0
Your Καλαθι
Καμία ιστορία δεν τελειώνει;
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
"Τώρα πετώ αόρατος, έξω απ' το παράθυρο, γίνομαι αέρας... φου... Δεν ξέρω όμως αν θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ πια πίσω..."
Που πηγαίνουν οι ιστορίες όταν παλιώνουν; Που πηγαίνουν οι εμπειρίες, τα δάκρυα, η χαρά, ο έρωτας, το μίσος, οι προσδοκίες: Ένα παιχνίδι συναρμολόγησης γεγονότων, εμμονών και μυστικών -γοητευτικό.
Παίρνουν μέρος: Τρεις συγγραφείς -ναι, τρεις- ο Παύλος, ο Μάνος κι ο Πέτρος, μια γυναίκα που παίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές τους, η Ξένια, και το παρελθόν της οικογένειας Κορυζή, που συναρμολογείται σταδιακά μέσα από ένα παζλ αφήγησης και ημερολογιακών σημειώσεων. Σχηματίζεται μπροστά μας καρέ καρέ όπως μια κινηματογραφική ταινία που στο τέλος μας αποκαλύπτει την τρισδιάστατη ουσία της ζωής -τόσο αδιόρατη, τόσο αινιγματική και τελικά τόσο άγνωση. Άραγε, καμιά ιστορία δεν τελειώνει;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το αν μια ιστορία τελειώνει ή όχι εξαρτάται συνήθως από ποια οπτική γωνία τη βλέπει κανείς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, την ιστορία της Στέλλας Βογιατζόγλου τη βλέπουν οι ήρωές της από πολλές οπτικές. Εξάλλου οι ιστορίες στα σύγχρονα μυθιστορήματα είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, συνηθισμένες. Ιστορίες οικογενειακές, ιστορίες ανεκπλήρωτων ερώτων, ιστορίες παθιασμένων ερώτων, και τα παρόμοια. Ιστορίες της ζωής μας δηλαδή. Οι εκπλήξεις λίγες, δυσεύρετες. Εναπόκειται στο συγγραφέα να πάρει το καθημερινό, το συνηθισμένο και να του δώσει μυθιστορηματικές διαστάσεις. Να παίξει δηλαδή με τα αφηγηματικά τεχνάσματα και με τη γλώσσα. Η Στέλλα Βογιατζόγλου είναι πολύπειρη συγγραφέας. Εχει πίσω της ένα έργο είκοσι πέντε χρόνων. Το αποτελούν διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα έχει ως πυρήνα του μια οικογενειακή ιστορία με πολλαπλές διακλαδώσεις. Φαινομενικά, γιατί εκείνο που την ενδιαφέρει κυρίως είναι ο τρόπος που στήνεται αυτή η ιστορία, το πώς τη βλέπουν οι ήρωες, το μυθιστορηματικό παιχνίδι εν τέλει.
Αρχή με τεχνάσματα
Η Στέλλα Βογιατζόγλου από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματός της ξεκινάει τα τεχνάσματα. Η ίδια απομακρύνεται από τη συγγραφική της περσόνα. Την παραχωρεί στους ήρωές της. Ετσι, αντικριστά διαβάζουμε τις ημερολογιακές σημειώσεις δύο βασικών ηρώων: του Παύλου και του Μάνου. Φτασμένος συγγραφέας ο πρώτος, στην ώριμη ηλικία του, φέρελπις ο δεύτερος, στα είκοσι και κάτι χρόνια του. Θείος και ανιψιός, αντίστοιχα. Από την ημερολογιακή σημείωση του Παύλου -με ημερομηνία Αύγουστος 2001- πληροφορούμεθα ότι προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα αλλά δεν του βγαίνει. Από την ημερολογιακή σημείωση του Μάνου -με ημερομηνία Ιανουάριος 2003- μαθαίνουμε ότι αναρωτιέται αν θα γράψει το «δικό» του κείμενο χρησιμοποιώντας ή τα ημερολόγια του Παύλου ή το ημιτελές μυθιστόρημα που εκείνος έχει αφήσει. Στις επόμενες σελίδες ο Μάνος αρχίζει να «γράφει» το μυθιστόρημα που εμείς διαβάζουμε. Το οποίο είναι ένας συνδυασμός των ημερολογιακών σημειώσεων του Παύλου, των παρεμβάσεων του Μάνου και του ημιτελούς μυθιστορήματος του πρώτου, γνωστό στους μυθιστορηματικούς ήρωες ως «Γιοφύρι της Αρτας», προφανώς γιατί δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφήνοντας αναπάντητη και την αρχική ερώτηση: «Καμιά ιστορία δεν τελειώνει;». Το συνδυαστικό αυτό «μυθιστόρημά» του ο Μάνος το κλείνει με μια τελευταία δική του ημερολογιακή σημείωση, με ημερομηνία Ιανουάριος 2004, όπου αναγνωρίζει τη δύναμη του συγγραφικού παιχνιδιού, το οποίο παίζεται εκεί όπου τελειώνει η πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα όμως της Στέλλας Βογιατζόγλου, που μέσα του φύεται και αναπτύσσεται εκείνο του Μάνου, με βάση το άλλο του Παύλου, κλείνει με τις τελευταίες σκέψεις του ετοιμοθάνατου Παύλου, που κι αυτές μένουν μετέωρες. Ουσιαστικά έχουμε ένα μυθιστόρημα που έχει τη μορφή τής ρώσικης μπάμπουσκας. Το ένα ξεπηδάει μέσα από το άλλο. Περισσότερες είναι οι φωνές και οι οπτικές των ηρώων του τρισυπόστατου μυθιστορήματος. Ετσι στο πρώτο μέρος, το οποίο αποτελείται από τα ημερολόγια του Παύλου, τις παρεμβάσεις ή τις ημερολογιακές σημειώσεις του Μάνου, καθώς και από τις σημειώσεις, σε χαρτοπετσέτες, της μητέρας του δεύτερου, Ξένιας, μαθαίνουμε, με αποσπασματικό τρόπο, για τις παιδιόθεν, ερωτικές, πλην ανεκπλήρωτες, εμμονές των μυθιστορηματικών ηρώων μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, της ιδιόρρυθμης Ξένιας, με την αυτοκαταστροφική ζωή, προς τον ξάδελφό της Παύλο, ο οποίος όμως είναι ομοφυλόφιλος και δημιουργεί μια περίεργη και άκρως ανταγωνιστική σχέση με τον ανιψιό του Μάνο, και του αντικομφορμιστή Πέτρου, παιδικού φίλου Ξένιας και Παύλου, προς την πρώτη. Αντίθετα με τον Παύλο, ο Πέτρος δημιουργεί μια πατρική σχέση με τον νεαρό Μάνο και φέρελπι συγγραφέα της γενιάς του, που προκαλεί την οργή του φτασμένου αλλά τελειωμένου πια συγγραφέα θείου. Μέσα σ' όλα αυτά που, σύμφωνα με το δηλωμένο, σε ημερολόγια και σημειώσεις, χρόνο, έχουν γίνει πρόσφατα, παρεισφρέουν και κάποια χρονικά πισωγυρίσματα που αφορούν περισσότερο τη ζωή του Μάνου με τη μητέρα του, με την οποία ο νεαρός συγγραφέας δεν έχει πια καμία επαφή. Κεντρικό σημείο όλων αυτών, ο ξαφνικός θάνατος του Πέτρου και η εξαφάνιση του Παύλου, τον οποίο ξαναβρίσκουμε αργότερα στην Εντατική. Ολο αυτό το παζλ αρχίζει να αποκτά κάποια συνοχή και να δίνονται απαντήσεις σε μια σειρά μετέωρα ερωτήματα στο δεύτερο μέρος, όπου διαβάζουμε το ημιτελές μυθιστόρημα του Παύλου. Αυτή τη φορά η βεντάλια ανοίγει και ο «συγγραφέας» δίνει το λόγο στους ήρωες τους οποίους συναντούμε αποσπασματικά στο πρώτο μέρος.
Μιλούν ο ένας για τον άλλον
Ετσι εμφανίζονται να μιλούν το ένα για το άλλο όλα τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, το καθένα με τη δική του περσόνα και με τη δική του οπτική. «Ακούμε» λοιπόν την ίδια οικογενειακή ιστορία, καθώς ξετυλίγεται από το μακρινό χθες και φτάνει στο σήμερα, από διαφορετικές οπτικές. Το παιχνίδι είναι ωραίο, αλλά μερικές φορές η δόση του είναι μεγαλύτερη απ' όσο χρειάζεται, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μπερδεύεται, να μην μπορεί να καταλάβει ποιος, πού, πότε, γιατί. Επίσης κάποια γεγονότα είναι ολίγον τραβηγμένα από τα μαλλιά, όπως το ότι σαράντα μερόνυχτα περιποιόταν τον τραυματισμένο Αλέξανδρο η δεκαπεντάχρονη Λίτσα, επιπλέον επιδιδόταν μαζί του σε θερμότατες ερωτικές περιπτύξεις και δεν τον αναγνώρισε ούτε τόσο δα όταν της τον προξένεψαν αργότερα. Τόσο πια σκοτάδι πίσσα σ' αυτήν την αποθήκη!
Οσο για την οικογενειακή ιστορία, έχει τα πάντα μέσα, κρατά το αναγνωστικό ενδιαφέρον και ορισμένα από τα πρόσωπα γίνονται αγαπητά στον αναγνώστη, όπως η Ξένια ή η νεότερη Ανατολή. Πολλές γυναίκες στο προσκήνιο, η καθεμιά διαφορετική, ανάλογα και με τη γενιά της, κι ανάμεσά τους ένα κάκιστο αλλά λίαν γοητευτικό και μοιραίο αρσενικό, ποιος είπε ότι υπάρχουν μόνο μοιραίες γυναίκες; Εν κατακλείδι, αξιοπρόσεκτο και δουλεμένο μυθιστόρημα.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/02/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις