0
Your Καλαθι
Η εκθαμβωτική λάμψη της βλακείας
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
«Η βλακεία στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή» λέει η Εστέρ Βιλάρ «δεν έχει καμία σχέση με τη βλακεία των προηγούμενων δεκαετιών. Σύμφωνα με τις ικανότητες του υπολογιστή, πρέπει να αντιληφθούμε την ευφυΐα ως σύμπραξη φαντασίας και ευαισθησίας. Οπότε η βλακεία δεν θα εκφράζεται ως ανεπαρκής αντίληψη των αριθμών και των πραγμάτων, αλλά ως έλλειψη δημιουργικότητας και χιούμορ, ως συναισθηματική ψυχρότητα και αδιαφορία. Αφού όμως κανείς δεν θα κοσμούσε τον εαυτό του με τέτοιου είδους αρετές, η “βλακεία” αυτού του είδους εμφανίζεται κατ’ εξοχήν και ως προϋπόθεση κοινωνικής ανόδου. Η λάμψη της είναι εκθαμβωτική. Και δεν απαντά μόνο στην άρχουσα τάξη…»
Σ’ αυτό το λαμπρό ψυχογράφημα της αστικής κοινωνίας, η Εστέρ Βιλάρ αναλύει με προκλητική οξυδέρκεια την επικράτηση της μετριότητας και της αυτοαναφορικότητας.
[...]Τι είναι η βλακεία;
Το μεγάλο πρόβλημα του κόσμου είναι ότι οι βλάκες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες.
Μπέρτραντ Ράσελ
Ο Γκάτσμπι και η Ντέιζη
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εκδόθηκε στις ΗΠΑ ένα απ’ τα πιο συναρπαστικά ερωτικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο υπέροχος Γκάτσμπι του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Αφηγείται το πάθος ενός νεαρού από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, του Τζέι Γκάτσμπι, για μια κοπελίτσα από σπίτι, που δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη ούτε ιδιαίτερα προικισμένη πνευματικά. Γράφει ο Φιτζέραλντ: «Ο Γκάτσμπι είχε μαγευτεί απ’ το μυστήριο που φαινόταν να κλείνει και να κρατάει μέσα στους ανθρώπους ο πλούτος, απ’ τη φρεσκάδα που χαρίζει η ποικιλία των ρούχων, και απ’ τη Ντέιζι, που έλαμπε με τα νιάτα της σαν ασημένιο αστέρι, φωτίζοντας απ’ το δυσθεώρητο ύψος του τους στεναγμούς της φτωχολογιάς κάπου εκεί χαμηλά».
Στην αρχή η Ντέιζι, αυτή η οπτασία με τη μελωδική, σχεδόν ψιθυριστή φωνή και τα λευκά φορέματα, έδειχνε να ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον του. Όταν όμως, μετά από δύο περίπου εβδομάδες, ο Γκάτσμπι στρατεύεται, εκείνη καλοκοιτάει άλλους υποψήφιους γαμπρούς, και πολύ σύντομα παντρεύεται τον βαθύπλουτο Τομ Μπιουκάναν. Ο Γκάτσμπι επιστρέφει απ’ το στρατό και κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να κερδίσει και πάλι το αντικείμενο του πόθου του. Όμως δεν έχει αυταπάτες: αν θέλει να την αποσπάσει απ’ τον πλούσιο άντρα της, πρέπει να μπορεί να της προσφέρει τουλάχιστον εν μέρει την άνεση στην οποία είναι συνηθισμένη… Και τα καταφέρνει: αποκτά –με όχι και τόσο θεμιτό τρόπο– πολλά χρήματα, αγοράζει στην ίδια γειτονιά του Λονγκ Άιλαντ όπου έχουν το αρχοντικό τους οι Μπιουκάναν, μια εντυπωσιακή βίλα, οργανώνει τρικούβερτα γλέντια και περιμένει. Γιατί ούτε τώρα έχει αυταπάτες: Οι προνομιούχοι αυτής της Γης δε θέλουν να τρέχουν οι άλλοι από πίσω τους –θέλουν οι ίδιοι «να ανακαλύπτουν» ό,τι χρειάζονται, αλλιώς το πράγμα τούς αφήνει αδιάφορους. Ο Γκάτσμπι θα μπορούσε τώρα να έχει όποια γυναίκα θέλει, δε γυρίζει όμως να τις κοιτάξει, θέλει μόνο τη Ντέιζι. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος του, τον έχει αποκλειστικά για κείνην. Αν το ίνδαλμά του εντυπωσιαζόταν από την ποίηση, τότε θα φρόντιζε κι εκείνος να γίνει διάσημος ποιητής. Αν τη διασκέδαζαν τα ακροβατικά, θα ρίσκαρε τη ζωή του στην αιώρα.
Και κάποια μέρα, μετά από πέντε άχαρα χρόνια αναμονής, δικαιώνεται: Η Ντέιζι βρίσκει το δρόμο προς τη βίλα του, αποδέχεται το μεγάλο σχέδιο και φωλιάζει πανευτυχής στην αγκαλιά του διεκδικητή της. Όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι εκείνη δεν έχει μεθύσει απ’ τη γοητεία του Γκάτσμπι –αντικείμενο του πάθους της είναι μόνο ο εαυτός της. Γιατί δεν μπορεί, για να τρέχει τόσον καιρό από πίσω της αυτός ο πολύφερνος γαμπρός, πρέπει η προσωπικότητά της να είναι ιδιαίτερα γοητευτική.
Η μοναδική φορά που φαίνεται να την συγκινεί πραγματικά κάτι, είναι όταν εκείνος την ξεναγεί στο βασίλειό του και της δείχνει την γκαρνταρόμπα του, με ρούχα που έχει παραγγείλει αποκλειστικά απ’ το Λονδίνο, για να μπορεί έτσι να νιώθει ότι είναι στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνη. Αναστενάζοντας με πάθος κρύβει το πρόσωπό της μέσα σ’ ένα σωρό από πολυτελή πουκάμισα, ραμμένα ειδικά γι’ αυτόν: «Στη ζωή μου ολόκληρη δεν έχω δει τόσο… τόσο υπέροχα πουκάμισα, ποτέ…»
Η υψηλή πτήση ωστόσο δεν κρατάει πολύ, η εντύπωση σύντομα χάνει τη φρεσκάδα της. Ο ενθουσιασμός της Ντέιζι αρχίζει να κάνει νερά, κι αυτό που της είχε περάσει απ’ το μυαλό μέσα στον αρχικό της ενθουσιασμό –να χωρίσει τον βαρετό άντρα της– έχει πάψει πια να το σκέφτεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε φαίνεται ωστόσο να αντιλαμβάνεται ο Γκάτσμπι –όσο περισσότερο απομακρύνεται η αγαπημένη του απ’ αυτόν, τόσο πιο επίμονα αγκιστρώνεται αυτός απ’ το όνειρό του. Φτάνουμε έτσι εμείς οι αναγνώστες να νιώσουμε μάλλον ξαλαφρωμένοι, όταν μιαν ηλιόλουστη μέρα, απ’ τις τελευταίες εκείνου του καλοκαιριού, χάνει τη ζωή του ο Γκάτσμπι σε ένα φριχτό ατύχημα. Για ν’ αποφύγει η Ντέιζι τα οποιαδήποτε σχόλια, μαζεύει τις βαλίτσες της και φεύγει με τον άντρα της ταξίδι. Δεν στέλνουν ούτε μια αγκαλιά λουλούδια στην κηδεία.
Με δεδομένο ότι αυτό το μυθιστόρημα είχε παγκόσμια επιτυχία και γυρίστηκε πάμπολλες φορές στο σινεμά με σπουδαία ονόματα πρωταγωνιστών, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι πολλοί αναγνώστες ένιωσαν να ταυτίζονται με τον κεντρικό ήρωα. Ότι στον μοναχικό αγώνα του Γκάτσμπι, για μια αγάπη που δεν μπορούσε να υπάρξει –κι αυτό γιατί το αντικείμενο του πόθου του είχε πολύ περιορισμένο συναισθηματικό κόσμο– αναγνώρισαν κάποιο δικό τους θλιβερό αδιέξοδο.
Τα όρια της Ντέιζι και του άντρα της δεν αναφέρονται πουθενά ρητά στο βιβλίο: «Ήταν εξαιρετικά επιπόλαια άτομα ο Τομ και η Ντέιζι» γράφει ο Φιτζέραλντ προς το τέλος του μυθιστορήματος, «κατέστρεφαν απερίσκεπτα ό,τι άγγιζαν τα δάχτυλά τους, αδιάφορο αν ήταν ζωντανό ή πεθαμένο, και μετά επέστρεφαν και πάλι στον μαμμωνά τους ή στην απέραντη ανεμελιά τους ή, τέλος πάντων, σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσο αξεδιάλυτα συνδεδεμένους…»
Όμως επειδή ο μαμμωνάς και η συναισθηματική ψυχρότητα, ο πλούτος και η απλοϊκότητα είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα –επειδή αυτά τα συγκεκριμένα συστατικά σε μια παρόμοια περίπτωση αποτελούν τις προϋποθέσεις της ανεμελιάς– δεν το θεώρησε απαραίτητο ο Φιτζέραλντ να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για την σαγηνευτική λάμψη της βλακείας, απ’ την οποία είχε καταθαμπωθεί αυτός ο πραγματικά υπέροχος Γκάτσμπι.[...]
Σ’ αυτό το λαμπρό ψυχογράφημα της αστικής κοινωνίας, η Εστέρ Βιλάρ αναλύει με προκλητική οξυδέρκεια την επικράτηση της μετριότητας και της αυτοαναφορικότητας.
[...]Τι είναι η βλακεία;
Το μεγάλο πρόβλημα του κόσμου είναι ότι οι βλάκες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες.
Μπέρτραντ Ράσελ
Ο Γκάτσμπι και η Ντέιζη
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εκδόθηκε στις ΗΠΑ ένα απ’ τα πιο συναρπαστικά ερωτικά μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Ο υπέροχος Γκάτσμπι του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Αφηγείται το πάθος ενός νεαρού από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, του Τζέι Γκάτσμπι, για μια κοπελίτσα από σπίτι, που δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα όμορφη ούτε ιδιαίτερα προικισμένη πνευματικά. Γράφει ο Φιτζέραλντ: «Ο Γκάτσμπι είχε μαγευτεί απ’ το μυστήριο που φαινόταν να κλείνει και να κρατάει μέσα στους ανθρώπους ο πλούτος, απ’ τη φρεσκάδα που χαρίζει η ποικιλία των ρούχων, και απ’ τη Ντέιζι, που έλαμπε με τα νιάτα της σαν ασημένιο αστέρι, φωτίζοντας απ’ το δυσθεώρητο ύψος του τους στεναγμούς της φτωχολογιάς κάπου εκεί χαμηλά».
Στην αρχή η Ντέιζι, αυτή η οπτασία με τη μελωδική, σχεδόν ψιθυριστή φωνή και τα λευκά φορέματα, έδειχνε να ανταποκρίνεται στο ενδιαφέρον του. Όταν όμως, μετά από δύο περίπου εβδομάδες, ο Γκάτσμπι στρατεύεται, εκείνη καλοκοιτάει άλλους υποψήφιους γαμπρούς, και πολύ σύντομα παντρεύεται τον βαθύπλουτο Τομ Μπιουκάναν. Ο Γκάτσμπι επιστρέφει απ’ το στρατό και κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να κερδίσει και πάλι το αντικείμενο του πόθου του. Όμως δεν έχει αυταπάτες: αν θέλει να την αποσπάσει απ’ τον πλούσιο άντρα της, πρέπει να μπορεί να της προσφέρει τουλάχιστον εν μέρει την άνεση στην οποία είναι συνηθισμένη… Και τα καταφέρνει: αποκτά –με όχι και τόσο θεμιτό τρόπο– πολλά χρήματα, αγοράζει στην ίδια γειτονιά του Λονγκ Άιλαντ όπου έχουν το αρχοντικό τους οι Μπιουκάναν, μια εντυπωσιακή βίλα, οργανώνει τρικούβερτα γλέντια και περιμένει. Γιατί ούτε τώρα έχει αυταπάτες: Οι προνομιούχοι αυτής της Γης δε θέλουν να τρέχουν οι άλλοι από πίσω τους –θέλουν οι ίδιοι «να ανακαλύπτουν» ό,τι χρειάζονται, αλλιώς το πράγμα τούς αφήνει αδιάφορους. Ο Γκάτσμπι θα μπορούσε τώρα να έχει όποια γυναίκα θέλει, δε γυρίζει όμως να τις κοιτάξει, θέλει μόνο τη Ντέιζι. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος του, τον έχει αποκλειστικά για κείνην. Αν το ίνδαλμά του εντυπωσιαζόταν από την ποίηση, τότε θα φρόντιζε κι εκείνος να γίνει διάσημος ποιητής. Αν τη διασκέδαζαν τα ακροβατικά, θα ρίσκαρε τη ζωή του στην αιώρα.
Και κάποια μέρα, μετά από πέντε άχαρα χρόνια αναμονής, δικαιώνεται: Η Ντέιζι βρίσκει το δρόμο προς τη βίλα του, αποδέχεται το μεγάλο σχέδιο και φωλιάζει πανευτυχής στην αγκαλιά του διεκδικητή της. Όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται αμέσως ότι εκείνη δεν έχει μεθύσει απ’ τη γοητεία του Γκάτσμπι –αντικείμενο του πάθους της είναι μόνο ο εαυτός της. Γιατί δεν μπορεί, για να τρέχει τόσον καιρό από πίσω της αυτός ο πολύφερνος γαμπρός, πρέπει η προσωπικότητά της να είναι ιδιαίτερα γοητευτική.
Η μοναδική φορά που φαίνεται να την συγκινεί πραγματικά κάτι, είναι όταν εκείνος την ξεναγεί στο βασίλειό του και της δείχνει την γκαρνταρόμπα του, με ρούχα που έχει παραγγείλει αποκλειστικά απ’ το Λονδίνο, για να μπορεί έτσι να νιώθει ότι είναι στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνη. Αναστενάζοντας με πάθος κρύβει το πρόσωπό της μέσα σ’ ένα σωρό από πολυτελή πουκάμισα, ραμμένα ειδικά γι’ αυτόν: «Στη ζωή μου ολόκληρη δεν έχω δει τόσο… τόσο υπέροχα πουκάμισα, ποτέ…»
Η υψηλή πτήση ωστόσο δεν κρατάει πολύ, η εντύπωση σύντομα χάνει τη φρεσκάδα της. Ο ενθουσιασμός της Ντέιζι αρχίζει να κάνει νερά, κι αυτό που της είχε περάσει απ’ το μυαλό μέσα στον αρχικό της ενθουσιασμό –να χωρίσει τον βαρετό άντρα της– έχει πάψει πια να το σκέφτεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε φαίνεται ωστόσο να αντιλαμβάνεται ο Γκάτσμπι –όσο περισσότερο απομακρύνεται η αγαπημένη του απ’ αυτόν, τόσο πιο επίμονα αγκιστρώνεται αυτός απ’ το όνειρό του. Φτάνουμε έτσι εμείς οι αναγνώστες να νιώσουμε μάλλον ξαλαφρωμένοι, όταν μιαν ηλιόλουστη μέρα, απ’ τις τελευταίες εκείνου του καλοκαιριού, χάνει τη ζωή του ο Γκάτσμπι σε ένα φριχτό ατύχημα. Για ν’ αποφύγει η Ντέιζι τα οποιαδήποτε σχόλια, μαζεύει τις βαλίτσες της και φεύγει με τον άντρα της ταξίδι. Δεν στέλνουν ούτε μια αγκαλιά λουλούδια στην κηδεία.
Με δεδομένο ότι αυτό το μυθιστόρημα είχε παγκόσμια επιτυχία και γυρίστηκε πάμπολλες φορές στο σινεμά με σπουδαία ονόματα πρωταγωνιστών, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι πολλοί αναγνώστες ένιωσαν να ταυτίζονται με τον κεντρικό ήρωα. Ότι στον μοναχικό αγώνα του Γκάτσμπι, για μια αγάπη που δεν μπορούσε να υπάρξει –κι αυτό γιατί το αντικείμενο του πόθου του είχε πολύ περιορισμένο συναισθηματικό κόσμο– αναγνώρισαν κάποιο δικό τους θλιβερό αδιέξοδο.
Τα όρια της Ντέιζι και του άντρα της δεν αναφέρονται πουθενά ρητά στο βιβλίο: «Ήταν εξαιρετικά επιπόλαια άτομα ο Τομ και η Ντέιζι» γράφει ο Φιτζέραλντ προς το τέλος του μυθιστορήματος, «κατέστρεφαν απερίσκεπτα ό,τι άγγιζαν τα δάχτυλά τους, αδιάφορο αν ήταν ζωντανό ή πεθαμένο, και μετά επέστρεφαν και πάλι στον μαμμωνά τους ή στην απέραντη ανεμελιά τους ή, τέλος πάντων, σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους κρατούσε τόσο αξεδιάλυτα συνδεδεμένους…»
Όμως επειδή ο μαμμωνάς και η συναισθηματική ψυχρότητα, ο πλούτος και η απλοϊκότητα είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα –επειδή αυτά τα συγκεκριμένα συστατικά σε μια παρόμοια περίπτωση αποτελούν τις προϋποθέσεις της ανεμελιάς– δεν το θεώρησε απαραίτητο ο Φιτζέραλντ να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για την σαγηνευτική λάμψη της βλακείας, απ’ την οποία είχε καταθαμπωθεί αυτός ο πραγματικά υπέροχος Γκάτσμπι.[...]
Κριτικές
22/10/2015, 00:15
21/10/2015, 10:58