0
Your Καλαθι
Κράτος και Μουσεία: Το θεσμικό πλαίσιο των αρχαιολογικών μουσείων
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Στο βιβλίο αναλύεται το θεσμικό πλαίσιο των μουσείων και ειδικότερα των αρχαιολογικών μουσείων στην Ελλάδα, στην ιστορική του διαδρομή, υπό το φως της διεθνούς εμπειρίας και σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις για την προστασία, διαχείριση και ανάδειξη της αρχαιολογικής εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς.
Βασικός στόχος του είναι να αναδειχθεί και να συζητηθεί η ιδιαίτερη, στενή σχέση κράτους και αρχαιολογικών μουσείων στη χώρα μας και παράλληλα να εντοπιστούν και να σχολιαστούν οι νέες τάσεις της μουσειακής πολιτικής του κράτους, όπως εκφράζονται ιδίως στην πρόσφατη νομοθεσία.
Προηγείται μια ιστορική αναδρομή στην ίδρυση των πρώτων μουσείων και στα άλλα μέτρα προστασίας των αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο της συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Κατόπιν αναλύονται οι βασικές νομικές ρυθμίσεις για τα μουσεία, που αφορούν τον εννοιολογικό προσδιορισμό και τα συστήματα πιστοποίησής τους στην Ελλάδα και διεθνώς, την πρόσβαση του κοινού και των ερευνητών σε αυτά και τη χρήση των αντικειμένων και χώρων τους. Τέλος, εξετάζεται η διοικητική οργάνωση των αρχαιολογικών μουσείων, προκειμένου να διερευνηθεί, σε συσχετισμό και με την ευρωπαϊκή εμπειρία, το κατά πόσον ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις, ανάγκες και προκλήσεις.
Το βιβλίο πραγματεύεται ένα σημαντικό για τη χώρα μας θέμα που δεν είχε μελετηθεί μέχρι τώρα, συστηματικά τουλάχιστον. Απευθύνεται σε νομικούς, σε πολιτικούς επιστήμονες, καθώς και σε ερευνητές, φοιτητές και επαγγελματίες που ασχολούνται με ζητήματα αρχαιοτήτων, μουσείων και πολιτιστικής διαχείρισης και ευρύτερα σε όσους ενδιαφέρονται για τα ζητήματα αυτά.
Η έννοια του μουσείου στην Ελλάδα ευκόλως παραπέμπει στο αρχαιολογικό μουσείο. Τούτο, όπως εξηγεί η λέκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, δεν οφείλεται στον αριθμό των αρχαιολογικών μουσείων και στον πλούτο των ευρημάτων που φυλάσσουν, αλλά σχετίζεται επίσης με τη μακρά παράδοσή τους και με την ιδιαίτερη σημασία των αρχαιοτήτων για την εθνική συνείδηση και υπερηφάνεια καθώς και για το εθνικό εισόδημα, σε συνάρτηση και με την παγκόσμια ακτινοβολία τους. Τα αρχαιολογικά μουσεία -συνεχίζει- παραπέμπουν στο κράτος, όχι μόνο διότι τα πρώτα από αυτά ιδρύθηκαν με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, αλλά και διότι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι και σήμερα κρατικά. Στη μελέτη αυτή επιχειρείται, όπως διαβάζουμε, η συστηματική παρουσίαση και κρατική ανάλυση του θεσμικού πλαισίου των μουσείων στην Ελλάδα και ειδικότερα των αρχαιολογικών μουσείων, στα οποία εστιάζεται η σχετική με τα μουσεία νομοθεσία και κρατική μέριμνα. Οπωσδήποτε εξετάζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν την ίδρυση, διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία τους και ιδίως τη σχέση τους με το κοινό, σε συνάρτηση και με τις ρυθμίσεις για την προστασία, διαχείριση και ανάδειξη της αρχαιολογικής και εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και ευρύτερα η κρατική παρέμβαση. Η αντιμετώπιση είναι ιστορική και σχετίζεται με τη διεθνή και ιδίως με την ευρωπαϊκή εμπειρία.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/04/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα μουσεία τον 21ο αιώνα έχουν αποκτήσει μια νέα υπόσταση και έναν νέο προορισμό: από αποθήκες και χώροι φύλαξης αρχαίων ευρημάτων και έργων τέχνης, παλαιών και σύγχρονων, έχουν μετατραπεί, από τη μια μεριά σε θεματοφύλακες της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου, και από την άλλη σε κέντρα μελέτης, έρευνας, αλλά επίσης και προβολής της ταυτότητας του κράτους στο οποίο ανήκουν. Με λίγα λόγια, ζούμε την περίοδο μιας... μετάλλαξης του μουσείου, το οποίο παύει να θεωρείται αποθήκη και μετατρέπεται σε έναν ζωντανό πυρήνα της κοινωνίας με σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση, στην επιστημονική έρευνα αλλά και στην καλλιέργεια και προβολή της χώρας του. Τουλάχιστον όσο αυτό είναι δυνατόν. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως για τα μουσεία, διεθνώς και όχι μόνο στον τόπο μας, ο 21ος αιώνας είναι ένας σταθμός καθώς αρχίζει πια να διαφαίνεται πως αποτελούν έναν πόλο έλξης για τις πόλεις που τα φιλοξενούν και βλέπουμε πως, με το πρόσχημα της ανέγερσης ενός μουσείου, δίνεται η ευκαιρία για δημιουργία μνημειακής αρχιτεκτονικής που αντανακλά στην ίδια την πόλη.
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της τάσης είναι το Μουσείο του Μπιλμπάο. Εδώ λοιπόν, στην Ισπανία, έχουμε ένα πρωτοποριακό αρχιτεκτόνημα για το οποίο έχει συμβάλει τόσο η ύλη που χρησιμοποιήθηκε (τιτάνιο) όσο και η αρχιτεκτονικός σχεδιασμός. Το Μουσείο του Μπιλμπάο κτίστηκε σε μια πόλη που δεν διέθετε ούτε την καλλιτεχνική ούτε την αρχαιολογική υποδομή (έργα και συλλογές) που υποτίθεται ότι αποτελούν το βασικό κίνητρο για την ανέγερση ενός μουσείου. Σχεδιάστηκε από τον αμερικανό αρχιτέκτονα Γκερύ και κτίστηκε με την προοπτική ότι θα «τροφοδοτείται» με εκθέσεις από το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης, ενώ κύριος στόχος του ήταν να ξαναζωντανέψει μια πόλη που έφθινε. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτοποριακό αρχιτεκτόνημα και ένα μνημείο που προσελκύει επισκέπτες σε μια πόλη η οποία κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα είχε περάσει στην αφάνεια. Το Μπιλμπάο δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Πολλά από τα μεγάλα, τα διάσημα μουσεία αποτελούν προτεραιότητες ανάμεσα σε εκείνα που θέλει να επισκεφθεί κάποιος ο οποίος πηγαίνει στο Παρίσι, στη Ρώμη ή στο Λονδίνο και συχνά ακούμε να λένε «θέλω να πάω στην Αγία Πετρούπολη για να δω το Ερμιτάζ ή στο Παρίσι για να δω το Λούβρο και το Μπομπούρ» κ.ο.κ. Οπως και να το κάνουμε, στις μέρες μας τα μουσεία έχουν αποκτήσει μια δική τους οντότητα και οι δραστηριότητές τους αποτελούν καλλιτεχνικό και πολιτιστικό γεγονός που ξεπερνάει τα σύνορα της πόλης ή και του κράτους στο οποίο ανήκουν.
H προστασία των αρχαιοτήτων
Με αυτή την έννοια το βιβλίο της κυρίας Δάφνης Βουδούρη Κράτος και Μουσεία: Το θεσμικό πλαίσιο των Αρχαιολογικών Μουσείων είναι ένα έργο κατ' αρχήν επίκαιρο και μια μελέτη που εκδόθηκε και κυκλοφορεί την κατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή ο ρόλος του μουσείου αποκτά διεθνώς νέα σημασία. Πέρα από αυτό όμως, η κυρία Βουδούρη μας έδωσε μια έρευνα για τα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας, τη σύσταση και τη λειτουργία τους, καθώς επίσης και τις ελλείψεις τους, σε έναν τόμο που περιέχει τα πάντα, είτε από νομική είτε από ουσιαστική άποψη. Εχουμε εδώ μια έρευνα που αφορά όχι μόνο τα δημόσια αλλά και τα ιδιωτικά μουσεία, έτσι ώστε τελικά το έργο αυτό να αποτελεί εγκόλπιο για τον αρχαιολόγο, τον πολιτικό αλλά και για τον πολίτη που διαθέτει μια ευρύτερη παιδεία και ενδιαφέρον σε θέματα πολιτισμού. Μάλιστα η ίδια η συγγραφέας σημειώνει στον Πρόλογο του βιβλίου ότι «πρόκειται για μια μελέτη όπου το μουσείο δεν ενδιαφέρει ως κτίριο ή ως θησαυροφυλάκιο πολύτιμων αντικειμένων αλλά, σύμφωνα με τις κρατούσες πλέον αντιλήψεις, ως σύνθετος θεσμός με ευρύτερο κοινωνικό ρόλο».
Είπαμε ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα εγκόλπιο για εκείνον που ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για τους στόχους, τη δομή και τη λειτουργία των μουσείων στην Ελλάδα. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι εκτός από την ιστορική πλευρά που αφορά μιαν αναδρομή στο θέμα της προστασίας των αρχαιοτήτων και της ίδρυσης των πρώτων μουσείων στον τόπο μας, ο κύριος όγκος του βιβλίου ασχολείται με τη νομοθετική υπόσταση των μουσείων και σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ενδελεχή έρευνα που έχει γίνει. Στον τόμο συγκεντρώνονται και αναλύονται όλα τα νομοθετήματα που έχουν σχέση με την προστασία των αρχαιοτήτων από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους ως σήμερα. Πρόκειται για μια κολοσσιαία ερευνητική δουλειά, έναν άθλο συγκέντρωσης υλικού αλλά και σχολιασμού του, όπου φανερώνεται η στενή σχέση κράτους και αρχαιολογικών μουσείων στη χώρα μας, όπως επίσης και η έλλειψη ειδικών σε θέματα μουσειολογίας που είναι από τους σημαντικότερους τομείς για τη διαχείριση πολιτιστικών αγαθών. Και εδώ πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι αυτός ένας τομέας που αγνοείται παντελώς στην Ελλάδα. Παράλληλα το βιβλίο ανοίγει τον δρόμο για να συζητηθούν οι νέες τάσεις της μουσειακής πολιτικής, τόσο της δικής μας όσο και της διεθνούς. Το θέμα αυτό δεν είχε εξεταστεί σε βάθος ως τώρα παρ' όλο που αφορά όχι μόνο τους νομικούς και τους αρχαιολόγους αλλά και κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο με ενδιαφέρον για τη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών.
Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και η γραφή είναι έξοχη, πρόκειται κατά κύριο λόγο για ένα βιβλίο ειδικό, μια εργασία που απευθύνεται κυρίως σε νομικούς, σε αρχαιολόγους, σε πολιτικούς και γενικότερα σε επαγγελματίες που ασχολούνται με αρχαιότητες, μουσεία και διαχείριση πολιτιστικών θεμάτων.
Ρήξη με ριζωμένες αντιλήψεις
Την ουσία του έργου ο μέσος αναγνώστης θα την αντλήσει μόνο από τον Πρόλογο και τον Επίλογο και επίσης από το πρώτο μέρος του βιβλίου, που αφορά την ιστορική αναδρομή στην προστασία των αρχαιοτήτων και αναπτύσσεται σε 80 σελίδες περίπου. Ο ειδικός ωστόσο θα βρει πολύτιμα στοιχεία στις σελίδες αυτού του τόμου, και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, το οποίο περιέχει τα κεφάλαια με τις βασικές νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν γίνει για τα μουσεία, την πρόσβαση και τη χρήση τους, τη διοικητική οργάνωση και διαχείρισή τους, και τέλος τη λειτουργία τους. Πρόκειται με λίγα λόγια για ένα έργο ανεκτίμητο και για μια προσφορά σε έναν τόπο με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που όμως η ως τώρα διαχείρισή της δεν έχει δώσει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι η κυρία Βουδούρη, παρά τον όγκο των θεσμικών στοιχείων που παραθέτει και την επίμονη προσπάθεια να διατηρήσει την αντικειμενικότητά της, δεν παραλείπει να δώσει το πνεύμα της εποχής. «Το κοινό τίθεται, τα τελευταία χρόνια, από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ στο επίκεντρο της κρατικής πολιτικής για τις αρχαιότητες και για τα μουσεία, στα οποία δίνεται προτεραιότητα και επιδιώκεται να μετατραπούν από αρχαιολογικές αποθήκες σε πολυδύναμα πολιτιστικά κέντρα. Υλοποιείται έτσι στον τομέα των αρχαιολογικών μουσείων ένας εντυπωσιακός αριθμός έργων αναβάθμισης της υπάρχουσας και κατασκευής νέας υποδομής και εργασιών επανέκθεσης, με την ουσιώδη συμβολή πόρων από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, σε - περισσότερο ή λιγότερο - στενή σύνδεση με την τουριστική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται οι περιοδικές εκθέσεις, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και οι παράλληλες δραστηριότητες, καθώς και η ποικιλότροπη χρήση των νέων τεχνολογιών. Ωστόσο, παρά τον αναμφίβολα ελπιδοφόρο χαρακτήρα της κινητικότητας αυτής, είναι ζήτημα αν και κατά πόσον με τις νέες πρακτικές επέρχονται, πέρα από αισθητικές και τεχνικές βελτιώσεις, ουσιαστικές αλλαγές, ρήξεις με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και παραδοσιακά στερεότυπα, ενώ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς συμπτωματικό το ότι οι σημαντικότερες καινοτομίες, από μουσειολογική άποψη, σημειώνονται στο πεδίο των βυζαντινών μουσείων».
Και παρ' όλο που ονόματα δεν αναφέρονται, από τη συγγραφέα τουλάχιστον, στον νου μας έρχεται το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελεί ένα από τα λίγα δείγματα σύγχρονου μουσείου στον τόπο μας.
XAPA ΚΙΟΣΣΕ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-08-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις