0
Your Καλαθι
Με σάρκα και οστά ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
66%
66%
Περιγραφή
Με μια αβίαστα πολύπλοκη γλώσσα, χωρίς υπεκφυγές και εξωραϊσμούς, η Κρίστα Βολφ περιγράφει στο βιβλίο αυτό την προοδευτική κατάπτωση ενός άρρωστου γυναικείου σώματος που άγεται και φέρεται σε μια απρόσωπη, ουδέτερη κλινική, έρμαιο των γιατρών και των νοσοκόμων, κάνοντας σαφείς παραλληλισμούς με την αντίστοιχη κατάρρευση ενός ολόκληρου κράτους, που δεν είναι άλλο από την πατρίδα της συγγραφέως, την πρώην Ανατολική Γερμανία. Πρόκειται για μια αλληγορική κατάβαση στον Άδη, για μια κατάδυση στα βάραθρα της ανθρώπινης ψυχής που είναι αναγκασμένη να γνωρίσει τα απώτατα όρια της αντοχής της.
Μετά από αρκετά χρόνια σιωπής, η Κρίστα Βολφ καταθέτει το πιο προσωπικό, το πιο συγκλονιστικό της βιβλίο.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν και μόλις εκατόν πενήντα σελίδες, το μυθιστόρημα της Κρίστα Βολφ είναι ασήκωτο. Η συγγραφέας -μια σπουδαία φωνή της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας- καταγράφει με συνταρακτική ακρίβεια την πολυήμερη νοσηλεία μιας γυναίκας που πάσχει από καρκίνο. Στο επίκεντρο της αφήγησης τοποθετείται το άρρωστο σώμα, η προοδευτική καταπόνησή του, οι βάναυσες θεραπείες που υφίσταται και κυρίως η σχέση της ασθενούς με αυτό. Η Βολφ παρακολουθεί τεταμένα τις παλινδρομήσεις της ηρωίδας από την απόγνωση στην αναπτέρωση, από τον άφατο πόνο στην απόλυτη βύθιση, από την ασυνειδησία στην αφύπνιση. Μέσα από τη βασανιστική της μετάβαση από την ασθένεια στην ίαση, η πρωταγωνίστρια επανεκτιμά οικεία της πρόσωπα, επαναπροσδιορίζει τα περασμένα, ανοίγει έναν σκληρό διάλογο με τον εαυτό της, ατενίζει με διαφορετική οπτική την πατρίδα της και μεταβάλλει τη θεώρησή της για τον εναπομείναντα χρόνο. Μέσω της συγκλονιστικής απεικόνισης του νοσοκομειακού μικρόκοσμου η Βολφ επιχειρεί έναν πικρό παραλληλισμό με την υποβάθμιση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Και σ' αυτή την αντανάκλαση ενός σοβαρά πάσχοντος κοινωνικού οργανισμού στην ελλειμματική νοσοκομειακή περίθαλψη εντοπίζεται ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα στοιχεία του βιβλίου.
Λεπτοδουλεμένο ψυχογράφημα
Η θεματική είναι ζοφερή και η συγγραφέας δεν προτίθεται καθόλου να τη λειάνει. Αντιθέτως, οι περιγραφές της αποτυπώνουν αμείλικτα την ψυχική και σωματική συντριβή της ηρωίδας. Η τελευταία, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε σε τρίτο, προσπαθεί να κατανοήσει τα ερεθίσματα που εκπέμπει το σώμα της. Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή της αντιστοιχεί στις στιγμές της εγρήγορσης και της νηφαλιότητας, ενώ το τρίτο πρόσωπο σημαίνει το βύθισμα στις περιοχές του ασυνείδητου. Η εναλλαγή του προσώπου εφαρμόζεται αριστοτεχνικά. Συχνά τα δύο πρόσωπα συνυπάρχουν στην ίδια φράση. Με αυτό το εύρημα η Βολφ αποδίδει πειστικά τη θρυμματισμένη ύπαρξη της ηρωίδας. Το ένα της κομμάτι διατηρεί ακόμα τη δυνατότητα και τη θέληση για σκέψη και αποτίμηση της κατάστασής της, ενώ το άλλο αφήνεται χωρίς καμία αντίσταση στη σωματική περιπέτεια. Η αφηγήτρια εκφράζεται επίσης σε δεύτερο πρόσωπο, απευθυνόμενη σε ένα αμέτοχο άτομο, στον άντρα της. Η ισχνή παρουσία του λειτουργεί σαν γέφυρα με την προηγούμενη ζωή της.
Η αρρώστια ορθώνει νέα ζητήματα και ισοπεδώνει άλλα. Οι πρότερες έγνοιες, ακόμα και οι πλέον πιεστικές, χάνουν κάθε βάρος, ενώ αυτόματες ενέργειες της καθημερινότητας αποκτούν ένα αιφνιδιαστικό νόημα. Η ηρωίδα χάνει κάθε εξουσία πάνω στο σώμα της, κάθε ικανότητα αυτοσυγκράτησης, πολλές φορές νιώθει τη συνείδησή της να κομματιάζεται, αλλά ταυτόχρονα υποψιάζεται ότι πέρα από την επώδυνη, ανέλεγκτη έκθεσή της, υπάρχει ένα κέρδος, αδιόρατο μεν, βαρύτιμο δε. Μέσα από τον απόλυτο τρόμο ανακαλύπτει ότι η ζωή της φορτίζεται με καινοφανείς διαστάσεις, ότι μετατίθενται τα όρια των προσωπικών της αντοχών, ενώ ο εσωτερικός της κόσμος τής φανερώνεται διευρυμένος, άπλετα φωτισμένος. Η ερώτηση που της θέτει ένας γιατρός υπαινίσσεται αυτό το αιματηρά αποκτημένο κέρδος. «Τη ρώτησε αν μπορούσε να αντιληφθεί ότι κάποιος που θέλει να ζει εντός της πραγματικότητας μπορούσε να βλέπει το θάνατο ως τόπο εργασίας». Φυσικά η ασθενής σπεύδει να συμφωνήσει. Καθ' όλη τη διάρκεια της ερωτοτροπίας της με το θάνατο δεν παύει να λοξοκοιτάζει τη ζωή, αυτή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και αυτή που την περιμένει. Ο θάνατος την έλκει, όχι όμως σαν υπόσχεση της λύτρωσης, αλλά σαν ένας φυσικός νόμος, όπως αυτός της βαρύτητας. Οι ανάλαφρες συζητήσεις των γιατρών, οι ζωηρές κινήσεις των νοσοκόμων, η επιμελημένη τους εμφάνιση και οι επισκέψεις του συζύγου της τής μεταφέρουν αποσπασματικές εικόνες τής «άλλης» πραγματικότητας που συνεχίζει να εκτυλίσσεται δίπλα της. Μια πραγματικότητα από την οποία νιώθει εξόριστη και η οποία την τρομοκρατεί. Ο μικρόκοσμος όπου βρίσκεται αγκυλωμένη, μολονότι τη σακατεύει ποικιλοτρόπως, της προσφέρει παράλληλα μια ιδιότυπη αίσθηση ασφάλειας και άγρυπνης προστασίας. Αυτή η, εν μέρει, απατηλή εντύπωση αποδεικνύεται παρηγορητική στο μέτρο που την απαλλάσσει από την υποχρέωση της αυτενέργειας. Η ηρωίδα βαθμιαία εξοικειώνεται, αφ' ενός, με τη νοσοκομειακή καθημερινότητα και αφ' ετέρου, με την κατάπτωση του σώματός της, με αποτέλεσμα να αισθάνεται την επανένταξη στη ζωή μία ακόμη δοκιμασία. Η λεπτοδουλεμένη από τη Βολφ ψυχοσύνθεση της ασθενούς καταδεικνύεται επίσης από την αντιφατική αντιμετώπιση της αλήθειας και τις αμφίρροπες διαθέσεις της απέναντι στην αμήχανη υποστήριξη του συντρόφου της. Η επίγνωση της κατάστασής της συνοδεύεται από εύλογο φόβο, ενώ η άγνοια και οι συνακόλουθες εικασίες επιτείνουν την ανησυχία της. Από το άλλο μέρος, ο άντρας της, παρά την προσποίηση της αισιοδοξίας, της υπενθυμίζει ότι μόνον εκείνη μπορεί να συλλάβει και να μετέχει ολοκληρωτικά σ' αυτό που συμβαίνει στη σάρκα της. Πίσω από τον τρόμο της υπάρχει θυμός που δεν ανακουφίζει, ούτε η περίθαλψη ούτε η συμπαράσταση. Η αρρώστια της γίνεται ένας απροσπέλαστος τόπος εξορίας.
Σωτήριες λέξεις
Η Βολφ μεταδίδει δεξιοτεχνικά τη φρίκη και τη σύγχυση της αφηγήτριας, καθώς η γραφή της συντονίζεται με την ευμετάβλητη ψυχολογία ενός άρρωστου και πανικοβλημένου προσώπου. Σ' αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρω την άψογη μετάφραση του Χρήστου Αστερίου, ο οποίος διαφύλαξε στο ακέραιο τη σημαντικότερη απόλαυση του μυθιστορήματος, τη δυνατή γλώσσα του. Ο τρόπος αφήγησης πιθανόν να δυσκολέψει τον αναγνώστη μέχρι αυτός να συνηθίσει τον ιδιαίτερο ρυθμό της. Από τις πρώτες κιόλας φράσεις του βιβλίου υποδηλώνεται ο καταλυτικός ρόλος των λέξεων στο επικείμενο σωματικό βάσανο. Οι λέξεις είναι οι συνδετικοί κρίκοι της ασθενούς με τη συνείδησή της. Από αυτές γραπώνεται για να μη βουλιάξει ανεπίστρεπτα στα ανοιχτά τραύματα της σάρκας, από αυτές σμιλεύει τις σκέψεις της που της επιτρέπουν να υπάρχει πέρα από τα καθημαγμένα σπλάχνα της, με αυτές ντύνεται για να περιορίσει το ξεγύμνωμά της. Οι λέξεις της αγγίζουν πια τη βαθύτερη ουσία τους. Η ηρωίδα εκφράζεται ανάλογα με τις διακυμάνσεις της υγείας της. Οταν τα συμπτώματα της ασθένειας επιδεινώνονται η αφήγηση ακολουθεί δαιδαλώδη, σκοτεινά μονοπάτια, ζωντανεύει πεθαμένες μορφές, αναπαριστά ονειρικά βιώματα και συνειρμικές εικόνες, διαστρεβλωμένες εμπειρίες. Ο χρόνος διαστέλλεται και ρευστοποιείται, έτσι ώστε να χωρά παρελθόν και παρόν μαζί, αξεδιάλυτα. Μόνος σταθερός είναι ο πόνος. Αυτός συνιστά τη νέα ταυτότητα της ασθενούς, αυτός τέμνει το χρόνο της, αυτός οροθετεί τον τόπο της. Ωστόσο, η αμέσως επόμενη παράγραφος μπορεί να αντιστοιχεί σε φάση ύφεσης. Τότε ο λόγος εμφανίζεται συγκροτημένος και γι' αυτό πιο αιχμηρός. Το παρελθόν ξετυλίγεται με σαφήνεια, με όλες τις διαψεύσεις που έχει επιφέρει, το παρόν προβάλλει απελπιστικό, ενώ η αφηγήτρια διαπιστώνει μια δυσδιάκριτη συγγένεια ανάμεσα στην ασθένειά της και την εξασθένιση της πατρίδας της. Δύο συμφορές υπεράνω των δυνάμεών της. Αν η Βολφ ανατέμνει με αδυσώπητη παραστατικότητα την καταρράκωση του σώματος, η ματιά που επιφυλάσσει για την πρώην Ανατολική Γερμανία είναι ακόμα οξύτερη. «Οποιος δεν κόβει αρκετά βαθιά το ίδιο του το δέρμα, όποιος δεν έχει την τόλμη να το κόψει δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε κάποιος άλλος να το κάνει γι' αυτόν». Σε κάθε περίπτωση μένουν πληγές προς επούλωση. Η ηρωίδα της, μολονότι γειτονεύει πάντα με τον έξω κόσμο, δεν παύει να είναι αποκλεισμένη και αποξενωμένη από αυτόν. Κατ' αντιστοιχία, όταν παλαιότερα δραστηριοποιούνταν μέσα στον κοινωνικό της περίγυρο, δεν κατάφερε, παρά τις προθέσεις, τις αξίες και τις ιδέες της, να ανακόψει τη φθίνουσα πορεία του. Και στις δύο περιπτώσεις η φθορά επιβλήθηκε, τραυματίζοντας το καίριο σημείο, την προσμονή τής ανάκαμψης. «Η ελπίδα είναι η αχίλλειος πτέρνα», τόσο των ασθενών όσο και των υγιών. Οταν επιτέλους η ηρωίδα είναι σε θέση να διανύσει την απόσταση μέχρι το παράθυρο του δωματίου της, αυτό που αντικρίζει μόνο δάκρυα της φέρνει. Ο πόνος καραδοκεί πολύμορφος, ανύποπτος, φαίνεται να ψιθυρίζει η Βολφ.
Ενα μυθιστόρημα για πολύ γερά νεύρα. Με μία λέξη, οδυνηρό.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΕΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις