεαρή γυναίκα, γεμάτη ζωντάνια, η οποία διακατέχεται από μια μυστική αίσθηση ελευθερίας και ανεξαρτησίας, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Φουμπάθα, έναν άντρα μεγαλύτερό της. Παρά την αγάπη που τρέφει για κείνον, θέλει να ζήσει και άλλες ζωές, να μεταμορφωθεί, ξεπερνώντας τους κοινωνικούς φραγμούς, δεν της αρκεί η σχέση αυτή. Παρασυρμένη από τη δύναμη της νιότης της, νομίζει πως ελέγχει το κορμί αλλά και το πεπρωμένο της, θα παγιδευτεί όμως στο στενό περιβάλλον της μικρής αφρικανικής πόλης.
Μια αφήγηση που μεταφέρει στον αναγνώστη με ποιητικό τρόπο τις αντιξοότητες κάτω από τις οποίες ζει η ηρωίδα και παράλληλα την ελπίδα της για μια διαφορετική ζωή, τους πόθους και τα πάθη της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Ιβόν Βέρα, η οποία για πρώτη φορά μεταφράζεται στη γλώσσα μας, είναι μία από τις σημαντικότερες φωνές της Αφρικής. Γεννημένη στη Ζιμπάμπουε το 1964, ξεχώρισε από το πρώτο της μυθιστόρημα, «Nehanda» (1993), ενώ με τα επόμενα τέσσερα μυθιστορήματα που ακολούθησαν, η φήμη της εδραιώθηκε. Ο θάνατός της τον περασμένο Απρίλιο αποστέρησε την αφρικανική αλλά και την παγκόσμια λογοτεχνία από μια φωνή η οποία με έναν ιδιότυπο τρόπο συνδυάζει στα γεμάτα συμβολισμούς έργα της την υπαινικτικά ποιητική γραφή με την περιγραφή του εξωτερικού τοπίου, τα καίρια πολιτικά θέματα με τα αιτήματα των γυναικών, όλα δοσμένα με πυκνότητα και δύναμη. Από τις πρώτες σελίδες της «Φλεγόμενης πεταλούδας» ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως εισέρχεται σε έναν συγγραφικό κόσμο του οποίου η ανάγνωση δεν είναι μια συνηθισμένη εμπειρία: στον κόσμο της Βέρα τίποτε δεν τοποθετείται τυχαία. Η περιγραφή του τοπίου δίνεται για να μιλήσει και για το αίμα που έχει χυθεί, ο ήχος ενός τρένου και ο ρυθμός του αποδίδονται για να περιγράψουν αυτούς που ανέλπιστα περιμένουν στους σταθμούς, και μια ερωτική σκηνή ζωντανεύει για να υπαινιχτεί τη ματαιότητα αλλά και τη σημασία -παρά τη γνώση της ματαιότητας- αυτής της συνάφειας.
Ηχοι, λέξεις, αναπάντεχες αισθητηριακές προσλήψεις ντύνουν τα ρυθμικά τραγούδια των σωμάτων -στην έξοχη μετάφραση του Πολέντα- και μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο χρωματιστό μεν, αλλά σκληρό. Τα χρώματα των χαντρών των γυναικών και το αίμα, ο ερωτικός σπασμός και ο επιθανάτιος ρόγχος, μαζί με τα γυναικεία πορτρέτα, που παρατάσσονται σε έναν «πίνακα» μεγαλειώδους ομορφιάς αλλά και σκληρότητας, μας μεταφέρουν την Αφρική τής συγγραφέα, η οποία δεν είναι απλώς μια ήπειρος αλλά και ένας τόπος δοκιμασίας των ανθρώπινων ορίων. Ολων των ορίων, αντοχής, επιθυμίας, ανοχής, αλλά και των ορίων της γλώσσας, μιας γλώσσας των οποίων οι λέξεις είναι «βέλη» ή -όταν αναφέρεται στα ερωτικά λόγια- είναι «διαμάντια, λόγια δαντελένια, βουτηγμένα σε άρωμα απαλό σαν γάλα, λόγια σμιλεμένα σαν πέτρα, λόγια με φτερά που άγγιζαν τον ουρανό».
Οπως πολλοί Αφρικανοί συγγραφείς, η γραφή της Βέρα ήταν σε εγρήγορση σε σχέση με τα δημόσια θέματα, πότε παρουσιάζοντας στα έργα της σημαντικές στιγμές της αντίστασης ενάντια στην αποικιοκρατία, πότε προβάλλοντας, σε κάθε ευκαιρία, την κουλτούρα της Ζιμπάμπουε, πότε σχολιάζοντας τη σύγκρουση των ηρώων της, οι οποίοι μαθημένοι στην αγροτική ζωή μεταναστεύουν στην πόλη και προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της.
Επιπλέον στα μυθιστορήματά της περιγράφονται η βία που ασκείται στο σώμα των γυναικών και ο αγώνας τους να προβάλλουν μέσα από τον έρωτα και ένα ακόμα μεγαλύτερο αίτημα που σχετίζεται με τον τρόπο που θέλουν οι ίδιες να ορίσουν τον εαυτό τους, παγιδευμένες σε ένα σύστημα αδιαπραγμάτευτου υλισμού.
Το τοπίο μοιάζει να δίνει μορφή στην εμπειρία, να εμπνέει τις ιδιαίτερες πράξεις και στάσεις ζωής και να παρεμβαίνει: η γη δεν είναι απλώς το φόντο, αλλά ένα μέσο που επηρεάζει τον άνθρωπο, παρέχει αγκάθια για να αντισταθεί, μα και χώμα, το υλικό της καλλιέργειας αλλά και της ταφής.
Βία και πατριαρχική καταπίεση
Στο μυθιστόρημά της «Φλεγόμενη πεταλούδα» διαφαίνεται η δέσμευσή της με την ιστορία του τόπου της. Ελλειπτικά και υπαινικτικά περιγράφεται η πατριαρχική καταπίεση, αλλά και ο βίαιος θάνατος δεκαεφτά αντρών σε μια εξέγερση, τον Απρίλιο του 1896, ένας εκ των οποίων είναι και ο πατέρας του αγέννητου ακόμα Φουμπάθα (κεντρικού ήρωα). Η Βέρα, χωρίς να καταφεύγει στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών βίας, επιτρέπει στα γεγονότα να αναδυθούν μέσα από τη μνήμη. Η αφήγηση διαπνέεται από λυρισμό ακόμα και στις περιγραφές του θανάτου και της βίας, ενώ η αναπαράσταση του πόνου, και ιδιαίτερα του σωματικού πόνου, αναδεικνύεται σε μια υπερβατική εμπειρία, μέσα από την οποία επιβάλλεται και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού.
Τη βία τα παιδιά δεν την προσέχουν γιατί βλέπουν «ουράνια τόξα, και είναι βέβαια για το δικό τους είδος επιβίωσης», σφίγγοντας τη γροθιά τους, «γιατί αν δεν τη σφίξουν, θα πέσουν σε άβυσσο άγνωστη», οι άντρες «δανείζονται τις φωνές των πουλιών και μιλούν με ήχους αβίαστους», οι δε γυναίκες, που είναι εξοικειωμένες με τον πόνο, ασκούν τη βία πάνω στο ίδιο τους το σαρκίο, γνωρίζοντας πως μέσα στον πόνο «ζυμώνονται οι μνήμες».
Στη «Φλεγόμενη πεταλούδα» η Φεφελάφι, μια νεαρή γυναίκα από το Μπουλαγουάγιο, μόνη στον κόσμο, καθώς η μητέρα της δολοφονήθηκε από έναν λευκό άντρα, συναντάει τον Φουμπάθα, έναν μεγαλύτερο άντρα, ο οποίος της προσφέρει τον απόλυτο έρωτα, της υπόσχεται να την αγαπάει και της παρέχει ασφάλεια, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, την ταραγμένη περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατικής κατοχής. Υστερα από σύντομο διάστημα, και παρά τον έρωτα που τρέφει η ίδια για τον άντρα της, αρχίζει να καλλιεργεί άλλα όνειρα για τον εαυτό της. Η Φεφελάφι είχε μέσα της κάτι «βουβό», αλλά όταν βρισκόταν κοντά του κρατούσε τις σκέψεις της κρυφές, γιατί «τη γέμιζε ελπίδα, μια ελπίδα που ξεπερνούσε τη μνήμη». Ο δε Φουμπάθα, πιστός και αφοσιωμένος, δεν είχε ιδέα πως μια μέρα η Φεφελάφι «θα πετούσε σαν πουλί με τα υπέροχα φτερά της. Θα ξεχείλιζε από μοναχική έκσταση που θα έφτανε από κάθε γωνιά του νου της».
Σύντομα τα όνειρα της Φεφελάφι, να γίνει μια μορφωμένη μαύρη γυναίκα και να σπουδάσει νοσοκόμα, θα συντριβούν από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αδημονώντας να προσφέρει στον εαυτό της μια άλλη ζωή, να διαχειριστεί η ίδια το μέλλον της και να ξεφύγει από την προκαθορισμένη μοίρα των γυναικών, παίρνει την επώδυνη απόφαση να τερματίσει η ίδια την εγκυμοσύνη της. Με αυτή τη χειρονομία δηλώνει την επιθυμία της να αποφασίζει η ίδια για τον εαυτό της. Η Φεφελάφι, μετά τον τερματισμό, βιώνει μια βαθιά υπαρξιακή απόγνωση, καθώς ο άντρας της την αποστρέφεται και πηγαίνει με μια συνομήλικη του γυναίκα, στην οποία εμπιστεύεται γεγονότα που δεν είχε ποτέ εκμυστηρευτεί στην ίδια.
Η ένταση του πόνου της Φεφελάφι, που «ήθελε τη δική της γέννηση», η ισοπέδωση των ονείρων της και οι συνέπειες που υφίσταται από την αμφισβήτηση του πατριαρχικού νόμου, την οδηγούν στην οριστική της συντριβή.
Γυναικεία πορτρέτα
Στο μυθιστόρημα συναντούμε, εκτός από τις αναπάντεχες περιγραφές της φύσης, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο προμηνύουν τα γεγονότα, και συνταρακτικές περιγραφές της θηλυκότητας. Ολες οι γυναίκες της Βέρα είναι αποφασιστικές και δεν δέχονται αγόγγυστα τη μοίρα τους: πολεμάνε. Η Ντελίγκουε φύλαγε «στα μάτια σκορπιούς», η Ζαντίλε φοράει μπλε βραχιόλια, βάφει τα χείλη μοβ και «σαν όλους τους ερημίτες, καταφεύγει στα χρώματα». Η Γκέντρουντ ήταν «μια καρδιά που χτυπούσε. Με χαρισματική περιφρόνηση στο βλέμμα» και η Φεφελάφι ήθελε «να αγαπήσει σωστά τον εαυτό της», όλες τους είναι γυναίκες που διεκδικούν κάτι παραπάνω από αυτό που τους παρέχεται.
Η Φεφελάφι δεν κατόρθωσε να πάρει την ευκαιρία και να ξεχωρίσει ως γυναίκα στην Αφρική του 1948. Η απόρριψη της αναπαραγωγικής της ικανότητας και η επιθυμία της για παραγωγή εαυτού θα την οδηγήσουν στο δικό της μοιραίο τέλος: Πεθαίνει αβαρής, μες στη δική της θύελλα, «σαν τη σπίθα μιας φλόγας».
Καθώς ήδη γνωρίζουμε το θάνατο της συγγραφέα, η ανάγνωση του μυθιστορήματος καθίσταται μια εμπειρία συγκλονιστική, γιατί υπάρχουν σελίδες που ακούγονται σχεδόν προφητικές: «Γνωρίζοντας πως, ανεξάρτητα το πότε και το πώς, τελικά θα αναδυθεί και θα φτάσει στο δικό της τραγούδι».
Η Βέρα έφυγε αλλά τα βιβλία της είναι εδώ, μια παρακαταθήκη για όποιον θέλει να ταξιδέψει στον πολύχρωμο αφρικανικό της κόσμο, έναν κόσμο μελαγχολικό αλλά και ευεπίφορο στο μεταφυσικό στοχασμό: «Κουβαλάμε τα άστρα μέσα στα μάτια μας, γι' αυτό είμαστε μόνοι. Δεν έχουμε ακόμη γεννηθεί. Κάποιοι από μας δεν θα γεννηθούν ποτέ. Να γεννιέσαι σημαίνει ευκαιρία και τύχη καλή, να επιβιώνεις ώς αύριο...». Αυτού του είδους την επιβίωση η συγγραφέας την έχει ήδη κατακτήσει μέσω της γραφής της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/04/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις