0
Your Καλαθι
Britannica
Στιγμιότυπα μιας διαφορετικής, αλλά πάντοτε ίδιας, ανθρώπινης κωμωδίας
Περιγραφή
"Ο Νίτσε έχασε τα μυαλά του γιατί σκεφτόταν πολύ. Εγώ σκέφτομαι ελάχιστα άρα δεν κινδυνεύω να τα χάσω", αναφώνησε ο Νιζίνσκι στο φρενοκομείο.
"Ένα ζευγάρι μπότες ειναι προτιμότερες σε κάθε περίπτωση από τον Πούσκιν. Ο Πούσκιν είναι μια βλακώδης πολυτέλεια".
Ο Ντοστογιέφσκι σε άρθρο του στην εφημερίδα Epocka.
"Ψαρόσουπα". Ο Σαλβαντόρ Νταλί σχολιάζοντας έναν πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ.
"Δεν διαβάζω ποτέ ένα βιβλίο πριν γράψω κριτική γι' αυτό, για να μην είμαι προκατειλημμένος υπέρ του".
Ο Σίντνεϋ Σμιθ στον μπάτλερ του, όταν ο τελευταίος τον ρώτησε αν είχε διαβάσει την Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γίββωνα.
"Γλυπτό είναι αυτό στο οποίο σκοντάφτεις όταν κάνεις μερικά βήματα πίσω για να κοιτάξεις έναν πίνακα".
Ο Μπαρνέτ Νιούμαν απαντώντας σε σχετική ερώτηση φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η «Britannica» του Χάρη Βλαβιανού είναι μια άλλου τύπου εγκυκλοπαίδεια από την κλασική ομότιτλή της. Είναι μια συλλογή αποφθεγμάτων, παραδόξων, συμπτώσεων και περιστατικών, που αναδεικνύει την ανθρώπινη όψη διάσημων μορφών της τέχνης και της πολιτικής και ρίχνει έναν πλάγιο φωτισμό στην επίσημη ιστορία των Γραμμάτων. Μπορεί στις σελίδες της να παρελαύνουν μείζονες φυσιογνωμίες του δυτικού πολιτισμού, αλλά δεν θα βρούμε εδώ συγκεντρωμένες ουδέτερες πληροφορίες για το έργο τους, τη ζωή ή την εποχή τους, αλφαβητικά διατεταγμένες. Μάλλον, ακούμε τις ίδιες τις φωνές τους, γινόμαστε μάρτυρες μύχιων πτυχών του βίου τους, με μια αμεσότητα που εξασφαλίζουν τόσο η φύση του στιγμιότυπου όσο και η καίρια απόδοσή του από τον Βλαβιανό στη γλώσσα μας. Ετσι η «Britannica», που φιλοξενήθηκε αρχικά σε ειδική «στήλη» της ένθετης «Βιβλιοθήκης», ζωντανεύει τους νεκρούς ήρωες του παρελθόντος, αντί να συνεργεί στην εξωραΐζουσα παγίωση που συνεπάγεται η ένταξή τους στον «κανόνα» και την ύλη της παραδοσιακής εγκυκλοπαίδειας.
Είναι γνωστό ότι κάθε προσωπική συλλογή εγγίζει το χαοτικό και συνεπώς υπονομεύει την τάξη της Παράδοσης, ακριβώς επειδή φέρει τη σφραγίδα των ιδιαίτερων παθών και της βιογραφίας του συλλέκτη. Η μακροχρόνια αποθησαύριση ιδιωτικών στιγμών επιφανών προσώπων ενεργοποιείται από το πάθος της μνήμης και μιας υπόγειας ταύτισης με τις απόκοσμες φωνές που επικαιροποιεί ο ανθολόγος. Ο Βλαβιανός σταχυολογεί ανέκδοτα και στιγμιότυπα που αντανακλούν τα δικά του ενδιαφέροντα και τους δικούς του ήρωες ως ποιητή και αναγνώστη. Η κίνηση αυτή, όπως επισημαίνει ο Αρανίτσης στο επίμετρο της έκδοσης, πράγματι θυμίζει το παιχνίδι «Fort-Da», που ανέλυσε ο Φρόιντ -ένα παιχνίδι που αποσκοπεί στο να χειριστεί κανείς την αμετάκλητη απουσία και συνάμα το βασανιστικό κύρος των παλιών αυθεντιών, ανακαλώντας τες με το δικό του τρόπο. Ομως, ταυτόχρονα, η συλλογή αυτή υπερβαίνει τον προσωπικό της χαρακτήρα, στο βαθμό που αναφέρεται σε διάσημες μορφές της παγκόσμιας παράδοσης που έχουμε κληρονομήσει όλοι. Αλλωστε, σε μια στείρα κοινωνία του θεάματος σαν τη σημερινή, που διασημότητες είναι κυρίως οι τηλεοπτικοί αστέρες και κάποιοι εφήμεροι ψυχαγωγοί, συμμερίζεται κανείς ολόψυχα μια διακαή νοσταλγία για άλλες εποχές και αξίες, για περασμένα πρόσωπα, δυσεύρετης πλέον καλλιέργειας, που συναρπάζουν με την ιδιοσυγκρασία και την ευφυΐα τους ακόμη κι όταν «συλλαμβάνονται» στις πιο ανύποπτες στιγμές. Παράδειγμα, η περίπτωση του Λόρενς, ο οποίος κουβαλούσε πάντα στο σάκο του τα άπαντα του Αισχύλου και όταν ρωτήθηκε, μεσούσης της αραβικής εξέγερσης, αν τα διαβάζει στο πρωτότυπο, απάντησε: «Φαντάζεστε ότι μπορεί κανείς να διασχίσει την έρημο πάνω σε καμήλα διαβάζοντας τον Αγαμέμνονα στα αγγλικά; Θα ήταν αφόρητο. Ούτε ο πιο σκληροτράχηλος Βρετανός στρατιώτης δεν θα άντεχε τέτοιο μαρτύριο».
Ωστόσο, μήπως η έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση τελικά συντελεί στην απομυθοποίηση των ιερών τεράτων της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Στα λήμματα αυτής της ιδιότυπης «Britannica» λογοτέχνες, ζωγράφοι, μουσικοί, πολιτικοί επιδίδονται σε λεκτικές ξιφομαχίες με κριτές και ομότεχνούς τους κι εκπλήσσουν με τη μικροπρέπεια, τις εμμονές, την αλαζονεία, τις αδυναμίες, τα πάθη και τα παθήματά τους. Ομως, τα παράδοξα στιγμιότυπα που περισυλλέγει εδώ ο Βλαβιανός, δεν περικλείουν απλώς το πνεύμα μιας εποχής ή το στίγμα και τις αντιφάσεις μιας μεγάλης προσωπικότητας, αλλά εμμέσως αναδεικνύουν ως πραγματικό πρωταγωνιστή την ειρωνεία -δηλαδή την κάθετη επίθεση στην κοινή λογική, το κοινότοπο και την κενοδοξία. Οταν ο εκκολαπτόμενος τότε ποιητής Στίβεν Σπέντερ χτύπησε την πόρτα του γραφείου τού Ελιοτ στον εκδοτικό οίκο που εργαζόταν και δήλωσε ορμητικά: «Θέλω να γίνω ποιητής», έλαβε την ευθύβολη απάντηση: «Αν μου λέγατε ότι θέλετε να γράψετε ποιήματα, θα το καταλάβαινα. Ποιητής όμως τι σημαίνει;». Ακόμη πιο δριμύς αποδεικνύεται ο περίφημος είρωνας Τζόναθαν Σουίφτ, απευθυνόμενος σε νεαρό ποιητή: «Πράγματι ωραίος στίχος. Ο μόνος ωραίος στίχος μέσα στο ποίημα. Θα ήθελα να 'ξερα από ποιον τον έκλεψες». Αξιοσημείωτη είναι και η υπεροπτική ρήση του νεαρού Τζόις, κατά την έξοδό του από την οικία του διάσημου Ιρλανδού ποιητή Γέιτς: «Δυστυχώς συναντηθήκαμε πολύ αργά. Είστε πια πολύ γέρος για να υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να επηρεάσω το έργο σας». Σημειωτέον ότι και ο Γέιτς ανταπέδωσε το χτύπημα με υπερβάλλουσα κομψότητα, εξομολογούμενος, λίγο αργότερα, ότι δεν είχε ξανασυναντήσει άλλον επίδοξο λογοτέχνη που να έχει τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση για το έργο το οποίο δεν είχε ακόμα παραγάγει.
Οσο κι αν οι έριδες ανάμεσα σε αυτά τα υπερμεγέθη «εγώ» κάποιες φορές ξαφνιάζουν, επειδή περιμένουμε να έχουν κατακτήσει τη σοφία, η ειρωνική τους στάση παραπέμπει στο μέλημα που είχε θέσει ο Κόλριτζ για τους μεγάλους και πρωτότυπους ποιητές -να διαμορφώσουν το γούστο, τα αισθητικά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα κριθούν. Ακόμα και στις καθημερινές εκφάνσεις τους, οι καλλιτέχνες που συναντούμε στην «Britannica», υπηρετούν αυτόν το στόχο. Απόδειξη, το απόσπασμα από επιστολή του Αρνολντ Σένμπεργκ προς το βιογράφο του, αναφερόμενος στο Κοντσέρτο του για βιολί: «Είμαι ευτυχής που πρόσθεσα στο ρεπερτόριο άλλο ένα έργο που είναι αδύνατον να παιχθεί. Θέλω να είναι δύσκολο. Θέλω επίσης το μικρό δάκτυλο να μεγαλώσει». Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι στο διαβατήριό του ο Στραβίνσκι κάτω από την ένδειξη επάγγελμα είχε γράψει: «Εφευρέτης ήχων».
Στο σύνολό τους, τα θραύσματα ζωής ιστορικών προσώπων που περιέχει η «Britannica» αποτελούν ένα εξαιρετικά απολαυστικό ανάγνωσμα με αμείωτα γρήγορο ρυθμό. Κάθε ανέκδοτο είναι μια έκπληξη που μας εκθέτει σε πιο ενεργοποιημένες συνειδήσεις και πολυδιάστατες ζωές από το συνηθισμένο και ρίχνει κλεφτές ματιές στον άνθρωπο πίσω από το έργο. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται εδώ η στενή σχέση μεταξύ βιογραφίας και ιστορίας -αλλά πιο σημαντική διαπίστωση ακόμα είναι η ιδιαιτερότητα της σχέσης μεταξύ βίου και έργου, όπως ανακύπτει από τα στιγμιότυπα αυτά. Το συμπέρασμα ότι μόνιμη μέριμνα και δέσμευση των πραγματικών δημιουργών είναι το έργο τους προβάλλει πιο ανάγλυφα, ειδικά σε εκείνα τα περιστατικά που αναφέρονται στην ύστατη στιγμή προ του τέλους. Προκαλεί το θαυμασμό, και μαζί ένα ελαφρό μειδίαμα, η άρση του ορίου μεταξύ έργου και πραγματικότητας στο παράδειγμα του Μπαλζάκ, ο οποίος ψιθύρισε λίγο πριν πεθάνει: «Φωνάξτε τον Μπιανσόν. Μόνον αυτός μπορεί να με σώσει» -εννοώντας το γιατρό που εμφανίζεται στο μυθιστόρημά του «Le Pere Goriot». Περισσότερο ακόμα συγκινεί η ψυχαναγκαστική αυταπάρνηση του Προυστ, ο οποίος, ενώ πέθαινε, «ζήτησε από τον υπηρέτη του να εντοπίσει στα χειρόγραφά του τη σελίδα όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές ενός ευγενή, λέγοντας: "τώρα που βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση μ' αυτόν, πρέπει να διορθώσω κάποιες ανακρίβειες"». Τέτοια περιστατικά φανερώνουν αυτό που ίσως όλοι ήδη διαισθανόμαστε -ότι μπορεί η ζωή των μεγάλων δημιουργών να διαφωτίζει ενίοτε το έργο τους, όμως για εκείνους το έργο τους ήταν σίγουρα η ζωή τους.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/08/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Δεν διαβάζω ποτέ ένα βιβλίο προτού γράψω κριτική γι' αυτό, για να μην είμαι προκατειλημμένος υπέρ του». Αυτό είναι ένα από τα 666 ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα που απαρτίζουν τον τόμο Britannica, όλα περισυλλεγμένα, μεταφρασμένα, ενίοτε σχολιασμένα και επιμελημένα από τον Χάρη Βλαβιανό. Το σύντομο και αποσπασματικό αυτό βιβλίο ωστόσο υπαγορεύει όχι μία αλλά πολλαπλές αναγνωστικές επισκέψεις, αφού τα κομμάτια που το αποτελούν μοιάζουν με ταξιδιώτες σε μιαν ιδιότυπη περιπλάνηση χωρίς προσανατολισμό και τελικό προορισμό. (Με αυτή την έννοια είναι πολύ επιτυχημένη η μεταφορά τού Britannica με ένα πλοίο «που ναυάγησε στα ρηχά», όπως το φαντάζεται στο επίμετρό του ο Ευγένιος Αρανίτσης.) Αναφερόμενες στην πλειονότητά τους στον κόσμο της λογοτεχνίας αλλά και στις υπόλοιπες τέχνες (μουσική, εικαστικές τέχνες, κινηματογράφος), τούτες οι ρήσεις με το άλλοτε σκωπτικό και χαριτωμένο, άλλοτε μνησίκακο και αλαζονικό αλλά οπωσδήποτε ακίνδυνο πια ύφος τους εξυφαίνουν μια φαντασμαγορία του δυτικού πνεύματος, τα παραλειπόμενα της πνευματικής ζωής που, όπως τονίζει ο Βλαβιανός στον πρόλογό του, συνιστούν μια παράδοση τόσο παλιά όσο και το να τρώει κανείς με παρέα.
Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλα φιλολογικά είδη που απαιτούν απερίσπαστη προσήλωση και προσοχή, τέτοιου είδους ανθολογήσεις επιτρ1έπουν μιαν άνετη, χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς ανάγνωση, προσαρμοσμένη στους αβασάνιστους κυματισμούς μιας ονειροπόλησης. Μπορεί κανείς, λόγου χάριν, να ξεκινήσει την ανάγνωση in medias res, αποφεύγοντας τη γραμμική ακολουθία, ακόμη και να γίνει συν-δημιουργός, σχολιάζοντας πάνω στα σπαράγματα και αναπλάθοντας τα συγκείμενά τους. Αυτού του είδους η προσέγγιση γίνεται βεβαίως εφικτή και για ακόμη έναν λόγο: διότι εδώ δεν πρόκειται για αρχειοθέτηση που προϋποθέτει κάποια συγκεκριμένη δομή ενώ τα στιγμιότυπα δεν υπακούουν σε κανένα πολυσχιδές πλέγμα καταχωρήσεων ούτε υπόκεινται σε κάποιου είδους κατηγοριοποίηση (ανάλογα με την τέχνη την οποία σχολιάζουν, την εθνικότητα ή το φύλο του συγγραφέα, την εποχή που έζησε ή δημιούργησε ο καλλιτέχνης κτλ.). Επομένως, καμία προφανής λογική δε διέπει την αρίθμηση των αποσπασμάτων, καμία ιεράρχηση ή ταξινόμηση δεν προσδίδει προνομιακή θέση σε κάποιο από αυτά.
Λανθάνουσες αποχρώσεις
Ακόμη ωστόσο και αυτή η «ουδέτερη» και «τυχαία» παράθεση των αποσπασμάτων δεν μπορεί να είναι τόσο αθώα όσο εμφανίζεται ενώ είναι προφανείς οι λανθάνουσες ιδεολογικές αποχρώσεις και πολιτισμικές προτιμήσεις. Κατά πρώτο λόγο επιβεβαιώνεται η ηγεμονική θέση της δυτικής κουλτούρας στον πνευματικό χώρο. H πλειονότητα των συμπεριλαμβανομένων ρήσεων ανήκει σε λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά ονόματα που αποτελούν τον κανόνα της δυτικής σκέψης: από τον Αριστοτέλη ως τον Χάιντεγκερ, από τον Γκαίτε ως τον Τζόις, από τον Σαίξπηρ ως τον Οσκαρ Γουάιλντ, από τη Σαπφώ ως τη Βιρτζίνια Γουλφ, από τον Μότσαρτ ως τον Σένμπεργκ, αλλά και τον Τιτσιάνο, τον Νταλί, τον Δαρβίνο, τον Φρόιντ, τον Γκράουτσο Μαρξ, τον Μπόρχες, τον Φόκνερ, τον Σεφέρη, ακόμη και τον Φρανκ Ζάπα. Επομένως δίδεται εμφανώς προτεραιότητα στο δυτικό (μητροπολιτικό) κειμενικό σώμα ενώ διαφαίνεται η απουσία ρήσεων που ανήκουν στην ανατολική (περιφερειακή) παράδοση. Δεύτερον, παρά την «αθώα», «μη κριτική», «ανέμελη» ματιά που φαίνεται να υιοθετεί ο συλλέγων τα αποσπάσματα, στην πραγματικότητα η δημοσίευσή τους είναι αποτέλεσμα επιλογών, που μαρτυρούν τις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές προτιμήσεις του συλλέκτη τους. Τρίτον, υπονοείται ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό το οποίο έχει γνώση των περισσότερων ονομάτων που φιγουράρουν στη συλλογή, καθώς επίσης και του ρόλου (έστω και αμυδρά) που έπαιξαν στη διαμόρφωση της δυτικής πνευματικής παράδοσης.
Τα παραπάνω βεβαίως επ' ουδενί αποτελούν αδυναμίες του βιβλίου ούτε μειώνουν την αναγνωστική του απόλαυση. Υπενθυμίζουν ωστόσο ότι η λογοτεχνία είναι τελικώς «μια ανθρώπινη υπόθεση και οι συγγραφείς πλάσματα με σάρκα και οστά. Με πάθη, ιδιοτελή και ευγενή κίνητρα, ποταπές και υψηλές σκέψεις, ταπεινά και αγνά αισθήματα».
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-08-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις