0
Your Καλαθι
Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
58%
58%
Περιγραφή
Ένα μυστηριώδες χειρόγραφο, από τη δεκαετία του '20, μας αφηγείται το δράμα ενός νεαρού άνδρα που βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού: Θα προσπαθήσει να ξαναβρεί τις χαμένες ψηφίδες της μνήμης του ή θα ξεκινήσει μια νέα ζωή; Θα παραμείνει στη μίζερη Ελλάδα της εποχής ή θα ανοίξει τα φτερά του, αναζητώντας την τύχη του στην Ευρώπη; Η Λάγνα πριγκηπέσα, και άλλα τέσσερα λαϊκά μυθιστορήματα, που εκδόθηκαν στην Ιταλία και τη Γαλλία, είναι δικά του έργα; Γιατί χάνονται τα ίχνη του μετά το 1930;
Έρωτες, πόλεμοι, θάνατοι, όπιο, ακολασίες, αδιέξοδα, συνθέτουν ένα σκηνικό μυστηρίου και περιπέτειας, που μας ξαναγυρνά στις σελίδες της "Μαύρης Μάσκας" και του Πιτιγκρίλι, στα καταγώγια των Αθηνών και των Παρισίων, στην εποχή όπου οι πόλεις γέμιζαν από νεαρούς άνδρες που δεν είχαν να χάσουν τίποτα και αλώνιζαν την Ευρώπη απ' άκρη σ' άκρη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη ή απλώς έναν θάνατο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, εκτός από ανία και πλήξη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν δύο τάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας που τα τελευταία χρόνια έρχονται στο προσκήνιο και δημιουργούν ένα είδος λογοτεχνικής μόδας. Αναφέρομαι, από τη μια, στο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο επιχειρεί να ξαναδιαβάσει το παρελθόν και να άρει τις στερεότυπες αντιλήψεις που κυριαρχούν, να αναδείξει ξεχασμένες φωνές και να επαναγράψει την ιστορία. Από την άλλη, αναφύεται ένα είδος λογοτεχνίας πιο ντοκουμενταρισμένης και δοκιμιακής, που στήνει μια κατ' επίφαση ιστορία, πραγματική ή πλαστή, για να εγείρει πάνω σ' αυτήν τον προβληματισμό του σε θέματα που ξεφεύγουν από τον στενό μυθοπλαστικό χώρο.
Οι θιασώτες του μεταμοντέρνου ιστορικού μυθιστορήματος, όπως η Μάρω Δούκα στο «Αθώοι και φταίχτες» (2004) ή ο Θωμάς Σκάσσης στο «Ρολόι της σκιάς» (2004), ξαναδιαβάζουν την ιστορία και προσπαθούν να υποβάλουν νέες ερμηνείες για συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους που δεν στηρίζονται στην επίσημη ιστοριογραφία. Η λογοτεχνία ορθώνει μιαν εναλλακτική της επίσημης ιστοριογραφίας εκδοχή του παρελθόντος κι έτσι υποδεικνύει κάτι που και η επιστήμη της Ιστορίας έχει αρχίσει ήδη να αντιλαμβάνεται: το παρελθόν δεν είναι φυσικά μόνο τα στρατιωτικά γεγονότα και οι πολιτικές εξελίξεις, αλλά μέσα του περιλαμβάνονται και κοινωνικές τάσεις που ξαναγράφουν την Ιστορία από την πλευρά του καθημερινού ανθρώπου.
Η δεύτερη τάση βρήκε ήδη οπαδούς στα πρόσωπα της Ρέας Γαλανάκη («Αμίλητα, βαθιά νερά», 2006) και του Τάκη Θεοδωρόπουλου («Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης», 2007). Τέτοια μυθιστορήματα αξιοποιούν γραπτά ντοκουμέντα, γνήσια ή πλαστά, στα οποία δεν διστάζουν να παραπέμψουν - όπως συμβαίνει στις επιστημονικές μελέτες. Η ενσωμάτωσή τους και ο σχολιασμός τους στοχεύει στην αξιολόγησή τους και μαζί μ' αυτά στον προβληματισμό για την έννοια της αλήθειας, την ανακάλυψη αφανών δυνάμεων που κινούν τους ήρωες και εντέλει την επανεκτίμηση της αξιοπιστίας των γραπτών μαρτυριών, ειδικά όταν γράφονται με ιδεολογικές παραμέτρους και κίνητρα εξιδανίκευσης, ή τη μεταφορά του βάρους σε άλλα σημεία κάθε εποχής.
Λαϊκά αναγνώσματα και εθνικά δράματα
Ο Κώστας Βούλγαρης έχει ξαναχρησιμοποιήσει αυτές τις δύο τάσεις στο βιβλίο του «Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη» (2003). Τώρα, αφήνει την ελληνική επανάσταση και καταπιάνεται με τα γεγονότα, εθνικά και πολιτιστικά, που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πρωταγωνιστής, μετά τη στρατιωτική δράση του στο μέτωπο, τραυματίζεται και επιστρέφει στην Αθήνα με αμνησία. Ξαναπιάνει δουλειά στην εφημερίδα «Πατρίς», όπου δούλευε και προηγουμένως, και χωμένος κυριολεκτικά στο αρχείο της προσπαθεί να ανασυνθέσει όσα έζησε -και πλέον έχει ξεχάσει-, αλλά και όσα δεν έζησε, μέσα από τα άρθρα και τα λοιπά δημοσιεύματα της εποχής.
Ο στόχος είναι από τις πρώτες σελίδες ορατός, αν λάβει κανείς υπόψη και τις διακηρύξεις του αφηγητή στις πρώτες σελίδες. Η καταγραφή της ιστορίας από τον Τύπο είναι μόνον ο απόηχος των μαχών στους άκαπνους καλαμαράδες της πρωτεύουσας, οι οποίοι αναγκάζονται να εξωραΐσουν καταστάσεις, να ωραιοποιήσουν ήττες και ως εκ τούτου να αλλοιώσουν άθελά τους την ιστορία, που βρίσκεται εν εξελίξει. Ακόμη περισσότερο μια ολόκληρη εποχή, που κυοφόρησε και γέννησε τη λαϊκή λογοτεχνία, προσπαθεί να ξεμυτίσει μέσα από τα γραπτά της ίχνη. Ο αφηγητής υποψιάζεται πολλά μέσω αυτών που διαβάζει και αναπλάθει τον Μεσοπόλεμο από την πλευρά της καθημερινότητας που βίωνε ο μέσος πολίτης.
Η έρευνα στα φύλλα της «Πατρίδος» διαμορφώνει ένα μυθιστόρημα με κολαζιακή σύνθεση, καθώς στον βασικό κορμό της αφήγησης ενσωματώνονται πολυάριθμα παραθέματα από άρθρα και επιφυλλίδες, τα οποία πολλαπλασιάζουν τις φωνές μέσα στο έργο και του προσδίδουν βάθος και πολυπρισματικότητα. Η κυρίαρχη ωστόσο φωνή που τα σχολιάζει τα εντάσσει στη δική της λογική και τα χρωματίζει περισσότερο με τη δική της οπτική γωνία θέασης της επικαιρότητας.
Για ένα άδειο μυθιστόρημα...
Τελικά, πόσο γόνιμες μπορούν να γίνουν οι προθέσεις; Και πόσο άρτιο μπορεί να αποβεί ένα μυθιστόρημα χωρίς τα βασικά μέρη του, όπως ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, πλοκή, συγκρούσεις; Ολη η υπόθεση εξαντλείται στην αναδίφηση του αρχείου της εφημερίδας και στη συγγραφή επιφυλλίδων με γενικόλογα σχόλια και διαχρονικές ιδέες. Ξεχνάμε επομένως τη νομοτελειακή αφήγηση και το συζητάμε ως μυθιστόρημα ιδεών;
Κατ' αρχάς, υποτίθεται ότι όλη αυτή η ιστορία είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα, που βρέθηκε από τον συγγραφέα-αρχιαφηγητή, ένα εγκιβωτισμένο πεζογράφημα που λάνθανε δεκαετίες τώρα· η αντανάκλαση που είναι διπλή (αφού κανείς δεν είναι σίγουρος για το αν ανήκει στον ψευδώνυμο πεζογράφο του Μεσοπολέμου Μάριο Κόντι ή στον Γιώργο Τσουκαλά, συγγραφέα που πέθανε το 1975, βρήκε το αρχείο και το διέσωσε), μεταφέρει τον αναγνώστη κοντύτερα στην εποχή και στην ατμόσφαιρά της. Στην ουσία όμως πιο πολύ μαγνητίζει η εποχή, όπως προδιαγράφεται στην αρχή, έξω από το εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα, παρά μέσα σ' αυτό.
Υποτίθεται ότι παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να διαβάζει δημοσιεύματα της εποχής, για να ξαναβρεί τη χαμένη του μνήμη. Την αφηγηματική αυτή σύλληψη την είδαμε πρόσφατα στο βιβλίο τού Ουμπέρτο Εκο «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα», βιβλίο που ασχολείται κι αυτό με τα λαϊκά αναγνώσματα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα· εκεί όμως, σε αντίθεση με τον Βούλγαρη, η επιτυχία του ορίζεται από την αληθοφάνεια της αμνησίας, εξαιτίας της οποίας ο ήρωας δεν ξέρει περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε, όπως συμβαίνει στη «Μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες». Στον Βούλγαρη δηλαδή παρατηρείται ασυνέπεια στη χρήση της αμνησίας, γεγονός που υπονομεύει το ρεαλιστικό πλαίσιο.
Υποτίθεται, τέλος, ότι ως αναγνώστες μυούμαστε στο κλίμα, αφενός, έμμεσης αμφισβήτησης και επανανοηματοδότησης των ντοκουμέντων μιας εποχής κι αφετέρου, αναζήτησης των παραγόντων που προκάλεσαν την άνθηση της παραλογοτεχνίας. Τελικά, παρακολουθούμε μια σειρά από καταγραφές, σχολιασμένες ουδέτερα και αόριστα, όπου τίποτα δεν αξιολογείται με βάση την ιδεολογία ή την απόσταση από τα καταγραφέντα, πέρα ίσως από μερικούς εξωραϊσμούς και στρογγυλέματα γωνιών, αλλά και τίποτα δεν εξηγεί τους παράγοντες που ευνόησαν την ανάπτυξη των λαϊκών μυθιστορημάτων. Το ανάλογο πρότυπο του Θανάση Βαλτινού με τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του '60» δεν στήνει αφηγηματικό πλαίσιο κι έτσι δεν επιχειρεί να χειραγωγήσει ρητά τα τεκμήριά του. Αντιθέτως, ο Βούλγαρης προδίδει πρώτιστα τις προθέσεις του, αφού εξουδετερώνει την ιστορική αναδίφηση με μια ρηχή προβολή του αυτονόητου.
Η κριτική σε βάρος ενός μυθιστορήματος δεν σημαίνει αντίθεση με τις προθέσεις του δημιουργού ή την προσπάθειά του για ιστορικές αναζητήσεις· η «εθνική λογοτεχνία» και η παραλογοτεχνία αναδιαμορφώνονται τόσο από τους συγγραφείς όσο και από τους μελετητές, αλλά αυτό δεν καταξιώνει όποιο κείμενο τείνει προς αυτήν την κατεύθυνση, αν δεν αντιστοιχεί τη λογοτεχνικότητα με την ιδεολογία.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις