Γραφείο με θέα
30%
Περιγραφή
Στο Α΄ Μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας συγκεντρώνει 15 κείμενά του αντιπροσωπευτικά του τρόπου εργασίας του, τα περισσότερα (ιδίως των δεκαετιών του '50, του '60 και του '70) δυσεύρετα σήμερα, που αφορούν τα κεντρικά θέματα των γραμματολογικών του ερευνών: τον Σολωμό, τον Τζουζέππε Μόντι και τα ιταλικά γράμματα, τον Κάλβο, τη λογοτεχνία του 17ου αιώνα και τη σύνδεσή της με την κρητική και την ευρωπαϊκή παράδοση, τον Ελύτη και τον υπερρεαλισμό, τις πρωτοπορίες του '30, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη και τη γενιά του '20, το πρόβλημα της παράδοσης, την ελληνική ηθογραφία και τον Μυριβήλη, κ. ά.
Στο Β΄ Μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας περιέλαβε αποσπάσματα από συνεντεύξεις του στον ελληνικό τύπο, δείγματα του τρόπου σκέψης του και της αδιάλειπτης ανταπόκρισής του στο αίτημα της επικοινωνίας, της στάσης του εν γένει απέναντι στα κοινά.
Κριτική:
Ο Μάριος Βίττης, όπως τον αποκαλούν οι πολυάριθμοι έλληνες φίλοι του, μισός Ρωμιός λόγω καταγωγής (μητέρα) αλλά και επιλογής (υδραία σύζυγος), μισός Ιταλός, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη (1926) σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο που τον θωράκισε με καλή ευρωπαϊκή παιδεία, διακονεί σταθερά εδώ και εξήντα χρόνια τα ελληνικά γράμματα. Ακάματος ερευνητής, ακριβοδίκαιος κριτικός και ιστορικός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, χαρισματικός δάσκαλος, συνειδητός και ενήμερος πολίτης της Ευρώπης, ο Vitti δικαίως θα πρέπει να λογίζεται και ένας από τους εγκυρότερους συγκριτολόγους που διαθέτουμε, εφόσον γεφυρώνει εξαίρετα τις σχέσεις της ελληνοϊταλικής γραμματείας, πάντα στην ευρωπαϊκή προοπτική τους. Κωνσταντινουπολίτης, «κάτοικος του Πέραν, όπου στους δρόμους του άκουγες περισσότερο ελληνικά, γαλλικά, αρμένικα, σεφαραδίτικα παρά τουρκικά, και μπαινόβγαινες άνετα μέσα στις ποικίλες κοινωνίες των μειονοτήτων, που όλες τους είχαν κοινό παρονομαστή μια στέρεη παράδοση συμβίωσης», όπως εξιστορεί ο ίδιος, και νέος φανατικός για γράμματα, ακολούθησε το δίστρατο της ιταλικής και της ελληνικής λογοτεχνίας επιθυμώντας με τούτη τη διπλή πορεία να φωτίζει σταυρωτά αμφότερες τις παραδόσεις. Από το 1946 που εγκαταστάθηκε πλέον στην Ιταλία για σπουδές είχε την ευκαιρία, με τη βοήθεια έμπειρων νεοελληνιστών, να συστηματοποιήσει περισσότερο το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνική ζωή της Ελλάδας και να μεθοδεύσει καλύτερα τις προσεγγίσεις του στα νεοελληνικά κείμενα, δίχως να παραβλέπει τη μύησή του στα δρώμενα της ιταλικής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς
Ο Μάριο Βίττι
Κινούμενος, λοιπόν, σταθερά στη μεθοριακή ζώνη, ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς με αρκετές μεταξύ τους συνάφειες, άρχισε να δημοσιεύει το ένα κείμενο μετά το άλλο, και ήδη από τη δεκαετία του 1950 να πλουτίζει τη λυμφατική ακόμη ελληνική δοκιμιογραφία και κριτική των μετεμφυλιακών χρόνων με ιδέες, ερεθίσματα, προτάσεις, ευρήματα, συσχετίσεις. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, άλλωστε, γνωρίζει με τρόπο ουσιαστικό την Ελλάδα, διαμένοντας για μεγάλα διαστήματα στον τόπο, συνδεόμενος άμεσα με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες της εποχής, μετέχοντας ενεργά στην πνευματική κίνηση: χρόνια ανεμελιάς και νεανικού ενθουσιασμού «για τις μέρες που θα 'ρχότανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα» - και οι δυο πατρίδες του Βίττι ανασύντασσαν τις δυνάμεις τους και οργάνωναν το μεταπολεμικό μέλλον επενδύοντας πολλά στον χώρο της παιδείας.
Η κριτική ματιά του ιταλού νεοελληνιστή είναι εξ αρχής αναθεωρητική. Με τολμηρές υποθέσεις εργασίας είτε με ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία επαναφωτίζει κείμενα, συγγραφείς, περιόδους και αναδεικνύει λανθάνουσες ή λησμονημένες όψεις της ελληνικής γραμματείας. Οι επίμονες έρευνές του γύρω από την μπαρόκ διάσταση της θεατρικής παραγωγής του 17ου αιώνα τον οδηγούν στην ανακάλυψη της Ευγένας (1960-1965), επτανησιακής τραγωδίας που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Κρήτης και Ζακύνθου, και παρέχουν νέο κλειδί ανάγνωσης στα κείμενα της «κρητικής σχολής»: το θέατρο μπαρόκ κυριαρχεί σε Δύση και Ανατολή και συντονίζει τα σκηνικά κείμενα της εποχής σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Οι καλβικές και οι σολωμικές έρευνες, σε ό,τι αφορά τις ιταλικές οφειλές των δύο μεγάλων μας ποιητών, κέρδισαν εύσημα αξιοπιστίας και τεκμηριωμένης εγκυρότητας χάρη στο αρχειοδιφικό δαιμόνιο του Βίττι και τη φιλολογική του επίνοια. Η ηθογραφική μας λογοτεχνία μετά τη ρηξικέλευθη μελέτη του (Η ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, 1974) αντιμετωπίζεται πλέον με άλλους όρους και η περιβόητη «γενιά του Τριάντα», επί μακρόν θέμα-ταμπού για τη νεοελληνική κριτική, βρίσκει πειστικό σχήμα και γραμματολογική υπόσταση μέσα από τη φερώνυμη μονογραφία του (1977). Με επαναληπτικές προσεγγίσεις στο έργο του Ελύτη και του Σεφέρη, με πλούσια αρθρογραφία για συγγραφείς και κείμενα της παλαιότερης και της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, με μακρά παρουσία στις επιφυλλίδες του «Βήματος» και συνεργασία με τα εγκυρότερα ελληνικά περιοδικά και, κυρίως, με επιστέγασμα της ιστορικο-φιλολογικής του πορείας τη συγγραφή της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στις αρχές της δεκαετίας του '70, ο Βίττι κατατάσσεται στη χορεία των μεγάλων νεοελληνιστών και γραμματολόγων του 20ού αιώνα. Δείγμα κριτικής υπευθυνότητας και ιστορικής συνείδησης είναι η απόφασή του, τριάντα χρόνια μετά, να επανεξετάσει τα πορίσματα αυτής της μεγάλης σύνθεσης, να επιφέρει τις δέουσες αλλαγές και συμπληρώσεις, να προβεί σε επανεκτιμήσεις και ανατοποθετήσεις. Ουσιαστικά, η Ιστορία του 1971 (στα ιταλικά, ελληνική της μετάφραση το 1978) και η Ιστορία του 2001 (ιταλική εκδοχή, ελληνική το 2003) είναι δύο βιβλία: το καθένα απηχεί τις συγκεκριμένες προδιαγραφές της ιστορικής συγκυρίας και του συγχρονικού αναγνώστη της που είναι ο συγγραφέας.
Η πλήρης εργογραφία του
Ο παρών τόμος, τιμητικός για τα περσινά 80χρονα του Βίττι, ξεκίνησε από την κατάρτιση της πλήρους εργογραφίας του με την επιμέλεια της Αμαλίας Κολώνια. Η καταγραφή αυτή πλαισιώνεται από δεκαπέντε μελετήματα του συγγραφέα, κυρίως κείμενα προφορικών εισηγήσεων, πρώιμων και προσφάτων (από το 1957 ως το 2001), που συναπαρτίζουν το πρώτο μέρος του βιβλίου: ο λόγος περί Κάλβου και Σολωμού, Καρυωτάκη και Μυριβήλη, ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, Ελύτη, Σεφέρη, κρητικού θεάτρου και νατουραλισμού, παράδοσης και πρωτοπορίας, δηλαδή σε γενικές γραμμές οι «τόποι» της κριτικής ματιάς του Βίττι. Σε μια δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται δειγματοληπτικά μερικές από τις συνεντεύξεις του συγγραφέα στον ελληνικό ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Στο τρίτο μέρος, στην καρδιά του βιβλίου, παρατίθεται η πολύτιμη εργογραφία, όπου λήμμα το λήμμα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη διαδρομή και την επιστημονική ενηλικίωση ενός πνευματικού ανθρώπου που θέλει να δοκιμαστεί σε όλα τα στάδια και τις τεχνικές του λόγου, από το δημοσιογραφικό και το μεταφραστικό ως το δοκιμιακό και το αυστηρά φιλολογικό, από την κριτική έκδοση κειμένου, την επιμέλεια και την ανθολόγηση ως την αρχιτεκτονική μιας Ιστορίας της λογοτεχνίας, με ό,τι αυτή προϋποθέτει σε γνώσεις θεωρητικές και τεχνολογικές. Τέλος, το τέταρτο μέρος του τόμου είναι και το γοητευτικότερο όλων: «αυτοβιογραφικό σχόλιο στην εργογραφία» είναι ο τίτλος του και, στην ουσία, σαρκώνει με χυμούς και ψαχνό τον λημματογραφικό σκελετό του προηγούμενου μέρους.
Ζωηρές αναμνήσεις από τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια, λεπτομέρειες από την παραμονή του στην Ελλάδα, στιγμιότυπα της μετέπειτα πανεπιστημιακής ζωής στην Ιταλία, αποδράσεις, προσκλήσεις, συνευρέσεις με φίλους, άσπονδους και μη, παρασκηνιακές ζυμώσεις και επίσημες τελετές: μια αφήγηση σε τόνο ευφορίας, μια καλή απολογιστική στιγμή από άνθρωπο που είδε και έμαθε πολλά ατενίζοντας τη ζωή από καλή θέα, με όρεξη, φιλοπεριέργεια, ευαισθησία, αγάπη για τους ανθρώπους και τα έργα τους. Για του λόγου το αληθές μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει το λεύκωμα που κυκλοφόρησε το ΜΙΕΤ τον Φεβρουάριο του 2007 (Mario Vitti, Γραφείο με θέα. Φωτογραφίες 1948-1981) όπου ο ιταλός νεοελληνιστής έχει απαθανατίσει ακριβές στιγμές του βίου του (διασταυρωμένου με τις ζωές πολλών άλλων) σε σπάνιες, καλλιτεχνικές φωτογραφίες. Τα δύο βιβλία αλληλοσυμπληρώνονται σε διαύγεια, προσοχή στη λεπτομέρεια, πάθος και τέχνη: ό,τι χαρακτηρίζει όλες τις δουλειές του Βίττι.
Λίζυ Τσιριμώκου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Α.Π.Θ., Το Βήμα, 27/5/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις