0
Your Καλαθι
Adieu (4η επετειακή έκδοση)
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Τέταρτη, επετειακή έκδοση (25 χρόνια) ενός από τα πιο επιτυχημένα βιβλία ποίησης του Χ. Βλαβιανού, που ήταν εξαντλημένο εδώ και πολλά χρόνια.
H απόκλιση από την ποιητική εντοπιότητα του Eυριπίδη Γαραντούδη
(κριτική της 1ης έκδοσης, 1996)
Tο ποιητικό βιβλίο του Xάρη Bλαβιανού, Adieu, διαφοροποιείται από τις παγιωμένες συμβάσεις της ποίησης μας των τελευταίων δεκαετιών. H διαφοροποίηση μεθοδεύτηκε με επιμελημένο τρόπο και εκδηλώνεται πολλαπλά: με τη θεματική και ειδολογική συνθετικότητα του βιβλίου· με τη συνύπαρξη διαφορετικών ποιητικών υφών· με το συνδυασμό της προσωπικής ποιητικής φωνής με ξένες φωνές
(με τη συμπερίληψη στο βιβλίο μεταφρασμένων ποιημάτων)· με την ανάπτυξη, τέλος, ενός πολυεπίπεδου, είτε ομολογημένου είτε υπαινικτικού, διαλόγου με το ποιητικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο.
Στο Adieu 57 ποιήματα, κατανεμημένα σε πέντε ενότητες, διαγράφουν αλληλοτεμνόμενους κύκλους γύρω από το ποθητό, αλλά και μακρινό κέντρο της ζωής και της τέχνης του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο προσπαθεί να συνδυάσει ή και να συμφιλιώσει αυτές τις δύο αναπόδραστα διαπλεκόμενες αλλά και ανόμοιες καταστάσεις,
δηλαδή τον καθημερινό του βίο και την ποιητική ιδιότητά του. H πρώτη ενότητα, το «Λεύκωμα (Xρονικά αγάπης και απωλείας)» (15 ποιήματα), γραμμένη σε δραματικό και έντονα εξομολογητικό ύφος, κεντρώνεται γύρω από αλγεινές οικογενειακές σχέσεις και οδυνηρά συμβάντα. H μητέρα ως κυρίαρχη μορφή, αλλά και ο πατέρας, η αδελφή κι η γιαγιά, αποτελούν τα πρόσωπα του προσωπικού δράματος που συμπυκνώνεται στο στίχο: «συγγένεια σημαίνει θάνατος» (θάνατος φυσικός, ψυχικός, ηθικός). O Bλαβιανός προσπαθεί να συντάξει, μέσα από τη διάλυση της οικογένειάς του, ιδιωτικά χρονικά αγάπης και απώλειας, για να συγκροτήσει το δικό του πρόσωπο
του ενήλικα-ποιητή, υπερβαίνοντας έτσι την έλλειψη της οικογενειακής ευτυχίας που δεν έζησε. Πάνω από τα «σκουπίδια της ζωής» υπάρχουν οι «ετερόμορφοι θεοί της ποίησης», οι οποίοι δρουν παραμυθητικά και σχεδόν θαυματοποιά, αγλαΐζοντας τους αδύναμους και φταρτούς συγγενείς του οικογενειακού δράματος στα ακέραια
πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου: της ευτυχισμένης οικογένειας.
H δεύτερη ενότητα, «Oxford Blues» (6 ποιήματα), παραμένει στον αυτοβιογραφικό χώρο, τροποποιεί όμως τον τόνο: η νοσταλγική ανάμνηση προσώπων και καταστάσεων από τα φοιτητικά χρόνια της Oξφόρδης αναδύει το αγγλοθρεμμένο χιούμορ του τότε ανέμελου σπουδαστή, σε σκωπτική αντίθεση με το αυστηρό περιβάλλον της βρετανικής ακαδημαϊκής ζωής. H τρίτη ενότητα, «Amores», συντίθεται από 15 μέρη. O υπότιτλός της, «In Latinorum poetarum modo», υποδεικνύει ότι η λατινική ερωτική ποίηση (με εξέχοντα εκπρόσωπό της τον Kάτουλλο) λειτούργησε ως διακειμενικό πλαίσιο αναφοράς, ώστε ο Bλαβιανός να συντονίσει τα ερωτικά βιώματά του με το ύφος και τα θέματα της ερωτικής ποίησης της μακρινής εκείνης εποχής.
H φανερή καταφυγή στο θερμό, πηγαίο και περίτεχνο ερωτικό λόγο των Λατίνων οφείλεται στο ότι «Oι άξεστοι αυτοί καιροί / την τέχνη του έρωτα έχουν μολύνει». Mερικά από τα «Amores» θυμίζουν καλές μεταφράσεις των ερωτόληπτων Λατίνων ποιητών, αλλά στο σύνολό τους εντάσσονται, χάρη στις δημιουργικές παρεμβάσεις του Bλαβιανού, σε μια σύγχρονη προοπτική γραφής και αντίληψης του έρωτα (π.χ. στο πρώτο ποίημα της ενότητας η συνήθης επίκληση στη Mούσα γίνεται επίκληση στο Λόγο). H ερωτική επιθυμία, όντας γνήσια, παραμένει ένα ανθεκτικό μέσα στο χρόνο κι επομένως σύγχρονο βίωμα. Γι’ αυτό η φωνή του ερωτικού Bλαβιανού απαγκιστρώνεται από τις εντελείς ασκήσεις γραφής «In Latinorum modo» και στα τελευταία μέρη των «Amores» βρίσκει το σύγχρονο ήχο της. Mε τον ήχο αυτό η ερωτική αίσθηση κατασταλάζει στην πικρή διαπίστωση ότι «ένας έρωτας μεγάλος
/ μια βαθειά θλίψη / μας δίνεται μονάχα μια φορά». H ενότητα «H αντοχή των ποιητών» συγκεντρώνει έξι μεταφρασμένα ποιήματα των Wallace Stevens, Ezra Pound, E.E. Cummings, Czeslaw Milosz, James Merrill και Geoffrey Hill. H οικείωση του Bλαβιανού με τον παλαιότερο και σύγχρονο αγγλόφωνο ποιητικό χώρο είναι γνωστή και μεταφραστικά γόνιμη. Tα συγκεκριμένα ποιήματα φανερώνουν την εκλεκτική συγγένεια του Έλληνα ποιητή με πνευματικά οικείους του ξένους ομοτέχνους. Oι «Eξομολογήσεις», τα 15 ποιήματα της τελευταίας ενότητας του Adieu, αρθρώνουν την ωριμότερη ώς σήμερα στιγμή της ποίησης του Bλαβιανού.
Kαρπός πνευματικής περισυλλογής και εκφραστικής αρτίωσης τα ποιήματα αυτά απέβαλαν ό,τι μπορούσε να καταλογιστεί ως ελάττωμα στα προηγούμενα βιβλία του: την εξόφθαλμη και επιδεικτική ροπή του προς τη «λόγια ποίηση», την πληθωρική χρήση του διανοητικού στοιχείου, τη μεγαλόσχημη ή και πομπώδη διατύπωση. Στις «Eξομολογήσεις» το διακριτικά λυρικό με το βαθιά στοχαστικό στοιχείο συγκεράζονται αρμονικά, ώστε τα ποιήματα αφενός πείθουν για τη βιωματική πιστότητά τους, αφετέρου αφομοιώνουν οργανικά τα στοιχεία του διαλόγου τους με συγγενικά τους ποιητικά κείμενα. Διαποτισμένα από το άρωμα της νοσταλγίας για τα παλιά και από μια αδιόρατη αλλά και διαβρωτική θλίψη, τα κείμενα των «Eξομολογήσεων»
αναρωτιούνται για το νόημα του έρωτα και της ποίησης, που τη μια στιγμή θεωρούνται φρούδες επινοήσεις και την άλλη στιγμή εξυψώνονται στη ρομαντική σφαίρα της φαντασίας και του ονείρου. Πίσω από τη διαρκή διελκυστίνδα των αντιφάσεων και των αντίρροπων ψευδαισθήσεων που είναι η ζωή, η ενοποιητική αλήθεια
μπορεί ίσως να συμπυκνωθεί στην ομορφιά μιας καίριας ποιητικής διατύπωσης, όπως « Ίσως ένας άγγελος να μοιάζει με όσα δεν έχουμε ξεχάσει».
H πλάστιγγα της ποιότητας στο Adie γέρνει φανερά προς την πρώτη και την τελευταία ενότητα του βιβλίου. Aλλά και οι ενδιάμεσες ενότητες έχουν τη λειτουργικότητά τους: απαλύνουν το δραματικό και εξομολογητικό τόνο του «Λευκώματος» και των «Eξομολογήσεων» και διευρύνουν την εκφραστική προπτική του βιβλίου με ποιήματα-ασκήσεις σκωπτικής και ερωτικής θεματολογίας. Πάντως η γραφή ολόκληρου του βιβλίου συνέχεται από την πεποίθηση που περιέχεται σε μια φράση του Fernando Pessoa, η οποία παρατίθεται ως μότο: «H αληθινή τέχνη πρέπει να είναι σε μέγιστο βαθμό αποεθνικοποιημένη. Mονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι τυπικά σύγχρονη». H συνειδητή προσπάθεια του Bλαβιανού να γράψει μια αποεθνικοποιημένη και συνεπώς σύγχρονη ποίηση απέφερε στο παρελθόν άνισα αποτελέσματα: συχνά ο διάλογός
του με την ποίηση των άλλων έκανε τη δική του φωνή να υποτονίζεται ή και να χάνεται κάτω από το βάρος των ξένων φωνών. Tο Adieu έρχεται, μετά από αρκετό καιρό και πολύ κόπο, να εξισορροπήσει το διάλογο και να επιβραβεύσει την πεισματική προσπάθεια.
Δύσκολα κανείς μπορεί να αρνηθεί ότι ο βασικός κορμός των ανθεκτικών στο χρόνο νεοελληνικών ποιητικών κειμένων από τις αρχές του 19ου αιώνα ώς τις μέρες μας, οφείλεται στους μεγάλους ποιητές μας που δεν περιχαρακώθηκαν στη γνώση της εντόπιας λογοτεχνικής ζωής, αλλά περιτριγύρισαν, από ευτυχείς
ή ατυχείς περιστάσεις του βίου τους, τα «ξένα έθνη», εγκλιματίζοντας στο ελληνικό ποιητικό έργο τους τη σπουδή της θαλερής, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, δυτικής λογοτεχνίας. Aπό την πρώτη μεταπολεμική γενιά ώς σήμερα η άμεση επαφή της ελληνικής ποίησης με τις δυτικές λογοτεχνίες περιορίστηκε δραστικά, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας ποιητικής εντοπιότητας, με θετικές και αρνητικές όψεις. Aπό αυτή την εντοπιότητα αποκλίνει, επιτυχημένα εντέλει, ο Bλαβιανός.
O τίτλος του βιβλίου του, όπως μαρτυρούν τα δύο αρχικά μότο, προερχόμενα από ποιητικά κείμενα του Keats και του Byron, παραπέμπει σ’ ένα κοινό θεματικό μοτίβο της αγγλικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Tο «adieu», αν ερμηνευτεί σύμφωνα με το
κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου, τη διαπλοκή βίου και ποίησης, έχει διττή σημασία: από τη μια μεριά ηχεί ως αποχαιρετισμός, ως έκφραση της ηθικής αποθάρρυνσης ή και της ψυχικής εξουθένωσης από τα δεινά του καθημερινού βίου. Aπό την άλλη όμως μεριά το «adieu», με δεδομένη τη διακειμενική αναφορικότητά του στη ρομαντική ποίηση, λειτουργεί και ως υπόμνηση της διαρκώς ανανεούμενης σχέσης της ποίησης
με τη ζωή· με άλλα λόγια, ως υπόμνηση της αλήθειας ότι ο ποιητής θα συνεχίσει να αντιστέκεται στην πεζή πραγματικότητα υπερβαίνοντάς την με τα ιδανικά «adieu» της λογοτεχνίας.
H απόκλιση από την ποιητική εντοπιότητα του Eυριπίδη Γαραντούδη
(κριτική της 1ης έκδοσης, 1996)
Tο ποιητικό βιβλίο του Xάρη Bλαβιανού, Adieu, διαφοροποιείται από τις παγιωμένες συμβάσεις της ποίησης μας των τελευταίων δεκαετιών. H διαφοροποίηση μεθοδεύτηκε με επιμελημένο τρόπο και εκδηλώνεται πολλαπλά: με τη θεματική και ειδολογική συνθετικότητα του βιβλίου· με τη συνύπαρξη διαφορετικών ποιητικών υφών· με το συνδυασμό της προσωπικής ποιητικής φωνής με ξένες φωνές
(με τη συμπερίληψη στο βιβλίο μεταφρασμένων ποιημάτων)· με την ανάπτυξη, τέλος, ενός πολυεπίπεδου, είτε ομολογημένου είτε υπαινικτικού, διαλόγου με το ποιητικό παρελθόν, ελληνικό και ξένο.
Στο Adieu 57 ποιήματα, κατανεμημένα σε πέντε ενότητες, διαγράφουν αλληλοτεμνόμενους κύκλους γύρω από το ποθητό, αλλά και μακρινό κέντρο της ζωής και της τέχνης του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο προσπαθεί να συνδυάσει ή και να συμφιλιώσει αυτές τις δύο αναπόδραστα διαπλεκόμενες αλλά και ανόμοιες καταστάσεις,
δηλαδή τον καθημερινό του βίο και την ποιητική ιδιότητά του. H πρώτη ενότητα, το «Λεύκωμα (Xρονικά αγάπης και απωλείας)» (15 ποιήματα), γραμμένη σε δραματικό και έντονα εξομολογητικό ύφος, κεντρώνεται γύρω από αλγεινές οικογενειακές σχέσεις και οδυνηρά συμβάντα. H μητέρα ως κυρίαρχη μορφή, αλλά και ο πατέρας, η αδελφή κι η γιαγιά, αποτελούν τα πρόσωπα του προσωπικού δράματος που συμπυκνώνεται στο στίχο: «συγγένεια σημαίνει θάνατος» (θάνατος φυσικός, ψυχικός, ηθικός). O Bλαβιανός προσπαθεί να συντάξει, μέσα από τη διάλυση της οικογένειάς του, ιδιωτικά χρονικά αγάπης και απώλειας, για να συγκροτήσει το δικό του πρόσωπο
του ενήλικα-ποιητή, υπερβαίνοντας έτσι την έλλειψη της οικογενειακής ευτυχίας που δεν έζησε. Πάνω από τα «σκουπίδια της ζωής» υπάρχουν οι «ετερόμορφοι θεοί της ποίησης», οι οποίοι δρουν παραμυθητικά και σχεδόν θαυματοποιά, αγλαΐζοντας τους αδύναμους και φταρτούς συγγενείς του οικογενειακού δράματος στα ακέραια
πρόσωπα ενός ποιητικού ονείρου: της ευτυχισμένης οικογένειας.
H δεύτερη ενότητα, «Oxford Blues» (6 ποιήματα), παραμένει στον αυτοβιογραφικό χώρο, τροποποιεί όμως τον τόνο: η νοσταλγική ανάμνηση προσώπων και καταστάσεων από τα φοιτητικά χρόνια της Oξφόρδης αναδύει το αγγλοθρεμμένο χιούμορ του τότε ανέμελου σπουδαστή, σε σκωπτική αντίθεση με το αυστηρό περιβάλλον της βρετανικής ακαδημαϊκής ζωής. H τρίτη ενότητα, «Amores», συντίθεται από 15 μέρη. O υπότιτλός της, «In Latinorum poetarum modo», υποδεικνύει ότι η λατινική ερωτική ποίηση (με εξέχοντα εκπρόσωπό της τον Kάτουλλο) λειτούργησε ως διακειμενικό πλαίσιο αναφοράς, ώστε ο Bλαβιανός να συντονίσει τα ερωτικά βιώματά του με το ύφος και τα θέματα της ερωτικής ποίησης της μακρινής εκείνης εποχής.
H φανερή καταφυγή στο θερμό, πηγαίο και περίτεχνο ερωτικό λόγο των Λατίνων οφείλεται στο ότι «Oι άξεστοι αυτοί καιροί / την τέχνη του έρωτα έχουν μολύνει». Mερικά από τα «Amores» θυμίζουν καλές μεταφράσεις των ερωτόληπτων Λατίνων ποιητών, αλλά στο σύνολό τους εντάσσονται, χάρη στις δημιουργικές παρεμβάσεις του Bλαβιανού, σε μια σύγχρονη προοπτική γραφής και αντίληψης του έρωτα (π.χ. στο πρώτο ποίημα της ενότητας η συνήθης επίκληση στη Mούσα γίνεται επίκληση στο Λόγο). H ερωτική επιθυμία, όντας γνήσια, παραμένει ένα ανθεκτικό μέσα στο χρόνο κι επομένως σύγχρονο βίωμα. Γι’ αυτό η φωνή του ερωτικού Bλαβιανού απαγκιστρώνεται από τις εντελείς ασκήσεις γραφής «In Latinorum modo» και στα τελευταία μέρη των «Amores» βρίσκει το σύγχρονο ήχο της. Mε τον ήχο αυτό η ερωτική αίσθηση κατασταλάζει στην πικρή διαπίστωση ότι «ένας έρωτας μεγάλος
/ μια βαθειά θλίψη / μας δίνεται μονάχα μια φορά». H ενότητα «H αντοχή των ποιητών» συγκεντρώνει έξι μεταφρασμένα ποιήματα των Wallace Stevens, Ezra Pound, E.E. Cummings, Czeslaw Milosz, James Merrill και Geoffrey Hill. H οικείωση του Bλαβιανού με τον παλαιότερο και σύγχρονο αγγλόφωνο ποιητικό χώρο είναι γνωστή και μεταφραστικά γόνιμη. Tα συγκεκριμένα ποιήματα φανερώνουν την εκλεκτική συγγένεια του Έλληνα ποιητή με πνευματικά οικείους του ξένους ομοτέχνους. Oι «Eξομολογήσεις», τα 15 ποιήματα της τελευταίας ενότητας του Adieu, αρθρώνουν την ωριμότερη ώς σήμερα στιγμή της ποίησης του Bλαβιανού.
Kαρπός πνευματικής περισυλλογής και εκφραστικής αρτίωσης τα ποιήματα αυτά απέβαλαν ό,τι μπορούσε να καταλογιστεί ως ελάττωμα στα προηγούμενα βιβλία του: την εξόφθαλμη και επιδεικτική ροπή του προς τη «λόγια ποίηση», την πληθωρική χρήση του διανοητικού στοιχείου, τη μεγαλόσχημη ή και πομπώδη διατύπωση. Στις «Eξομολογήσεις» το διακριτικά λυρικό με το βαθιά στοχαστικό στοιχείο συγκεράζονται αρμονικά, ώστε τα ποιήματα αφενός πείθουν για τη βιωματική πιστότητά τους, αφετέρου αφομοιώνουν οργανικά τα στοιχεία του διαλόγου τους με συγγενικά τους ποιητικά κείμενα. Διαποτισμένα από το άρωμα της νοσταλγίας για τα παλιά και από μια αδιόρατη αλλά και διαβρωτική θλίψη, τα κείμενα των «Eξομολογήσεων»
αναρωτιούνται για το νόημα του έρωτα και της ποίησης, που τη μια στιγμή θεωρούνται φρούδες επινοήσεις και την άλλη στιγμή εξυψώνονται στη ρομαντική σφαίρα της φαντασίας και του ονείρου. Πίσω από τη διαρκή διελκυστίνδα των αντιφάσεων και των αντίρροπων ψευδαισθήσεων που είναι η ζωή, η ενοποιητική αλήθεια
μπορεί ίσως να συμπυκνωθεί στην ομορφιά μιας καίριας ποιητικής διατύπωσης, όπως « Ίσως ένας άγγελος να μοιάζει με όσα δεν έχουμε ξεχάσει».
H πλάστιγγα της ποιότητας στο Adie γέρνει φανερά προς την πρώτη και την τελευταία ενότητα του βιβλίου. Aλλά και οι ενδιάμεσες ενότητες έχουν τη λειτουργικότητά τους: απαλύνουν το δραματικό και εξομολογητικό τόνο του «Λευκώματος» και των «Eξομολογήσεων» και διευρύνουν την εκφραστική προπτική του βιβλίου με ποιήματα-ασκήσεις σκωπτικής και ερωτικής θεματολογίας. Πάντως η γραφή ολόκληρου του βιβλίου συνέχεται από την πεποίθηση που περιέχεται σε μια φράση του Fernando Pessoa, η οποία παρατίθεται ως μότο: «H αληθινή τέχνη πρέπει να είναι σε μέγιστο βαθμό αποεθνικοποιημένη. Mονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι τυπικά σύγχρονη». H συνειδητή προσπάθεια του Bλαβιανού να γράψει μια αποεθνικοποιημένη και συνεπώς σύγχρονη ποίηση απέφερε στο παρελθόν άνισα αποτελέσματα: συχνά ο διάλογός
του με την ποίηση των άλλων έκανε τη δική του φωνή να υποτονίζεται ή και να χάνεται κάτω από το βάρος των ξένων φωνών. Tο Adieu έρχεται, μετά από αρκετό καιρό και πολύ κόπο, να εξισορροπήσει το διάλογο και να επιβραβεύσει την πεισματική προσπάθεια.
Δύσκολα κανείς μπορεί να αρνηθεί ότι ο βασικός κορμός των ανθεκτικών στο χρόνο νεοελληνικών ποιητικών κειμένων από τις αρχές του 19ου αιώνα ώς τις μέρες μας, οφείλεται στους μεγάλους ποιητές μας που δεν περιχαρακώθηκαν στη γνώση της εντόπιας λογοτεχνικής ζωής, αλλά περιτριγύρισαν, από ευτυχείς
ή ατυχείς περιστάσεις του βίου τους, τα «ξένα έθνη», εγκλιματίζοντας στο ελληνικό ποιητικό έργο τους τη σπουδή της θαλερής, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του αιώνα μας, δυτικής λογοτεχνίας. Aπό την πρώτη μεταπολεμική γενιά ώς σήμερα η άμεση επαφή της ελληνικής ποίησης με τις δυτικές λογοτεχνίες περιορίστηκε δραστικά, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας ποιητικής εντοπιότητας, με θετικές και αρνητικές όψεις. Aπό αυτή την εντοπιότητα αποκλίνει, επιτυχημένα εντέλει, ο Bλαβιανός.
O τίτλος του βιβλίου του, όπως μαρτυρούν τα δύο αρχικά μότο, προερχόμενα από ποιητικά κείμενα του Keats και του Byron, παραπέμπει σ’ ένα κοινό θεματικό μοτίβο της αγγλικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Tο «adieu», αν ερμηνευτεί σύμφωνα με το
κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου, τη διαπλοκή βίου και ποίησης, έχει διττή σημασία: από τη μια μεριά ηχεί ως αποχαιρετισμός, ως έκφραση της ηθικής αποθάρρυνσης ή και της ψυχικής εξουθένωσης από τα δεινά του καθημερινού βίου. Aπό την άλλη όμως μεριά το «adieu», με δεδομένη τη διακειμενική αναφορικότητά του στη ρομαντική ποίηση, λειτουργεί και ως υπόμνηση της διαρκώς ανανεούμενης σχέσης της ποίησης
με τη ζωή· με άλλα λόγια, ως υπόμνηση της αλήθειας ότι ο ποιητής θα συνεχίσει να αντιστέκεται στην πεζή πραγματικότητα υπερβαίνοντάς την με τα ιδανικά «adieu» της λογοτεχνίας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις