0
Your Καλαθι
Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα
Περιγραφή
Τι είναι μια θρησκεία δίχως έναν και μοναδικό Θεό, δίχως Εκκλησία, δίχως κλήρο, δίχως δόγμα και «πιστεύω», δίχως υπόσχεση αθανασίας; Το να σκιαγραφείς την εικόνα της επίσημης θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων σημαίνει ότι, επιχειρώντας να απαντήσεις στο ερώτημα αυτό,προβληματίζεσαι πάνω στη φύση της πίστης σ' αυτό το είδος της συναλλαγής με το θείον, πάνω στις σχέσεις του πιστού με τους θεούς του, πάνω στην αυστηρά καθορισμένη θέση που κατέχει το άτομο στην όλη οργάνωση του ιερού. Το θρησκευτικό στοιχείο, καθώς εμπλέκεται στους θεσμούς της πόλεως, εμφανίζεται σταθερά προσανατολισμένο προς την επίγεια ζωή: στόχος του είναι να εγγυηθεί στους πολίτες μια καθαρά ανθρώπινη ύπαρξη στον κόσμο αυτό και όχι να τους διασφαλίσει τη σωτηρία τους στον άλλο κόσμο. Αυτό που η θρησκεία αφήνει εκτός του πεδίου της, και με το οποίο ασχολούνται περιθωριακά και αιρετικά κινήματα, θα το οικειποιηθεί η φιλοσοφία: την ανάπτυξη της έννοιας του υπερβατικού, τον στοχασμό πάνω στη φύση και το πεπρωμένο της ψυχής, την αναζήτηση μιας ένωσης του ανθρώπου με τον θεό μέσω του εξαγνισμού της ψυχής από καθετί που μέσα της είναι ξένο προς το θείον.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενας ποταμός σελίδων έχει γραφτεί, και αναμφίβολα θα συνεχίσει να γράφεται στο μέλλον, για την αρχαία ελληνική θρησκεία και -πολύ περισσότερο- τη μυθολογία. Οσο γοητευτικός κι αν μοιάζει στα μάτια μας αυτός ο αρχαίος και πολύπλοκα δομημένος κόσμος, με μοτίβα και ιστορίες που διαπλέκονται ατελείωτα χωρίς ορατή αρχή και τέλος ή με μισοφωτισμένες και κάποτε αναποκρυπτογράφητες τελετουργίες, περισσότερο θυμίζει για μας κάτι που θα προσλαμβάναμε ως τέχνη, παρά θρησκεία με την οικεία μας έννοια του όρου. Εξίσου αχανείς είναι και οι προσπάθειες που έχουν γίνει για ερμηνευτική κατανόηση αυτού του θρησκευτικού κόσμου, και σήμερα όχι μόνον ο ειδικός, αλλά και ο απλώς ενήμερος αναγνώστης, που ενδιαφέρεται για την κλασική ελληνική θρησκεία, βρίσκεται μπροστά σε έναν λαβύρινθο αναλύσεων από κάθε είδους σκοπιές, μέσα στον οποίο είναι δύσκολο να προσανατολιστεί.
Αυτό ακριβώς είναι που δίνει τη μοναδική του αξία στο μικρό έργο του Jean-Pierre Vernant που έχουμε μπροστά μας. Από τους εγκυρότερους σύγχρονους μελετητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ιδρυτής και διευθυντής στο Παρίσι του «Κέντρου συγκριτικών ερευνών για τις αρχαίες κοινωνίες» υπό την αιγίδα της Σχολής Ανώτατων Σπουδών του Παρισιού και του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, κληρονόμος μιας μεγάλης ακαδημαϊκής παράδοσης στις αρχαιογνωστικές και ανθρωπολογικές επιστήμες, που λαμπρύνεται από ονόματα όπως των Ε. Durkheim και Μ. Mauss, του Luis Gernet, του Georges Dumezil κ.ά., αξιοποίησε παράλληλα με το δημιουργικότερο τρόπο και μακριά από κάθε δογματικό εγκλεισμό το μάθημα του γαλλικού δομισμού, το οποίο βλέπουμε να καρποφορεί αβίαστα στις πυκνές μελέτες του για το μύθο. Είναι αρκετά γνωστή στο ελληνικό κοινό η περίφημη τριλογία του των αρχών της δεκαετίας του '70: Μύθος και σκέψη -Μύθος και τραγωδία- Μύθος και κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα, κέντρο αναφοράς ολόκληρης της σκέψης του Jean-Pierre Vernant, στο οποίο έλκεται και αυτή η σύντομη μελέτη που επιγράφεται «Μύθος και θρησκεία».
Με λίγες διαυγείς πινελιές και στο κλασικό ύφος του δοκιμίου, ο Vernant τοποθετεί στη σωστή τους θέση και σε συγκριτική προοπτική όλα όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ασφάλεια σήμερα για την αρχαία ελληνική θρησκεία. Η οικονομία και η ευστοχία των διατυπώσεών του είναι τέτοια που γίνεται δύσκολο σχεδόν να αναπαράξει κάποιος τις θέσεις του χωρίς να χρησιμοποιήσει ακριβώς τα δικά του λόγια. Παίρνοντας κριτικές αποστάσεις από το έργο τού A.-J. Festugiere θα προειδοποιήσει απέναντι στους κινδύνους «εκχριστιανισμού» της αρχαίας θρησκείας όταν προσπαθούμε να την κρίνουμε με τα κριτήρια της θρησκευτικότητας που έχουν διαμορφώσει οι μονοθεϊστικές παραδόσεις και αποστασιοποιούμενος επίσης από το έργο της αγγλικής «ανθρωπολογικής» σχολής -J. G. Frazer, J. Ε. Harrison κ.ά.- θα επισημάνει έναν συμμετρικό κίνδυνο: παρά τη μεγάλη αξία του εμπλουτισμού των αρχαιογνωστικών σπουδών με έννοιες και τρόπους έρευνας από το οπλοστάσιο του κοινωνικού ανθρωπολόγου, ένας υπερτονισμός του «μαγικού» ή «πρωτόγονου» χαρακτήρα της ελληνικής τελετουργίας δεν θα πρέπει να τοποθετήσει τα ελληνικά πράγματα σε μια υπερβολικά εξωτική προοπτική, συγκαλύπτοντας τον πνευματικό πλούτο και την εξαιρετικά αρθρωμένη δομή της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης -δομή η οποία αντανακλά, άλλωστε, μια καινοφανή πολιτική οργάνωση και ταυτόχρονα την ερμηνευτική μετατόπιση, εκείνη που έκανε δυνατή τη φιλοσοφία.
Για τους Ελληνες, οι θεοί δεν δημιούργησαν τον κόσμο με μια πράξη που θα δήλωνε την απόλυτη υπερβατικότητα του θείου απέναντι στη φύση, της οποίας η ύπαρξη θα εκπορευόταν και θα ήταν εξαρτημένη από εκείνο: οι θεοί, εννοούμενοι ως δυνάμεις και όχι ως πρόσωπα, γεννιούνται μαζί με τον κόσμο και δρουν αδιαχώριστα στο εσωτερικό του. Δεν υπάρχει κανενός είδους αποκάλυψη, αντιθέτως η προσκόλληση στη θρησκευτική παράδοση στηρίζεται στη χρήση: όπως η γλώσσα, ο τρόπος ζωής, τα έθιμα, η στάση και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, η λατρεία δεν έχει άλλη ανάγκη αιτολόγησης από την παράδοση, η οποία την επικυρώνει -δηλαδή, τα προγονικά έθιμα και τους νόμους. Εδώ διακρίνουμε ακριβώς το σπέρμα εκείνου που αργότερα ονομάστηκε «θρησκεία της πόλεως», η σχεδόν ολόπλευρη συγχώνευση της θρησκευτικής με την πολιτική σφαίρα. Χωρίς κεντρικό δόγμα και ενιαίο σύνολο δοξασιών, χωρίς ιερατείο, Εκκλησία και ιερές γραφές, η ελληνική θρησκεία βασίστηκε πάντα σε ένα ευρύ σώμα αφηγήσεων, γνωστών ήδη από την παιδική ηλικία, που παρουσιάζονταν σε μεγάλο αριθμό παραλλαγών, ώστε να αφήνουν ευρύτατα περιθώρια εξατομικευμένης πρόσληψης. Θεματοφύλακας αυτής της κληρονομιάς υπήρξε βεβαίως η ποιητική παράδοση, η οποία μέχρις αργά συγκροτούσε κι επανασυγκροτούσε αφηγηματολογικά το σύνολο των δοξασιών του ελληνικού πολιτισμού, ανοίγοντας ταυτόχρονα την πόρτα στο ιστορικά αποφασιστικό -όπως εκ των υστέρων φάνηκε- παιχνίδι της ερμηνείας.
Ο Vernant θα υποδείξει επίσης τα δάνεια από το πολιτισμικό υπόστρωμα της ανατολικής Μεσογείου, προπάντων όμως -και ανεξαρτήτως των τελευταίων- την απόσταση που έχει διανυθεί από το φυλετικό ινδοευρωπαϊκό παρελθόν και από τον τριμερή μυθολογικό και κοσμολογικό του διαμερισμό, που ο Georges Dumezil είχε ανασυστήσει σε πολλούς ιστορικούς λαούς της εποχής, περιλαμβανομένων των Ιρανών, των Ινδών και των Λατίνων. Υποδειγματικά θα αναλύσει το λογικό μηχανισμό του μύθου στους Ελληνες, εξετάζοντας την περίπτωση ενός θεού και των λειτουργιών του -για παράδειγμα, του Διός- σε μια πραγμάτευση που τον φέρνει στο εγγύτερο δυνατό σημείο με τον Levi-Strauss. Εξίσου ευαίσθητα και διορατικά θα αναλύσει τη μείζονα θρησκευτική τελετουργία, τη θυσία, ανασυγκροτώντας το είδος των συμβολικών σχέσεων που αυτή καθιδρύει μεταξύ ανθρώπων και θεών και τον τρόπο που οι σχέσεις αυτές επανεγγράφονται στο πλέγμα των πραγματικών σχέσεων της πόλεως. Το τελευταίο ζήτημα που θα τον απασχολήσει είναι και το πιο ακανθώδες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας: η εμφάνιση μιας «αποκλίνουσας» θρησκευτικότητας, που αντιβαίνει στο κύριο ρεύμα που γνωρίζουμε ως θρησκεία της πόλεως, η οποία κλιμακώνεται σε ομόκεντρους κύκλους με τα μεγάλα θεσμοποιημένα Μυστήρια, την οργιαστική βακχική λατρεία και, τέλος, τον ορφικό ασκητισμό. Αυτή η κεντρόφυγη ροή συνενώνει εμφανώς αρχαιότατα αυτόχθονα/προελληνικά στοιχεία όσο και ανανεούμενες ανατολικές επιρροές, όμως τροφοδοτήθηκε, όπως φαίνεται, από κάποιες εγγενείς εξελίξεις στην πολιτική ζωή του άστεως. Βαθμιαία εισάγει ένα στοιχείο ξένο στον κλασικό κόσμο, στοιχείο το οποίο θα αποκτά όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα όσο βαδίζουμε προς το τέλος της αρχαιότητας, μέχρι του σημείου να διαρρήξει οριστικά το σύμπαν των ελληνικών κοσμοαντιλήψεων: τη σωτηριολογική αναμονή και μια μυστική εσχατολογική προσδοκία.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/11/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις