0
Your Καλαθι
Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο (1929-1959)
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται και ανθολογούνται για πρώτη φορά κείμενα για το ρεμπέτικο αθησαύριστα και ανέκδοτα, πέραν της πρώτης τους εμφάνισης στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της περιόδου 1929-1959. Οι δεκαετίες 1930, 1940 και 1950, στις οποίες πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας τα ανθολογούμενα κείμενα, συνιστούν κατά κοινή εκτίμηση το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου συντελέστηκε η «γέννηση», η άνθιση και η θεωρούμενη παρακμή του ρεμπέτικου τραγουδιού. Κατά συνέπεια, ενδιαφέρει απολύτως ο τρόπος με τον οποίο έγινε η υποδοχή, ο σχολιασμός, η αποτίμηση, και γενικότερα η κειμενική πραγμάτευση που επιφύλαξε για το είδος αυτό ο δημόσιος λόγος, όπως αυτός αποτυπώθηκε στη σημαντική συγχρονική πηγή που αποτελεί ο εφήμερος και περιοδικός Τύπος της εποχής. Η πληθώρα πληροφοριών, σχολίων, εκτιμήσεων και αποτιμήσεων του ρεμπέτικου που περικλείεται στις σελίδες του παρόντος τόμου, επιτρέπουν στον αναγνώστη να αποκτήσει επαρκή εικόνα της πρόσληψης του ρεμπέτικου «από τα πάνω» ή πάντως «απ' έξω», δηλαδή εκτός του κοινωνικοπολιτισμικού κόσμου που το δημιούργησε.
Κλείνουν 30 χρόνια από την έκδοση της πρώτης συλλογής ρεμπέτικων τραγουδιών απ' τον Ηλία Πετρόπουλο και το ρεμπέτικο θεωρείται επίσημα «κλασικό» είδος της νεοελληνικής μουσικής, αλλά και οριστικά νεκρό πια.
Γεννημένο στους τεκέδες του Πειραιά και μπολιασμένο με τους ανατολίτικους σκοπούς των προσφύγων της Μικρασίας, ξεκίνησε σαν τραγούδι της παρανομίας, των χασικλήδων, των λαθρόβιων και των νταήδων, για ν' αλλάξει σιγά σιγά θεματολογία, εκφράζοντας την ψυχοσύνθεση πολύ ευρύτερων στρωμάτων στα χρόνια της Κατοχής και να φτάσει στο ζενίθ του τον καιρό του Εμφυλίου, οπότε άρχισε και η επίσημη τρόπον τινά αναγνώριση των ποιοτήτων του, στιχογραφικών και μουσικών, αλλά και ο απότομος εκφυλισμός του σε «αρχοντορεμπέτικο», κι έσβησε δίχως απογόνους, αφού με την έντονη αστικοποίηση και το ανέβασμα του οικονομικού επιπέδου εξέλιπαν και οι κοινωνικές συνθήκες που το 'χαν θρέψει.
Η ιστορία του, ωστόσο, δεν έχει ακόμα γραφεί και πολλοί αγνοούν τόσο τις διάφορες τάσεις μες στο ίδιο το ρεμπέτικο (την ανανεωτική λ.χ. γνήσια λαϊκή του Τσιτσάνη έναντι των παραδοσιακών χασικλήδων του Βαμβακάρη και άλλων παλαιότερων) όσο και τον πόλεμο που του 'γινε, είτε απ' την Αστυνομία, βάσει της σύνδεσής του με την παρανομία, τα ναρκωτικά κ.λπ., είτε από το μεταξικό καθεστώς, με την απαγόρευση του αμανέ, στο πλαίσιο της κάθαρσης του «τρίτου» νεοελληνικού πολιτισμού... Διαπρεπείς λόγιοι, όπως ο βαλκανιολόγος Ν. Μοσχόπουλος, ο ποιητής Π. Σπάλας, ο κατεξοχήν προικισμένος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Μανόλης Καλομοίρης, ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας αλλά και ο Καραγάτσης ξεσπάθωσαν κατά του ρεμπέτικου (στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του ειδικά, στις δεκαετίες του '30 και του '40) και κατά του κοινωνικού λούμπεν που ανέβαζε στην επιφάνεια. Μόνο μετά τον Εμφύλιο παρουσιάστηκαν οι πρώτες φωνές υπεράσπισης, του καλού πεζογράφου Φ. Μπαρλά, του γνωστού κριτικού Α. Καραντώνη, που φτάνει όμως στην ακρισία να θεωρεί το ζεϊμπέικο αναγόμενο ετυμολογικά στον ...Δία και το ψωμί (!!!) και να πιστεύει ότι σημαίνει: «άρτος και πνεύμα»(!) ή τα ανάλογα άλλων επωνύμων, που συνέκριναν τη ρεμπέτικη μελωδία με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική ή και με τη φούγκα!
Βέβαια, τα βάσανα του ρεμπέτικου δεν τελείωσαν ούτε τα μεταπολεμικά χρόνια, αφού νέο μέτωπο εναντίον του άνοιξε τότε από την Αριστερά, η οποία, ενώ τα ύστερα χρόνια το εναγκαλίστηκε μέχρι πνιγμού, αρχικά, αντί να το αναγνωρίσει ως γνήσια δημιουργία των καταπιεσμένων λαϊκών τάξεων, το 'χε απορρίψει μετά βδελυγμίας, θεωρώντας το «παρακμιακό», δημιουργία του «άρρωστου κομματιού του λαού (!)», «μολυσμένη από τις αναθυμιάσεις του κοινωνικού βούρκου» (κατά τον μεταφραστή μάλιστα του μαρξιστικού Κεφαλαίου, Γιάννη Σκουριώτη!), προϊόν αναρχικών, υποκοσμικών, «αντικοινωνικών» κύκλων, που «αποπνέει τη φθορά και την εκφύλιση»... Κι αυτό, γιατί βέβαια το ρεμπέτικο εξέφραζε πράγματι ολόκληρο τον λαό, κι όχι μόνο τις κατευθυνόμενες από την Αριστερά μάζες προλεταριακών συνειδήσεων, ούτε υπείκε σε ψευδοπροοδευτικές κομματικές επιταγές, αλλά άκουγε τους δικούς του ρυθμούς, παραμένοντας έντονα μοιρολατρικό, μη εντασσόμενο πουθενά. Αποτέλεσμα: να μείνουν να το υπερασπίζονται μονάχα κάποια μεμονωμένα ανοιχτά πνεύματα, έξω από ιδεολογικές γραμμές, από 'δώ κι από 'κεί, ακολουθώντας δηλαδή κι αυτό τη μοίρα τόσων και τόσων μορφών Τέχνης, που αναγνωρίζονται μόνον όταν καταστούν ουσιαστικά ακίνδυνες...
Το ανθολόγιο «σπάνιων κειμένων» για το ρεμπέτικο παρέχει μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα της απήχησης του μουσικού αυτού είδους στον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο του Μεσοπολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, ξεκινώντας με μια πρώιμη μαρτυρία τού (όχι και «σημαίνοντας» δα, καθώς χαρακτηρίζεται!) δημοσιογράφου και λαογράφου Κ. Φαλτάιτς και κλείνοντας με την εξαιρετικά διεισδυτική αποτίμηση του ρεμπέτικου από τον «Παύλο Δημητρίου». Ο Κώστας Βλησίδης συνεράνισε άρθρα από δυσεύρετα έντυπα της εποχής, σώζοντάς τα από τη λήθη, παρέλειψε όμως ορισμένα βασικά κείμενα (από τον Ριζοσπάστη του '47 ή τη διάλεξη του Χατζιδάκι, το '49), με το σκεπτικό πως «έχουν ήδη ανατυπωθεί και μπορούν εύκολα να βρεθούν», στερώντας έτσι μολαταύτα στο έργο του την αρετή της πληρότητας και αναγκάζοντας τον μελετητή να προστρέξει και σ' άλλα συναφή βοηθήματα -αφού δεν βρίσκεται κιόλας σε κάθε σπίτι ο Ριζοσπάστης του '47!
Η έρευνά του, εξάλλου, σχετικά με τους συντάκτες των άρθρων θα μπορούσε να προχωρήσει βαθύτερα, να ψάξει λ.χ. τα Νεοελληνικά Ψευδώνυμα του Ντελόπουλου και ν' ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω απ' τον «Παύλο Δημητρίου», του οποίου τα γραφόμενα τόσο εκτιμά, θα 'βλεπε πως ο ίδιος άνθρωπος συνέβαλε κρίσιμα στην αναγνώριση του ρεμπέτικου στίχου ως αυτόνομου ποιητικού είδους πλάι στα δημοτικά μας τραγούδια, πως επίσης στήριξε τον Ηλία Πετρόπουλο στην απόφασή του ν' αποφύγει τη λογοκρισία κατά την έκδοση της Συλλογής του και θα 'ταν πολύτιμη και η συνάρτηση, με παλιότερο και πολύ σημαντικότερο κείμενό του, όπου έχει αποτυπωθεί η αξία του ρεμπέτικου -πρώτη ίσως φορά στη νεοελληνική λογοτεχνία καθαυτό!- ως εκφραστικού της ψυχοσύνθεσης και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων στον Εμφύλιο, και πιο συγκεκριμένα για το «Κάποια μάνα αναστενάζει»:
Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι· στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ' αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, στην απόγνωση φτασμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μήτ' ελπίδα -παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κ' ερείπεια!-, η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολάκερη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ' επιμονή κι άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ' όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο. (...)
Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψει, δέος τους κάτεχε όλους - εξομολόγηση ομαδική! Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν - διάταξαν πια να μην παίζεται, να μην ακούεται πια, στόμα που φοράει χακί να μην το τραγουδήσει, στόμα κανένα να μην το ξαναπή... μα εκείνο, ανίκητο! Σ' όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ' όλα τ' αφτιά είχε βιδωθεί, μ' όλους τους ήχους είχε δεθεί - μ' όλους τους χτύπους, μ' όλες τις καρδιές! Το κλάμα του είχε ριζώσει - σαν κισσός είχε απλώσει κι είχε όλους τους πόνους σφιχταγκαλιάσει! Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τα 'λεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της! Το "όχι" της ήταν - το ανένδοτο!...
Στα όσα πράξατε, ο λαός αυτός, σοφότερός σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δεν σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο - τον πιο βαθύ του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε να πεθάνετε - καθώς τον στέλνατε σεις. Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δικιά σας μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν είσαστε!... Πάνω στα υψώματα, απ' τα μεγάφωνα των Μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ' τα χωνιά τ' αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τέλειωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» και οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα-νύχτα ανησυχεί... (...)
Σας ενοχλούσε εσάς εκείνο το τραγούδι, κι όμως κει πάνω οι μύγες φτύναν γύρα γύρα τα χείλια, τα διεσταλμένα σ' ένα χαμόγελο απορίας! Σας ενοχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κι εμείς φορτώναμε τον αδελφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά... σας πείραζ' ένα τραγούδι εσάς.... Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδελφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες... σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!
Από τέτοια κείμενα καταλαβαίνει κανείς πολύ καλύτερα, παρά από τα επικαιρικά δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, τι ακριβώς εσήμανε το ρεμπέτικο στην ιστορία του λαού αυτού...
Αλλα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα θα μπορούσαν ακόμα να βγουν και από τη μελέτη λ.χ. του συνόλου της πεζογραφίας του Καραγάτση (του οποίου ένα έντονα σαρκαστικό για το ρεμπέτικο κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο), ώστε να φανεί αν ο συγγραφέας με την τόσο έντονα προβαλλόμενη ρεαλιστική και «γήινη» γραφή, ο τόσο κοντά στο λαϊκό αίσθημα, ένιωσε πράγματι το ρεμπέτικο ή απλώς το προσπέρασε...
Ο τόμος καλοδεχούμενος, κι ακόμα πιο καλοδεχούμενη η έρευνα που πρέπει ν' ακολουθήσει.
ΥΓ.: Το πραγματικό όνομα του «Παύλου Δημητρίου» -όχι και τόσο δύσκολο δα αίνιγμα μετά την παράθεση του παραπάνω κειμένου-, θα δοθεί στο επόμενο κομμάτι μου!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Κλείνουν 30 χρόνια από την έκδοση της πρώτης συλλογής ρεμπέτικων τραγουδιών απ' τον Ηλία Πετρόπουλο και το ρεμπέτικο θεωρείται επίσημα «κλασικό» είδος της νεοελληνικής μουσικής, αλλά και οριστικά νεκρό πια.
Γεννημένο στους τεκέδες του Πειραιά και μπολιασμένο με τους ανατολίτικους σκοπούς των προσφύγων της Μικρασίας, ξεκίνησε σαν τραγούδι της παρανομίας, των χασικλήδων, των λαθρόβιων και των νταήδων, για ν' αλλάξει σιγά σιγά θεματολογία, εκφράζοντας την ψυχοσύνθεση πολύ ευρύτερων στρωμάτων στα χρόνια της Κατοχής και να φτάσει στο ζενίθ του τον καιρό του Εμφυλίου, οπότε άρχισε και η επίσημη τρόπον τινά αναγνώριση των ποιοτήτων του, στιχογραφικών και μουσικών, αλλά και ο απότομος εκφυλισμός του σε «αρχοντορεμπέτικο», κι έσβησε δίχως απογόνους, αφού με την έντονη αστικοποίηση και το ανέβασμα του οικονομικού επιπέδου εξέλιπαν και οι κοινωνικές συνθήκες που το 'χαν θρέψει.
Η ιστορία του, ωστόσο, δεν έχει ακόμα γραφεί και πολλοί αγνοούν τόσο τις διάφορες τάσεις μες στο ίδιο το ρεμπέτικο (την ανανεωτική λ.χ. γνήσια λαϊκή του Τσιτσάνη έναντι των παραδοσιακών χασικλήδων του Βαμβακάρη και άλλων παλαιότερων) όσο και τον πόλεμο που του 'γινε, είτε απ' την Αστυνομία, βάσει της σύνδεσής του με την παρανομία, τα ναρκωτικά κ.λπ., είτε από το μεταξικό καθεστώς, με την απαγόρευση του αμανέ, στο πλαίσιο της κάθαρσης του «τρίτου» νεοελληνικού πολιτισμού... Διαπρεπείς λόγιοι, όπως ο βαλκανιολόγος Ν. Μοσχόπουλος, ο ποιητής Π. Σπάλας, ο κατεξοχήν προικισμένος Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Μανόλης Καλομοίρης, ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας αλλά και ο Καραγάτσης ξεσπάθωσαν κατά του ρεμπέτικου (στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του ειδικά, στις δεκαετίες του '30 και του '40) και κατά του κοινωνικού λούμπεν που ανέβαζε στην επιφάνεια. Μόνο μετά τον Εμφύλιο παρουσιάστηκαν οι πρώτες φωνές υπεράσπισης, του καλού πεζογράφου Φ. Μπαρλά, του γνωστού κριτικού Α. Καραντώνη, που φτάνει όμως στην ακρισία να θεωρεί το ζεϊμπέικο αναγόμενο ετυμολογικά στον ...Δία και το ψωμί (!!!) και να πιστεύει ότι σημαίνει: «άρτος και πνεύμα»(!) ή τα ανάλογα άλλων επωνύμων, που συνέκριναν τη ρεμπέτικη μελωδία με τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική ή και με τη φούγκα!
Βέβαια, τα βάσανα του ρεμπέτικου δεν τελείωσαν ούτε τα μεταπολεμικά χρόνια, αφού νέο μέτωπο εναντίον του άνοιξε τότε από την Αριστερά, η οποία, ενώ τα ύστερα χρόνια το εναγκαλίστηκε μέχρι πνιγμού, αρχικά, αντί να το αναγνωρίσει ως γνήσια δημιουργία των καταπιεσμένων λαϊκών τάξεων, το 'χε απορρίψει μετά βδελυγμίας, θεωρώντας το «παρακμιακό», δημιουργία του «άρρωστου κομματιού του λαού (!)», «μολυσμένη από τις αναθυμιάσεις του κοινωνικού βούρκου» (κατά τον μεταφραστή μάλιστα του μαρξιστικού Κεφαλαίου, Γιάννη Σκουριώτη!), προϊόν αναρχικών, υποκοσμικών, «αντικοινωνικών» κύκλων, που «αποπνέει τη φθορά και την εκφύλιση»... Κι αυτό, γιατί βέβαια το ρεμπέτικο εξέφραζε πράγματι ολόκληρο τον λαό, κι όχι μόνο τις κατευθυνόμενες από την Αριστερά μάζες προλεταριακών συνειδήσεων, ούτε υπείκε σε ψευδοπροοδευτικές κομματικές επιταγές, αλλά άκουγε τους δικούς του ρυθμούς, παραμένοντας έντονα μοιρολατρικό, μη εντασσόμενο πουθενά. Αποτέλεσμα: να μείνουν να το υπερασπίζονται μονάχα κάποια μεμονωμένα ανοιχτά πνεύματα, έξω από ιδεολογικές γραμμές, από 'δώ κι από 'κεί, ακολουθώντας δηλαδή κι αυτό τη μοίρα τόσων και τόσων μορφών Τέχνης, που αναγνωρίζονται μόνον όταν καταστούν ουσιαστικά ακίνδυνες...
Το ανθολόγιο «σπάνιων κειμένων» για το ρεμπέτικο παρέχει μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα της απήχησης του μουσικού αυτού είδους στον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο του Μεσοπολέμου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, ξεκινώντας με μια πρώιμη μαρτυρία τού (όχι και «σημαίνοντας» δα, καθώς χαρακτηρίζεται!) δημοσιογράφου και λαογράφου Κ. Φαλτάιτς και κλείνοντας με την εξαιρετικά διεισδυτική αποτίμηση του ρεμπέτικου από τον «Παύλο Δημητρίου». Ο Κώστας Βλησίδης συνεράνισε άρθρα από δυσεύρετα έντυπα της εποχής, σώζοντάς τα από τη λήθη, παρέλειψε όμως ορισμένα βασικά κείμενα (από τον Ριζοσπάστη του '47 ή τη διάλεξη του Χατζιδάκι, το '49), με το σκεπτικό πως «έχουν ήδη ανατυπωθεί και μπορούν εύκολα να βρεθούν», στερώντας έτσι μολαταύτα στο έργο του την αρετή της πληρότητας και αναγκάζοντας τον μελετητή να προστρέξει και σ' άλλα συναφή βοηθήματα -αφού δεν βρίσκεται κιόλας σε κάθε σπίτι ο Ριζοσπάστης του '47!
Η έρευνά του, εξάλλου, σχετικά με τους συντάκτες των άρθρων θα μπορούσε να προχωρήσει βαθύτερα, να ψάξει λ.χ. τα Νεοελληνικά Ψευδώνυμα του Ντελόπουλου και ν' ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω απ' τον «Παύλο Δημητρίου», του οποίου τα γραφόμενα τόσο εκτιμά, θα 'βλεπε πως ο ίδιος άνθρωπος συνέβαλε κρίσιμα στην αναγνώριση του ρεμπέτικου στίχου ως αυτόνομου ποιητικού είδους πλάι στα δημοτικά μας τραγούδια, πως επίσης στήριξε τον Ηλία Πετρόπουλο στην απόφασή του ν' αποφύγει τη λογοκρισία κατά την έκδοση της Συλλογής του και θα 'ταν πολύτιμη και η συνάρτηση, με παλιότερο και πολύ σημαντικότερο κείμενό του, όπου έχει αποτυπωθεί η αξία του ρεμπέτικου -πρώτη ίσως φορά στη νεοελληνική λογοτεχνία καθαυτό!- ως εκφραστικού της ψυχοσύνθεσης και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων στον Εμφύλιο, και πιο συγκεκριμένα για το «Κάποια μάνα αναστενάζει»:
Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι· στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ' αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, στην απόγνωση φτασμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μήτ' ελπίδα -παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κ' ερείπεια!-, η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολάκερη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ' επιμονή κι άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ' όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο. (...)
Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψει, δέος τους κάτεχε όλους - εξομολόγηση ομαδική! Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν - διάταξαν πια να μην παίζεται, να μην ακούεται πια, στόμα που φοράει χακί να μην το τραγουδήσει, στόμα κανένα να μην το ξαναπή... μα εκείνο, ανίκητο! Σ' όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ' όλα τ' αφτιά είχε βιδωθεί, μ' όλους τους ήχους είχε δεθεί - μ' όλους τους χτύπους, μ' όλες τις καρδιές! Το κλάμα του είχε ριζώσει - σαν κισσός είχε απλώσει κι είχε όλους τους πόνους σφιχταγκαλιάσει! Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τα 'λεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της! Το "όχι" της ήταν - το ανένδοτο!...
Στα όσα πράξατε, ο λαός αυτός, σοφότερός σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δεν σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο - τον πιο βαθύ του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε να πεθάνετε - καθώς τον στέλνατε σεις. Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δικιά σας μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν είσαστε!... Πάνω στα υψώματα, απ' τα μεγάφωνα των Μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ' τα χωνιά τ' αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τέλειωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» και οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα-νύχτα ανησυχεί... (...)
Σας ενοχλούσε εσάς εκείνο το τραγούδι, κι όμως κει πάνω οι μύγες φτύναν γύρα γύρα τα χείλια, τα διεσταλμένα σ' ένα χαμόγελο απορίας! Σας ενοχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κι εμείς φορτώναμε τον αδελφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά... σας πείραζ' ένα τραγούδι εσάς.... Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδελφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες... σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!
Από τέτοια κείμενα καταλαβαίνει κανείς πολύ καλύτερα, παρά από τα επικαιρικά δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, τι ακριβώς εσήμανε το ρεμπέτικο στην ιστορία του λαού αυτού...
Αλλα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα θα μπορούσαν ακόμα να βγουν και από τη μελέτη λ.χ. του συνόλου της πεζογραφίας του Καραγάτση (του οποίου ένα έντονα σαρκαστικό για το ρεμπέτικο κείμενο περιλαμβάνεται στον τόμο), ώστε να φανεί αν ο συγγραφέας με την τόσο έντονα προβαλλόμενη ρεαλιστική και «γήινη» γραφή, ο τόσο κοντά στο λαϊκό αίσθημα, ένιωσε πράγματι το ρεμπέτικο ή απλώς το προσπέρασε...
Ο τόμος καλοδεχούμενος, κι ακόμα πιο καλοδεχούμενη η έρευνα που πρέπει ν' ακολουθήσει.
ΥΓ.: Το πραγματικό όνομα του «Παύλου Δημητρίου» -όχι και τόσο δύσκολο δα αίνιγμα μετά την παράθεση του παραπάνω κειμένου-, θα δοθεί στο επόμενο κομμάτι μου!
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις