0
Your Καλαθι
Η προοπτική του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα
Περιγραφή
Η συζήτηση για τις προοπτικές του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα παραμένει πάντα επίκαιρη, συνεχής και αδιάκοπη, για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον, γιατί ο εκσυγχρονισμός, ως θεωρητική έννοια αλλά και ως απλή περιεκτική έκφραση της ανάγκης μεγάλων αλλαγών στην κοινωνία και στο δημόσιο βίο, μπόρεσε την περασμένη δεκαετία να εκφράσει τις επιθυμίες των περισσοτέρων πολιτών. Δεύτερον, γιατί οι πολίτες μέσα από τη σημερινή ευρωπαϊκή προοπτική προσβλέπουν σε όλο και καλύτερες συνθήκες ζωής και διαβίωσης για το μέλλον. Συνθήκες και δυνανότητες για την υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλεια, την προστασία των αδύνατων κοινωνικών ομάδων, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και τη φροντίδα για τις καθημερινές τους ανάγκες. Και τρίτον, γιατί οι περισσότεροι πολίτες ενδομύχως εκτιμούν τις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες του αύριο. Αντιλαμβάνονται πως η εποχή μας είναι σύνθετη, με νέες πολυπλοκότητες, ασάφειες και νέους κινδύνους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην Ελλάδα η συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό ως θεωρητική έννοια με πολιτικό περιεχόμενο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές του '90. Σ' αυτό το διάστημα η δυναμική του αιτήματος του εκσυγχρονισμού διαπέρασε ενστικτωδώς την ελληνική κοινωνία και μεταφράστηκε εκλογικά σε στήριξη εκείνων των δυνάμεων που επικαλέστηκαν την αναγκαιότητά του. Αυτή όμως η πολιτική πλειοψηφία δεν μετουσιώθηκε σε κοινωνική, αφού δεν ασκήθηκε καμία διαπλαστική πολιτική προς την κοινωνία των πολιτών. Η επίκληση της τελευταίας παρέμεινε σε ένα διακηρυκτικό επίπεδο, αφού δεν κατόρθωσε να πνεύσει έναν άνεμο δημιουργικής ανάτασης στο κοινωνικό σώμα, δεν κατόρθωσε δηλαδή να πείσει ότι ο εκσυγχρονισμός δεν είναι μια διαδικασία που ρυθμίζεται με τον αυτόματο πιλότο ή στη βάση μιας πολιτικής τεχνοκρατικών και από τα πάνω ρυθμίσεων. Οι αιτίες αυτής της αδυναμίας αποτυπώνονται σε πολλαπλά επίπεδα, που αγγίζουν τους ιστορικούς αναχρονισμούς που διέπουν τη λειτουργία του κοινωνικού μας συστήματος και τις ιδεολογικές συνιστώσες πρόσληψης των πραγματικών δεδομένων. Οφείλονται όμως και σε υποκειμενικές παραλείψεις, που αφορούν την ταύτιση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος με τεχνοκρατικές και διαχειριστικές λογικές, με τις αδυναμίες του πολιτικού υποκειμένου που ανέλαβε την υλοποίηση του εγχειρήματος και το οποίο κυριαρχούνταν από εθνικο-λαϊκίστικες «εγκλήσεις» και από την έλλειψη κατάλληλων θεωρητικών επεξεργασιών. Η αγωνία γι' αυτήν την αδυναμία σύνδεσης του πολιτικού εκσυγχρονισμού με τις ανάγκες, αλλά και τις ιδεολογικές μεταβλητές της ελληνικής κοινωνίας διέπει τα κείμενα που συνθέτουν αυτό το βιβλίο.
Τα πέντε κείμενα που φιλοξενούνται σ' αυτό το βιβλίο αποτελούν τις ομιλίες των συγγραφέων σε μια εκδήλωση του ΟΠΕΚ, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2002 με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από την ίδρυση του Ομίλου. Οι πέντε ομιλητές, ορμώμενοι από διαφορετικές αφετηρίες, αναδεικνύουν το πολύπτυχο του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Αυτές οι πτυχές αποτελούν το υλικό θέσμισης τέτοιων μεγάλων ζητημάτων, όπως είναι η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, η λειτουργία του κράτους και της δημοκρατίας, η ιδεολογική αναδιάρθρωση και η διαμόρφωση της κεντροαριστεράς ως πολιτικού υποκειμένου του εκσυγχρονισμού.
Ο Δημήτρης Παπούλιας στην εισαγωγική του αναφορά τονίζει πως ο ελληνικός εκσυγχρονισμός βρίσκεται πλέον σ' ένα σταυροδρόμι και διευκρινίζει τα κύρια αιτούμενά του. Ο Γιάννης Βούλγαρης, επιδιώκοντας να σηματοδοτήσει τις διαδρομές που οδηγούν από αυτό το σταυροδρόμι στις λεωφόρους της πραγματικότητας, αναφέρεται σε δύο διαφορετικές φάσεις που ο ελληνικός εκσυγχρονισμός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει. Η ένταξη στην ΟΝΕ απαιτούσε έναν εκσυγχρονισμό καθοδηγούμενο από τα πάνω με αφετηριακές στρατηγικές επιλογές και με δεσπόζουσα την κυρίαρχη πολιτική βούληση, ενώ η πραγματική σύγκλιση απαιτεί την εκδίπλωση ενός νέου κύκλου διοικητικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν την ανάγκη των εφεδρειών της συμμετοχής των πολιτών. Ο Γ. Βούλγαρης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο τρόπων συμμετοχής στο νέο κύκλο που άνοιξε με την πολιτική επικράτηση του εκσυγχρονισμού. Ο πρώτος τρόπος είναι αυτός της παθητικής προσαρμογής στις νέες απαιτήσεις, ο άλλος όμως είναι ο δρόμος εκείνων των μεταρρυθμιστικών επιλογών που θα στηρίζονται όχι μόνο στις κυβερνητικές ενέργειες, αλλά και στη συναίρεση των πολιτικών στόχων με μια ιδεολογική ανακαίνιση.
Αυτή την ανακαίνιση επικαλείται ο Αντώνης Λιάκος, όταν τονίζει ότι κανένας εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν συγκρουσθεί η ίδια η κοινωνία με τους τρόπους που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Ο ιδεολογικός εκσυγχρονισμός, αντίθετα με την πολιτική συνιστώσα του, έμεινε μόνο στο πλαίσιο ενός μικρού ηγετικού κύκλου, αφού δεν κατόρθωσε να διεισδύσει στην κοινωνία των πολιτών υπερβαίνοντας τα προερχόμενα από το 19ο αιώνα στερεότυπα της εθνικής μας ιδεολογίας (Πώς άλλωστε να συμβεί αυτό, όταν βιβλία όπως αυτό της ιστορίας της Γ' Λυκείου αποσύρονται λόγω των αντιδράσεων των πλέον αντινεωτεριστικών κύκλων, οι οποίοι εκτείνονται σε όλο το πολιτικό φάσμα;). Δεν είναι μάλιστα καθόλου τυχαίο ότι η μεγαλύτερη αντίσταση κατά του εκσυγχρονιστικού προτάγματος προέρχεται από διάχυτους κύκλους της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής διανόησης, οι οποίοι αρνούνται βασικές αρχές του νεωτερισμού, όπως είναι αυτές της συστηματικής γνώσης και της συγκροτημένης και πειθαρχημένης σκέψης, συστατικά που δεν συνάδουν με μια υποτιθέμενη διαχρονική ελληνικότητα και παράδοση. Πολύ σωστά όμως ο Α. Λιάκος τονίζει ότι η υπέρβαση της παραδοσιακότητας δεν ταυτίζεται με την απόρριψή της, αλλά με την κατανόηση του πλαισίου της και της ιστορικής της διάστασης. Αυτοί οι κύκλοι, επικαλούμενοι το θυμικό ως κυρίαρχο παραγωγό πολιτικής, επιδιώκουν να τεθούν επικεφαλής του χώρου που καλύπτει την αντίσταση κατά του νεωτερισμού. Η ιδεολογική ηγεμονία πάντως αυτού του κόσμου της «τέχνης» (και κυρίως της μιντιοκρατούμενης πλευράς του) οφείλεται στις αδράνειες, τις φοβίες και τις υπαναχωρήσεις των πολιτικών (βλέπε την προαναφερθείσα αναδίπλωση για το βιβλίο της ιστορίας, τα νομοσχέδια ταλαιπωρίας και οικονομικής επιβάρυνσης των μεταναστών, την υποτίμηση της καθημερινότητας οφειλόμενη και στην άγνοια βασικών δεδομένων της και τις τεχνοκρατικές οικονομικές επιλογές ανεξάρτητα από τις υπομονές της κοινωνίας κ.λ.π.),αλλά και στις αμφιταλαντεύσεις των πνευματικών υποστηρικτών του νεωτερισμού.
Εάν όμως δεν υπάρξει αυτή η ιδεολογική ανακαίνιση, όλες οι οικονομικές πολιτικές που προτείνει ο Γιάννης Στουρνάρας και τα σωστά μέτρα διοικητικών μεταρρυθμίσεων που προτείνει ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, θα παραμείνουν έωλα. Ο τελευταίος διευκρινίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις στους χώρους της παιδείας, της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της δημόσιας διοίκησης προϋποθέτουν την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του δημόσιου χώρου, ο οποίος πρέπει να εμβολιασθεί από τη λογική του δημόσιου υπηρέτη και όχι του δυνάστη των πολιτών.
Το ελληνικό εκσυγχρονιστικό πρόταγμα είναι βεβαρημένο με ιστορικές ορίζουσες, η άγνοια των οποίων μπορεί να το πλήξει καίρια. Στις δυτικές κοινωνίες η επικράτηση του νεωτερισμού ακολούθησε τρεις φάσεις ανάπτυξης. Στην πρώτη φάση ολοκληρώθηκε η εκκοσμίκευση του κράτους, κυρίως μέσα από το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Στη δεύτερη φάση τίθενται οι βάσεις για τη συνολική επικράτηση του τριμερούς κοινωνικού συμβολαίου (μεσοπόλεμος), που αποτέλεσαν την προϋπόθεση για την επικράτηση του κράτους πρόνοιας και του ορθολογικο-νομικού καθεστώτος νομιμοποίησης της εξουσίας (μεταπολεμική περίοδος). Η δε σημερινή τρίτη φάση σηματοδοτείται από τις διαδικασίες μετάβασης στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στις μετα-καπιταλιστικές κοινωνίες (αναδιαρθρωμένος και ανανεωμένος κατ' ουσίαν καπιταλισμός). Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού εκσυγχρονισμού έγκειται στο γεγονός πως καλείται να υλοποιήσει και τις τρεις φάσεις στην ίδια χρονική περίοδο. Αυτό είναι αδύνατο εάν δεν γίνει σαφές πως η επικράτησή του δεν μπορεί να εκληφθεί ως μια διαδικασία τεχνοκρατικών ρυθμίσεων, αλλά ως μια συγκρουσιακή επιλογή κατά κατεστημένων συμφερόντων και ιδεοτροπιών. Γιατί ουσιαστικά πίσω από το αίτημα του εκσυγχρονισμού στέκονται οι αρχές του νεωτερισμού.
Παρεκκλίνοντας από τις γνωσιακές μου αποσκευές, αλλά και προτιμήσεις, θα επιδιώξω να δώσω ένα παράδειγμα των διαφορετικών φάσεων του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος μέσα από τη συμπεριφορά δύο προσώπων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Στο μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη «Ανατροπή» οι κεντρικοί ήρωες, ο Θωμάς και η Ελένη, εκφράζοντας τις αρχές του πρώιμου Διαφωτισμού, πράττουν έτσι ώστε η συμπεριφορά τους να μη βλάπτει τους άλλους. Αυτό απαιτήθηκε και στο πρώτο στάδιο του πολιτικού εκσυγχρονισμού. Στην «Αναζήτηση» όμως ο Νικόλας ενεργεί με τρόπο που αρμόζει στην καντιανή κατηγορική αρχή «πράττε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί συγχρόνως να καταστεί καθολικός νόμος». Αυτή η αρχή οφείλει να αποτελέσει και τον πλοηγό για την περαιτέρω πλεύση του εκσυγχρονισμού στη χώρα μας.
Η μετάφραση πάντως του νεωτεριστικού προτάγματος στα ελληνικά δεν πρέπει να ξεχνάει ότι όσον αφορά τον πολιτικό εκσυγχρονισμό, ανεξάρτητα από προγενέστερες και μεταγενέστερες εκλογικές αποτυπώσεις, αυτός στη χώρα μας έχει όνομα και ονομάζεται Κώστας Σημίτης. Κάτι που απ' όσους επικαλούνται την ανάγκη ισχυροποίησης του εκσυγχρονιστικού πόλου εξουσίας μόνον ο Μαρωνίτης φροντίζει να το υπενθυμίζει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/12/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις