Εδώ Ουρανός
40%
Περιγραφή
Ένας τόμος που συγκεντρώνει τα δύο μυθιστορήματα της Ρουμανοελβετίδας συγγραφέως, Γιατί βράζει το παιδί στην πολέντα και Το ράφι των στερνών εκπνοών.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
p>Κριτική:
Το χάρισμα της αφέλειας
Ενα εκφραστικό τέχνασμα με κρίσιμη σημασία
«Αφελής: απλός, απέριττος, φυσικός. Συνεκδοχικά: απλοϊκός, ανόητος»
Τα λεξικά
Ο Ντοστογιέφσκι σε επιστολή στον αδελφό του έγραφε για την αξία της αφέλειας στη δημιουργία. Φαντάζομαι ότι σε ένα άλλο επίπεδο, το δραματουργικό, ο μέγιστος Ρώσος συνθέτοντας τον πρίγκιπα Μίσκιν στον «Ηλίθιο» (που δεν είναι, ασφαλώς, ανόητος, ευήθης, αλλά διαθέτει μια αφοπλιστική πρωτογένεια), αναπόφευκτα έπαιξε με την έννοια αυτή διπλά. Με άλλα λόγια, στο συγκεκριμένο βιβλίο συναντήθηκε η γενικότερη προβληματική του για τη γλώσσα με την προσωπικότητα του ήρωά του, ο οποίος μας διδάσκει (και διδάσκεται) περί του κόσμου ψαύοντάς τον εξαρχής με αθωότητα.
Για το βάρος αυτού του εκφραστικού χαρίσματος, το οποίο εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει ως κατάκτηση αλλά, το αντίθετο, ως μειονέκτημα, έχουν γραφεί πολλά. Παραμένει, πάντως, μη συνειδητοποιημένο φαινόμενο, καίτοι στις ευτυχισμένες στιγμές της Τέχνης διαπιστώνει καθένας άνετα την κρισιμότητά του. Νομίζω ότι τότε επικοινωνούμε όλοι καθαρά με το συγκεκριμένο στοιχείο, άσχετα εάν δεν το ομολογούμε. Αναφέρομαι σε ό,τι, τέλος πάντων, μας συστήνεται ως κάτι πολύ απλό, αυτονόητο και απέριττο. Μεταμφιεσμένο, κάποτε, εμφανίζεται μαγικά με μία προφάνεια ως (επαν)ανακάλυψη των πραγμάτων: αυτή τη διαδικασία δεν ακολουθεί ο Μίσκιν; Από την άλλη, αυτή η κερδισμένη απλότητα, όπως θα έλεγε και ο ποιητής, συχνά παρουσιάζεται με έναν περίεργο τρόπο, αφήνοντάς μας αμήχανους σε πρώτη φάση (για να μας αποζημιώσει αργότερα, σε κάποιες περιπτώσεις).
Οπως, ας πούμε, συμβαίνει με το βιβλίο της Ρουμάνας Αγλαΐας Βετεράνι (1962-2002), που περιλαμβάνει δύο μυθιστορήματα της συγγραφέως: «Γιατί βράζει το παιδί στην παλέντα» και «Το ράφι των τελευταίων εκπνοών». Η αδικοχαμένη αυτή (αυτόχειρ) πεζογράφος προτείνει με μια ηθελημένη, θα έλεγα, παιδικότητα τα συγκεκριμένα αφηγηματικά κείμενα, που είναι διαποτισμένα από ποιητική έκπληξη κατά την επαφή του υποκειμένου με τον κόσμο. Φυσικά, το... μαθησιακό αυτό «παιχνίδι» γίνεται εντελώς υποψιασμένα και πάνω σε αυτό το τερέν κάθε δημιουργός δοκιμάζεται.
Συμβαίνει η Βετεράνι να εκφράζεται υιοθετώντας τις «τεχνικές» ενός ανηλίκου πάνω στους κύβους του, με συνθέσεις απρόβλεπτες, καίτοι χρησιμοποιεί τα πιο στοιχειώδη υλικά. Το βλέμμα της είναι πάντα σε θέση κοντρ-πλονζέ, από κάτω προς τα πάνω, έτσι καθώς κοιτάζει το περιβάλλον, όχι μόνο με απορία, αλλά με αρνητισμό, διάθεση απόρριψης, που τη διαδέχεται η απόλυτη κατάφαση, για να μετατραπεί και αυτή λίγο μετά στο αντίθετό της ή, τέλος πάντων, σε αμηχανία.
Και τα δύο μυθιστορήματα έχουν τη δομή ενός ποιητικού κειμένου, που συντίθεται από βραχείες, κοφτές φόρμες (συχνά σε στιλ επιγράμματος). Δεν έχουμε συνηθίσει, τελευταία, σε ανάλογα πειράματα και η συγκεκριμένη πρόταση ξαφνιάζει ευχάριστα. Εξάλλου κάθε δοκιμή σε νέους τρόπους, οι οποίοι αποφεύγουν την πεπατημένη, είναι ευπρόσδεκτοι, μιας και ο σημερινός κανόνας περί του γράφειν επιβάλλει έναν «παραδοσιακό» λόγο. Οχι ότι η Βετεράνι πάει κόντρα στην κλασικότροπη αφήγηση, απλώς εκδιπλώνει τη γλώσσα της με τη μορφική ιδιαιτερότητα που προανέφερα. Δηλαδή αυτήν της μικρής φράσης, η οποία κατανέμεται στον χώρο της σελίδας όπως ο στίχος, ενίοτε.
Αλλά και η εσωτερική εκφραστική αρδεύεται από την ποιητική περιοχή με έναν τρόπο ευσύνοπτο και παραγωγικό. Με μινιμαλιστικές προθέσεις, η συγγραφέας μας προσπαθεί να περιγράψει, στο πρώτο μυθιστόρημα, τις περιπέτειες της οικογένειάς της και τις δικές της στη δυτική Ευρώπη, μετά τη φυγή τους από τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Βέβαια, αυτή τη συγκέντρωσή της πάνω στο ελάχιστο συχνότατα την ακυρώνει, κάτι υψηλόφωνο (τόσο η έκφραση μιας οριακής απελπισίας όσο και ένας εξίσου ηχηρός λυρισμός) που δεν ενοχλεί κατ' ανάγκην, εφόσον «δόλια» η Βετεράνι μάς αναγκάζει να το αποδεχθούμε. Και αυτό συμβαίνει γιατί η γενικότερη εκφραστική της, το, δήθεν πρωτοβάθμιο ύφος της, που είναι ευγενές υλικό, απορροφά κάθε κραδασμό.
Από τις βραχύλογες, λοιπόν, σελίδες περνούν εικόνες δραστικότατες, με μια υπογραφή που ξέρει τους νόμους της ανατροπής. Ολα γύρω από την πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια αποκτούν ένα τρελό πρόσημο, ο κόσμος φλουτάρει ή κινείται παράδοξα, σαν ο ένδον μηχανισμός του να απέκτησε δικούς του νόμους λειτουργίας. Η μικρή ηρωίδα, κόρη τσιρκολάνων, αποτυπώνει με τη... διαταραγμένη κάμερά της τόσο την ανορθόδοξη ζωή των δικών της όσο και την εναλλασσόμενη, πίσω σκηνή όσων περνούν από μπροστά της. Είτε ταξιδεύοντας με ένα τροχόσπιτο είτε σταθμεύοντας σε διάφορα μέρη (π.χ. για να πάει η αφηγήτρια στο σχολείο), η ζωή της ιδιαίτερης αυτής φαμίλιας προκαλεί την ηρωίδα, που είναι διαθέσιμη να την αποστάξει με την ελκυστική αμεσότητά της. Η γραφή ξέροντας να παίζει με τα όρια, εισάγει στο παιχνίδι στοιχεία μαύρου χιούμορ ή ακόμα και του απερίφραστου, τα οποία στα χέρια ενός άλλου ατάλαντου συγγραφέα θα λανσάρονταν γυμνά. Το στόχαστρο της Βετεράνι, όμως, με αδιόρατες ρυθμίσεις «βλέπει» κέντρο, και έτσι το ωμό, το μπρούτο εξευγενίζεται, γίνεται ποιητικό γεγονός.
Και τα δύο κείμενα είναι περίπου αυτοβιογραφικά, βιωματικά. Ο,τι και να συμβαίνει, πάντως, δικαιολογημένα η Β., ύστερα από σχετική ερώτηση, αρνήθηκε το μη επινοημένο των ιστοριών της, υπογραμμίζοντας τη μυθολογημένη φύση της Τέχνης. Η θεματική αφετηρία και του δεύτερου μυθιστορήματός της, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της, έχει αντληθεί από την πραγματικότητα: αφορά την ασθένεια και τον χαμό της αγαπημένης της θείας, που ακολούθησε την οικογένεια στην περιπλάνησή της. Τα δύο κείμενα δεν διαπερνά μόνον η αίσθηση μιας έλλειψης ή και διαταραχής στη σχέση μας με τα πράγματα, αλλά και ένα σύγκρυο θανάτου, το οποίο, όμως, καταλήγει σε μία έμμεσα τρυφερή αποδοχή του μοιραίου. Θα μπορούσε να πει κανείς, ίσως με (αρκετή;) υπερβολή, ότι η Βετεράνι είναι η θηλυκή εκδοχή του Δανού αυτόχειρα Στιγκ Ντάγκερμαν, του οποίου τα γραπτά ήταν μια προετοιμασία της ακραίας λύσης του υπαρξιακού του προβλήματος.
Ισως να μας προϊδεάζει το βιογραφικό της Β., η αυτοχειρία της, και γι' αυτό προσπαθούμε να βρούμε συμπαραδηλώσεις θανατοφιλίας στα κείμενά της, που έτσι κι αλλιώς αποπνέουν μιαν ατμόσφαιρα «γελαστικής κατάθλιψης», όπως θα 'λεγαν και οι ειδικοί. Οντως, ακόμα και μέσα στις πιο εξωστρεφείς στιγμές αμφοτέρων των έργων προδίδεται το απελπισμένο, αμυντικό ανακλαστικό απέναντι σε μία αντίξοη συνθήκη. Γιατί, όπως προαναφέρθηκε, σύμπασα η σκηνογραφία που περιβάλλει την αφηγήτρια κάπου πάσχει. Ο φόβος που νιώθει, επίσης, δεν αφορά μόνο εξωτερικές αιτίες, όπως π.χ. τους κινδύνους απέλασης της οικογένειας και επιστροφής της στην εχθρική γενέτειρα (ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενο σποραδικά), αλλά και πιο προσωπικές. Η Βετεράνι έχει μια οπτική, που εκπηγάζει από έναν ψυχισμό με χρόνια επιβάρυνση, όπως θα 'θελαν οι υπαρξιστές: σ' αυτό το συμπέρασμα μάλλον καταλήγεις διαβάζοντας τις γραμμές της, που αναπαριστούν έναν αυτιστικό, απόμακρο, θα 'λεγα, κόσμο. Η προικισμένη αυτή κοπέλα σκηνοθέτησε όσο καλύτερα γινόταν την πραγματικότητα (της) αλλά, δυστυχώς, η «ασθένεια της ζωής» ήταν πιο ισχυρή από την αντίστοιχη παθογένεια της γραφής...
Η κ. Σοφία Γεωργακοπούλου είχε να αντιμετωπίσει μια ποιητική γλώσσα η οποία έπρεπε να αποδοθεί με προσεκτικές αναπνοές: νομίζω ότι πέτυχε· καίτοι σποραδικά, η επιλογή κάποιων λέξεων ενοχλεί. Π.χ., γιατί πετσί και όχι δέρμα στη φράση-επίγραμμα: «Αφήνω το πετσί μου να πέσει στο έδαφος», που καλύπτει μια σελίδα (91); Κάνω αυτή την παρατήρηση γιατί η συγκεκριμένη λέξη είναι βαρυσήμαντη, ως εκ της θέσεώς της μέσα στη συγκεκριμένη σύντομη διατύπωση.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 19/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις