0
Your Καλαθι
Ο καιρός των ξεριζωμένων
Περιγραφή
Ο Γκαμλιέλ, ένα μικρό Εβραιόπουλο, θα χάσει τους οικείους του, την πίστη του, ακόμα και το όνομά του, όταν η μητέρα του, για να τον σώσει από τους ούγγρους φασίστες, θα τον εμπιστευτεί στα χέρια της Ιλόνκα, μιας νεαρής τραγουδίστριας που δουλεύει σε καμπαρέ της Βουδαπέστης. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν του επιφυλάσσουν όμως κι άλλες επώδυνες περιπλανήσεις. Ώσπου, στα τέλη του 20ού αιώνα, ο Γκαμλιέλ Φρίντμαν βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και έχει αποκτήσει πλέον αμερικανική υπηκοότητα. Όταν η γιατρός Λίλι Ρόζενκρατς του ζητά να τη βοηθήσει με μια ηλικιωμένη ουγγαρέζα ασθενή της, η οποία μιλά μόνο ουγγρικά, το παρελθόν του ξυπνά. Η τρελή σκέψη ότι η άρρωστη μπορεί να είναι η Ιλόνκα, που έχει να τη δει από το 1956, όταν οι κάτοικοι της Βουδαπέστης εξεγέρθηκαν εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων, θα σταθεί η αφορμή για να τον κατακλύσουν οι αναμνήσεις: τα παιδικά του χρόνια, ο αποτυχημένος γάμος του με την Κολέτ, οι δυο του κόρες, με τις οποίες δεν έχει πια καμία επαφή, οι παλιοί του φίλοι, οι σύντροφοι με τους οποίους μοιράζεται τη σκληρή μοίρα του ξεριζωμού, αλλά και οι ατάλαντοι συγγραφείς στους οποίους ο Γκαμλιέλ δανείζει τα κείμενα και το ταλέντο του, ενώ μοναδική του έγνοια είναι να τελειώσει το Μυστικό Βιβλίο του.
Μέσα σε μία μέρα ο Γκαμλιέλ, αυτός ο ισόβια ξεριζωμένος, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του, να ριζώσει κάπου. Πρέπει να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει ακόμη χώρος στην καρδιά των ανθρώπων για το όνειρο και την ελπίδα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ερώτημα για τη λογοτεχνία όσον αφορά αφηγηματικά /βιωματικά έργα, όπως το παρόν μυθιστόρημα του εβραιορουμανικής καταγωγής, Αμερικανού πλέον, συγγραφέα και υπέρμαχου των μειονοτήτων που διώκονται για τη θρησκευτική ή τη φυλετική τους καταγωγή, Ελί Βιζέλ (1928), σχετίζεται με το κατά πόσον παρόμοια έργα υπερβαίνουν το άμεσο υλικό της εμπειρίας και προτείνουν κάτι μεταπλασμένο δημιουργικά.
Συνήθως παρόμοια κείμενα θωπεύουν τα αναγνωστικά αντανακλαστικά κερδίζοντας τις εντυπώσεις στο επίπεδο της δημαγωγίας και της κολακείας, θα 'λεγα. Εξηγούμαι: με το ντοκουμέντο που παρουσιάζουν, μας βάζουν σε ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, δηλαδή σε μια επικοινωνιακή κατάσταση ποδηγετημένη, στην πραγματικότητα, από το συγγραφέα, όπου η άλλη πλευρά συμμετέχει περισσότερο στη βιωματική κατάθεση («ήμουν κι εγώ εκεί», σωματικά ή διανοητικά, λέμε ασυναίσθητα όσον αφορά το γεγονός), παρά συνομιλεί με τη γραφή την ίδια.
Στην ελληνική λογοτεχνία, όπου δίνει και παίρνει η βιωματική/documentary γραφή, συμβαίνει η συζήτηση γι' αυτά τα βιβλία να γίνεται για την αξία ή μη της μαρτυρίας παρά για τη λογοτεχνική εμβέλειά τους. Ας μη σχολιάσουμε, στη συνέχεια, κατά πόσο μας ενδιαφέρουν κάποια από αυτά ως προς το τελευταίο σκέλος, αν το απομονώσουμε...
«Ο καιρός των ξεριζωμένων», όμως, νομίζω ότι επιτυγχάνει τη μετάπλαση σε κάτι άλλο, πιο εκρεμμές και σκοτεινό, πέρα από το βάρος του ντοκουμέντου που μεταφέρει. Ο Βιζέλ κατορθώνει να μην κρυφτεί πίσω από το άφθονο υλικό του για τις διώξεις των συμπατριωτών του και τις συναισθηματικές εγγραφές του στο γεγονός. Μπορεί να μη φτάνει σε απόδοση τα έργα του Ούγγρου Ιμρε Κέρτις, αλλά εδώ, τουλάχιστον, ενσωματώνει εύστοχα και έμμεσα όψεις της εβραϊκής τραγωδίας επί ναζισμού στο αυτοβιογραφικό του αυτό μυθιστόρημα, χωρίς την ενοχλητική συναισθηματική και δημαγωγική φόρτιση που συναντάμε σε άλλες χρήσεις του ιστορικού/βιωματικού στοιχείου στη λογοτεχνία.
Ο Βιζέλ, να το ξεκαθαρίσουμε εξαρχής: δεν είναι σπουδαίος μυθιστοριογράφος. Η αφήγησή του σε κάποια σημεία είναι σχοινοτενής, βρίθει από ετερόκλιτα στοιχεία, που δεν τα συνδέει ούτε η χημεία μιας μεταμοντέρνας χειρονομίας σε μια προσπάθεια σύγκλισης ανόμοιων μεταξύ τους, φαινομενικά, μοτίβων. Επιπλέον η γλώσσα του σποραδικά καταφεύγει, λόγω μιας συγκινημένης προσέγγισης της εμπειρίας, σε ηχηρότητες, οι οποίες βλάπτουν το συνολικό σώμα των εξιστορουμένων. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, όταν περαιώνεις το κείμενο έχεις πολλά να συγκρατήσεις, πέρα από τις σημαδεμένες σελίδες όπου υπογράμμισες ευφυείς και διεισδυτικές φράσεις, απότοκες, λες, μιας καθαράς εβραϊκής αίσθησης των πραγμάτων, της λοξής ματιάς πάνω τους: ενός παράδοξου, ακόμα και ιλαροτραγικού, παιχνιδιού με τη φοβερή μοίρα.
Το ανά χείρας κείμενο, που η φροντισμένη απόδοση του έμπειρου μεταφραστή και ιδιαίτερου πεζογράφου Γιώργου Ξενάριου αξιοποίησε τα μέγιστα στα καθ' ημάς, είναι, όπως δηλώθηκε ήδη, ένα περίπου αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Ενα ακόμα αφηγηματικό έργο του δραστήριου Βιζέλ, που δεν έπαψε ποτέ να υπερασπίζεται τη φυλή του, και όχι μόνο, στα έργα του. Η εξόντωση της μισής οικογένειάς του από τους Γερμανούς, καθώς και η δική του, τυπική, πάνω-κάτω, περιπέτεια ενός Εβραιόπουλου στο δυτικό κόσμο, μετά τον πόλεμο, έμπαινε ως μοτίβο στις προηγούμενες αφηγήσεις του.
Στον «Καιρό....», που είναι πλέον ένα ώριμο έργο εκ των πραγμάτων, ο βίος και η πολιτεία του νεαρού Γκαμλιέλ, μιας περσόνας του Βιζέλ, στη Νέα Υόρκη του μεταπολέμου, αλλά και τα χρόνια των διωγμών στην Ουγγαρία εξιστορούνται σε μια επάλληλη αφήγηση από τον ώριμο πια ήρωα. Ο τελευταίος είναι ένας μεσήλικος, απένταρος συγγραφέας, που επιβιώνει χάρη σε έναν τετραπέρατο συμπατριώτη του εκδότη, μέσα από διάφορα ψευδεπίγραφα βιβλία: γράφει, δηλαδή, μυθιστορήματα, στη θέση άλλων ατάλαντων και παίρνει ποσοστά από τις πωλήσεις... Το μεγαλύτερο κομμάτι, όμως, της ενέργειάς του απορροφά ένα προσωπικό μυθιστόρημα, θεοσοφικού περιεχομένου, που το γράφει χωρίς να το ολοκληρώνει, το «Μυστικό», στην κυριολεξία, Βιβλίο. Παράλληλα, ο ίδιος εκδότης τον προτρέπει να επισκεφθεί μια Ουγγαρέζα ηλικιωμένη που βρίσκεται παραμορφωμένη στο νοσοκομείο και ζήτησε να της μεταφράσουν στα αγγλικά τις τελευταίες επιθυμίες της.
Η ενήλικη, οικογενειακή ζωή του Γκαμλιέλ είναι, επίσης, αξιοθρήνητη: ο γάμος του έχει αποτύχει και οι δύο κόρες του τον έχουν εγκαταλείψει. Μία ελαφρώς «μαύρη», απαισιόδοξη ατμόσφαιρα διαποτίζει τα πάντα. Στον Γκαμλιέλ, βέβαια, δεν απομένουν και πολλές ακόμα λύσεις, πέρα από το κέρδος της αυτογνωσίας και ενός είδους νίκης πάνω στο χρόνο, που θα πετύχει μέσα από τη διερεύνηση του παρελθόντος. Ζητάει, κατά κάποιον τρόπο, συμβολικά πίσω τη δανεική φαντασία και τη μνήμη που χρησιμοποιούν οι άλλοι, θέλοντας, επιτέλους, να κάνει κάτι ταυτοτικό, να δώσει ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο στις πράξεις του. Μόνο που οι πηγές στις οποίες ανατρέχει είναι θολές και αδιευκρίνιστες. Η γριά στο νοσοκομείο τού θυμίζει την Ιλόνκα, μια Ουγγαρέζα καμπαρετζού, στην οποία η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε μικρό και με ψεύτικο όνομα, για να τον σώσει από τους Γερμανούς. Ομως, δεν είναι απολύτως σίγουρος γι' αυτό, μιας και η άρρωστη έχει χάσει τη μνήμη της, αν και κάποια ελάχιστα πειστήρια την ταυτοποιούν με τη γυναίκα-σωτήρα του, από την οποία θα μπορούσε να κατανοήσει σημαντικές πτυχές των πρώτων χρόνων της ερειπιώδους ζωής του.
Η αφήγηση προχωρεί με παλινωδίες μέσα στο χρόνο και με παρεμβολές, στο πρώτο μισό του κειμένου, αποσπασμάτων από το έργο που γράφει ο ήρωας. Οπως συμβαίνει στα περισσότερα βιβλία που υπογράφουν Εβραίοι συγγραφείς, η σκέψη των ιερών τους κειμένων κανοναρχεί, καίτοι σε κάποιο σημείο οι πιο ευφυείς από τους τελευταίους ανοίγουν έναν έξυπνο διάλογο μαζί της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι θεολογικές ιδέες και οι αλληγορίες των πηγών αυτών, διατυπώσεις ξεχωριστού πνεύματος, που οι άλλες θρησκείες, για τους δικούς τους, ευνόητους λόγους, επικρίνουν, συχνά άδικα, δίνουν τροφή σε διανοητικά παιχνίδια, ακροβατισμούς και βαθείς συμβολισμούς στο επίπεδο του λόγου. Ο Βιζέλ, γνώστης αυτής της παρακαταθήκης, όπως πολλοί ακόμα ομότεχνοί του, που έχουν κυριολεκτικά «κεντήσει» πάνω της (βλέπε, μεταξύ άλλων, τον σπουδαίο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ), διαχειρίζεται κάποια θεολογικά μοτίβα με δεξιοτεχνία, για να κυκλώσει πιο στενά το πρόβλημα του Γκαμλιέλ. Ετσι, ο κόσμος του τελευταίου προβάλλει πιο κρίσιμος μέσα στα τόσα αναπάντητα ερωτήματα που τον βασανίζουν.
Συμπιεσμένος σε παρελθόν και παρόν, που εισβάλλουν με καλυμμένα πρόσωπα, ο ήρωας προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον πανικό του. Ανίκανος να ξεκαθαρίσει την πάχνη που σκεπάζει τα πάντα, φορώντας διάφορα προσωπεία, βρίσκεται μέσα σε μια αδιέξοδη κατάσταση.
Εντούτοις, ως ένας σύγχρονος, δραματικός ήρωας, εν πλήρει συγχύσει, θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα με μια σχεδόν απελπισμένη χερονομία προς τον άλλον, χωρίς να τρέφει, καταλαβαίνουμε, ψευδαισθήσεις. Ομως, είναι η μόνη λύση που έχει να δώσει. Τέλος πάντων, έχει στο μυαλό του, πιθανόν, αυτό που έλεγε ο Αραγκόν, ότι η μόνη απάντηση σε καθετί είναι ο άνθρωπος...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/07/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις