0
Your Καλαθι
Η νόσος του Μοντάνο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
O γιος του αφηγητή, Μοντάνο, υποφέρει από μια λογοτεχνική ασθένεια που τον εμποδίζει να γράψει. O πατέρας του, Ροσάριο Xιρόντο, κριτικός λογοτεχνίας, δίνει στη νόσο αυτή το όνομα του γιου του. Νιώθει κι αυτός άρρωστος από τη λογοτεχνία, αφού πλέον εκφράζεται μόνο μέσα από τα λόγια των άλλων. Και αισθάνεται τόσο επηρεασμένος από τη νόσο του Μοντάνο, ώστε αποφασίζει να γίνει ο ίδιος η ενσάρκωση της λογοτεχνίας, να ταυτιστεί με τη μνήμη της οικουμενικής Βιβλιοθήκης και να συμμετέχει σε μια εν κρυπτώ συνωμοσία κατά των εχθρών της. Από εκείνη τη στιγμή ο Ροσάριο Χιρόντο αρχίζει να γράφει το ημερολόγιό του, στο οποίο εμφανίζονται οι συγγραφείς που τον σημάδεψαν και έπλασαν την προσωπικότητά του μαζί με μια σειρά από προσωπικές σκέψεις, ανέκδοτα από την -υπαρκτή ή φανταστική- ζωή τους σε ένα λαβύρινθο όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας παύουν να υπάρχουν. Ένα παράξενο, γοητευτικό βιβλίο, που είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος στη λογοτεχνία, την οποία ο συγγραφέας θεωρεί μοναδική διέξοδο για την επιβίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ποιο είναι περισσότερο πραγματικό, το υπαρκτό ή η αναπαράστασή του; Αυτό που διαμορφώνεται από τις αντικειμενικές -ή, αλλιώς, τυχαίες- συνθήκες, ή εκείνο που αποτελεί το συμβολικό -ή, αλλιώς, αντιπροσωπευτικό- ομοίωμά του; Και τα δύο είναι πραγματικότητες μέσα στις οποίες ζούμε παράλληλα. Ο βαθμός στον οποίο ζούμε σε καθεμιά από τις δύο πραγματικότητες ποικίλλει, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη σημασία του γεγονότος πως η μία διεισδύει στην άλλη και πως τα σημεία της ώσμωσής τους δεν είναι δυνατό να αναγνωριστούν αποκλειστικά από την άποψη μόνο της μιας ή της άλλης. Η αρμονική συλλειτουργία τους μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο διανοητικής και ψυχικής υγείας, ενώ αντίθετα η κυριαρχία και επιβολή της μιας πάνω στην άλλη αποτελεί τεκμήριο μιας νοσηρής μονομέρειας που μπορεί να ονομαστεί υπερπραγματισμός ή, στην αντίθετη περίπτωση, υπερλογοτεχνισμός.
Το μυθιστόρημα του Βίλα Μάτας εμφανίζεται να αναφέρεται στον υπερλο-γοτεχνισμό, και πιο συγκεκριμένα στις σημαντικότερες εκδοχές αυτού που είναι δυνατό να ονομαστεί «λογοτεχνική νόσος». Η διεξοδική, ωστόσο, δραματοποίηση αυτής της νόσου τελικώς οδηγεί σε ένα συμπέρασμα μεγάλης αισθητικής και βιοτικής αξίας: Αν ο υπερλογοτεχνισμός είναι αρρώστια, αυτή η αρρώστια λειτουργεί θεραπευτικά για νόσους που ανήκουν στην περιοχή του υπερπραγματισμού. Η λογοτεχνική νόσος μπορεί μεν να μη θεραπεύεται, αλλά θεραπεύει. Το φαινόμενο της αρρώστιας που αυτή η ίδια δεν θεραπεύεται αλλά θεραπεύει άλλες αρρώστιες μπορεί να αποτελέσει θεμελιώδη διαδικασία επιβίωσης μέσα σε ένα συνολικώς νοσηρό περιβάλλον ζωής.
Η μυθοπλαστική λειτουργία της διακειμενικότητας
Η αρχιτεκτονική της αφήγησης στο μυθιστόρημα «Η νόσος του Μοντάνο» είναι ανάλογη με εκείνη της αυθεντικής σκέψης: μαιανδρική, και απαιτείται η συγκέντρωση του αναγνώστη για να μη γίνει λαβυρινθώδης. Δεν πρέπει να περιμένουμε από αυτό το μυθιστόρημα κάποια σαφή γραμμή δράσης, σύγκρουση, κλιμάκωση, έκβαση. Αν θελήσουμε να απομονώσουμε μια ιστορία, πρέπει να το επιχειρήσουμε στο επίπεδο της εξιστόρησης μιας διαδικασίας σύνθεσης ή, ακριβέστερα, συνάντησης και διασταύρωσης των συστατικών της. Το γεγονός, ωστόσο, πως αυτά τα συστατικά είναι κυρίως κειμενικά, (δηλαδή είναι στοιχεία της ιστορίας που πρωτευόντως αναφέρονται σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα, και δευτερευόντως σε κάποια δράση), κάνει την ιστορία που αθόρυβα αρδεύει το μυθιστόρημα να δίνει την εντύπωση ενός διακείμενου που μεταστοιχειώνεται σε μυθοπλασία.
Η ισορροπία ανάμεσα σε μια διακειμενική λειτουργία της μυθοπλαστικής αφήγησης και σε μια μυθοπλαστική λειτουργία της διακειμενικότητας είναι λεπτή, και σε αυτήν οφείλεται ό,τι κοινότοπα χαρακτηρίζεται αναίρεση των ορίων ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό. Η παραπάνω ισορροπία ή διαπλοκή μπορεί να κατορθωθεί μόνο από έναν μυθιστοριογράφο και κριτικό. Μόνον αυτός μπορεί να συνθέσει μια αφήγηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην κριτική της λογοτεχνίας και στη μυθιστοριογραφία. Μια τέτοια αφήγηση προσπαθεί να βρει ένα επίπεδο (για την ακρίβεια: μια ουτοπία των λογοτεχνικών γενών ή ένα υβριδικό τους όραμα) όπου αυτά τα δύο είδη λόγου νόμιμα -δηλαδή, από αφηγηματολογική άποψη, λογικά- συναντιούνται. Το επίπεδο αυτό είναι μια «ιστορία» με διπλή λειτουργία: ως το στόρι του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, αλλά και ως μια ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που αποτελεί την προϋπόθεση της γραφής του.
Για να υλοποιήσει αφηγηματικά μια τέτοια διπλή λειτουργία, ο Ισπανός συγγραφέας καταφεύγει σε μια αφήγηση που πότε φανερά και πότε συγκαλυμμένα υιοθετεί μια ημερολογιακή μορφή και εμφανίζεται σαν ένα ημερολόγιο που μεταμορφώνεται σε μυθιστόρημα. Αν, αντιθέτως, είχε κατορθώσει να πετύχει τη λειτουργική κράση των δύο «ιστοριών» σε μια ενιαία, ορθόδοξα επεξεργασμένη πλοκή, θα είχε πετύχει τη συναίρεση της ποιητικής του παραδοσιακού μυθιστορήματος με εκείνη του μεταμοντέρνου, κάτι που θα σήμαινε την υπέρβαση του τελευταίου, αλλά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια και «Η νόσος του Μοντάνο» κινείται αποκλειστικά και -πειθαρχημένα- εντός των ορίων του μεταμοντέρνου.
Από τα πέντε μέρη του μυθιστορήματος, το πρώτο είναι το περισσότερο περιγραφικό και δραματοποιημένο, αποτελώντας ουσιαστικά μια εκτενή νουβέλα που θα μπορούσε να λειτουργήσει και αυτόνομα. Πάνω στην αφηγηματική αυτονομία -και ορθοδοξία- του πρώτου μέρους στηρίζεται για να ξεδιπλωθεί η μεταμοντερνιστική αποσπασματικότητα που διεκδικεί την αναγωγή της σε ολοκληρωμένη αφηγηματική σύνθεση μέσω της διακειμενικότητας. Ανάλογη αφηγηματική μορφή είχε ακολουθήσει ο Βίλα-Μάτας και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, «Μπάρτλεμπι & Σία», όπου ο αφηγητής γράφει ένα ημερολόγιο που ταυτόχρονα αποτελεί αναφορά στους συγγραφείς που σταμάτησαν να γράφουν, προτιμώντας τη δύναμη και την απόγνωση της σιωπής.
Η συγγένεια των δύο μυθιστορημάτων δεν περιορίζεται στην αφηγηματική μορφή, μια και η τραγική περίπτωση του «αγραφικού» συγγραφέα αποτελεί το θέμα του πρώτου μέρους: ο Μοντάνο είναι ο γιος του αφηγητή, ο οποίος έχοντας μόλις δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα για την αινιγματική περίπτωση συγγραφέων που αρνήθηκαν τη γραφή, βρέθηκε πιασμένος στα δίχτυα της ίδιας του της μυθοπλασίας και μετατράπηκε σε συγγραφέα που, παρά την ψυχαναγκαστική κλίση του προς τη γραφή, είναι πλέον ανίκανος να γράψει. Αυτή είναι η «νόσος του Μοντάνο», που δίνει την ευκαιρία στον αφηγητή να ασχοληθεί γενικότερα με τη λογοτεχνική νόσο, δηλαδή με τη λογοτεχνική ψύχωση, την καταδυνάστευση σκέψεων και συναισθημάτων από την έμμονη ιδέα της λογοτεχνίας.
Τρόποι να εξαφανιζόμαστε ενώ υπάρχουμε
Το γεγονός πως «Η νόσος του Μοντάνο» ξεκινά με μια αναφορά στο προηγούμενο μυθιστόρημα του ίδιου τού συγγραφέα κάνει φανερό πως η μυθοπλαστική λειτουργία της διακειμενικότητας ξεκινά ως εσωτερική, για να πραγματοποιήσει την πλήρη της ανάπτυξη με τη σημασιοδοτικά κατεξοχήν λειτουργία της, την εξωτερική, που προσανατολίζεται και εστιάζεται σε κείμενα τρίτων, τα οποία συγκροτούν το προσωπικό λογοτεχνικό περιβάλλον τού συγγραφέα.
Η εξήγηση της νόσου, όσο ακροβατική και αν φαίνεται, είναι πολύ ρεαλιστική από ψυχολογική άποψη. Να είσαι συγγραφέας σημαίνει να γίνεσαι ένας άλλος, ένας ξένος: οφείλεις ν' αρχίσεις να μεταφράζεις τον εαυτό σου σ' εσένα τον ίδιο -η γραφή είναι μια υποκατάσταση της προσωπικότητας. Προϋπόθεση, επομένως, της γραφής αποτελεί η οικειοποίηση της ταυτότητας ενός άλλου, ενώ η απώλεια ή απουσία της προσωπικής ταυτότητας συνεπάγεται το αδύνατο της γραφής. Για να γράψω πρέπει να έχω μια δική μου ταυτότητα, αλλά γράφω για να χάσω αυτή την ταυτότητα μέσα από τη συνεχή σχάση της, δηλαδή μέσα από έναν πολλαπλασιασμό της που εκδηλώνεται ως οικειοποίηση της ταυτότητας των άλλων. Η προσωπική μνήμη πρέπει να μπορεί να απλώνεται και να καλύπτει όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής μνήμης, με κίνδυνο κάποια στιγμή να το κατορθώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κατακλυστεί από τη μνήμη των άλλων, να γίνει μια αποπροσωποποιημένη περιπλανώμενη μνήμη της λογοτεχνίας, και τελικά να απολιθωθεί σε ένα κινητό λεξικό παραθεμάτων.
Από την παραπάνω περιγραφή γίνεται φανερό πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που θέλει να λειτουργήσει σε πολλαπλά νοηματικά επίπεδα, δηλαδή για ένα έργο «δύσκολο». Παράλληλα όμως διαθέτει και μια «εύκολη» πλευρά, εκείνη των κριτικά δραστικών αναφορών σε πολύ σημαντικούς συγγραφείς: Μέσα στο ευρηματικό πλαίσιο αυτών των αναφορών παρουσιάζονται εκείνα τα λυτρωτικά κομμάτια της πραγματικότητας που οι μεγάλοι λογοτέχνες απελευθερώνουν από τη σκλαβιά των ανυπέρβλητων αντικειμενικών συνθηκών, κάνοντας φανερό πως η γραφή συνιστά την πιο καταλυτική ανάγνωση της ζωής.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις