0
Your Καλαθι
Φάδερ ημών
Περιγραφή
Ο Θεός θεωρεί τον Ιησού στιλιστικά ακατάλληλο για τη Δευτέρα Παρουσία. Πιστεύει ότι για τα σύγχρονα δεδομένα είναι ντεμοντέ, βαρετός και κάπως αστοιχείωτος, γι' αυτό επιλέγει στη θέση του το μικρότερο γιο του, τον Τζες. Ένα μοντέρνο Θεάνθρωπο που έχει όλα τα φόντα να κάνει μεγάλη καριέρα ως Σωτήρας -είναι πάνσοφος, πανάγαθος, πανέμορφος και πανσπάταλος.
Ο Θεός του δίνει εντολή να κατέβει στη Γη και να λύσει το επικοινωνιακό πρόβλημα των ανθρώπων- να τους απαλλάξει δηλαδή από την ιδιωτική τηλεόραση και τις πιστωτικές κάρτες. Ο Τζες μαζεύει δώδεκα εντυπωσιακές μαθήτριες κι αρχίζει να περιπλανιέται στην υφήλιο διδάσκοντας μεγάλες αλήθειες για την ψηφιακή ευσέβεια, το θρησκευτικό μάνατζμεντ και το ντιζάιν εσωτερικών κόσμων, φιλοδοξώντας να εντάξει δυναμικά τη θρησκεία στο γήινο λάιφ στάιλ.
Με το σταυρό στο χέρι δεν καταφέρνει πλέον τίποτα αν ο σταυρός δεν είναι Cartier, διαδίδει παντού, χαρίζοντας απανωτά εγκεφαλικά στο Μεγαλοδύναμο, που βλέπει με τρόμο το δευτερότοκο γιο του να αναδεικνύεται σε απόλυτο sex symbol ενός απελπιστικά ανώριμου πλανήτη!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο δευτερότοκος υιός του Θεού, με άλλα λόγια ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού, κατέρχεται από τους ουρανούς στη Γη για να αποκαταστήσει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Ο Τζίζας Κράιστ Τζούνιορ ή Τζες αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας τη Δευτέρα Παρουσία και χάρη στη θεϊκή του εμφάνιση, την ενδυματολογική του εκλέπτυνση, τις ρητορικές του ικανότητες και τις θαυματουργές πιστωτικές κάρτες πασχίζει για τον εκμοντερνισμό της θρησκείας σε μια «στιλάτη λατρευτική διαδικασία». Ομως το εξωφρενικό του κόνσεπτ προσκρούει στις οπισθοδρομικές και ρηχές αντιλήψεις του ποιμνίου του, αποβλακωμένου από τη μακρόχρονη έξη στην ιδιωτική τηλεόραση. Η παραμονή του στη Γη μπορεί να του υπόσχεται μια αξιοζήλευτη καριέρα σαν φωτομοντέλο, αλλά οι υστερικοί θαυμαστές του δυσκολεύονται να τον δουν σαν Σωτήρα. Παρ' όλα αυτά και καθότι οι άνθρωποι είναι βαρετοί και προβλέψιμοι, η ιστορία ξαναγράφεται, κάπως ανορθόδοξα ασφαλώς. Η σύλληψη του Μάνου Βουράκη προσιδιάζει σε χοντροκομμένη φάρσα, ενώ μόνο το οπισθόφυλλο αρκεί για να αποθαρρύνει κάποιον με την ελάχιστη πρόθεση έστω ξεφυλλίσματος του εύσαρκου μυθιστορήματος. Η καχυποψία στρέφεται αποκλειστικά στη λογοτεχνική αξία ενός πρόδηλα εντυπωσιοθηρικού πεζογραφήματος και δεν έλκεται καθόλου από τις «βλάσφημες» επινοήσεις. Ο Βουράκης, ούτως ή άλλως, δεν βάλλει την Εκκλησία, αλλά θίγοντας τα της χριστιανικής θρησκείας σημαδεύει τον τηλεοπτικό πολιτισμό και τα σύγχρονα ήθη. Υπό το πρίσμα αυτό παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον η οπτική ενός νέου συγγραφέα (και δη πρωτοεμφανιζόμενου) για τη σημερινή εποχή, πολυπλεύρως ερεθιστική, ακόμα και όταν το βλέμμα του σκοντάφτει στα πιο κοντινά, συνεπώς οφθαλμοφανή.
Ενας σέξι Σωτήρας
Είναι θεός με όλη τη σημασία της λέξης· με τη σημασία βέβαια που παίρνει τελευταία η λέξη όταν ο λόγος περί έκπαγλου τύπου, επώνυμου ή μη. Ο Τζες ενσαρκώνει ποικιλοτρόπως την υλοποίηση των μέγιστων προσδοκιών του σημερινού ατόμου. Είναι πανέμορφος, ακαταμάχητα σέξι, ασύλληπτα καλλιεργημένος, αστείρευτα πλούσιος και φυσικά έχει το κινητό του Θεού. Από την άλλη, το πεπρωμένο του είναι προδιαγεγραμμένο, άμεσα συνηρημένο με την οικογενειακή παράδοση και τις ενασχολήσεις της. Η επίσκεψή του στη Γη μπορεί να τον ανησυχεί, καθώς αναλογίζεται τις δυσάρεστες περιπέτειες του αδελφού του, αλλά μετά τη διαβεβαίωση του Πατέρα του ότι οι εκεί κάτω διανύουν περίοδο μαλθακότητας, πείθεται περί της αναγκαιότητας της αποστολής. Και επειδή έχει συνείδηση της πνευματικής του υστέρησης έναντι του προκατόχου του, περιορίζεται σε μια λάιτ μορφή Δευτέρας Παρουσίας με συγκεκριμένο ωστόσο προσανατολισμό: «επαναλανσάρισμα του Χριστιανισμού, με βάση την αισθητική και σε συνδυασμό με άλλες μοντέρνες έννοιες, όπως το ντιζάιν, η λειτουργικότητα, ο μινιμαλισμός, η εργονομία και γενικότερα παραδοσιακές λάιφ στάιλ αξίες, που θα βοηθήσουν στη διάδοση μιας νέας μορφής επικοινωνίας».
Η πολιτική και τηλεοπτική επικαιρότητα στέκονται εμπόδιο στους οραματισμούς του και κανένα θαύμα δεν φαίνεται αρκετά ισχυρό για να αντιταχθεί στους δημοσιογράφους και τους σεναριογράφους τηλεοπτικών σειρών, τους διαχειριστές, τρόπον τινά, των μεταλλαγμένων διαπροσωπικών σχέσεων. Ο Τζες ασκητεύοντας στο περίφημο ξενοδοχείο της Πλας Βαντόμ, το Ριτς, παρέα με μια εκκεντρική αποστολική δωδεκάδα, αποτελούμενη από έντεκα αιθέριες υπάρξεις και μία ερμαφρόδιτη, θα διαπιστώσει ότι ο λόγος και η εικόνα της τηλεόρασης υπερακοντίζουν τις (συναφείς) επιστήμες του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας που τόσο καλά κατέχει και στην αποτελεσματικότητα των οποίων πιστεύει ακράδαντα. Ακόμα κι αν τα θαύματα, προσαρμοσμένα στις προσλαμβάνουσες του κοινού του, διενεργούνται μέσω τηλεχειριστηρίου, δεν αποβαίνουν διδακτικά, παρά σκορπούν τρόμο και δυσαρέσκεια καθώς αποχρωματίζουν ενίοτε το παρουσιαστικό των εκστατικών θεατών. Το μάννα, αντιθέτως, από χάμπουργκερ και κόκα-κόλα λάιτ γίνεται δεκτό με μεγαλύτερη κατάνυξη και όρεξη. Σ' έναν κόσμο πρόθυμο να θεοποιήσει οτιδήποτε ευτελές αρκεί να προσφέρεται στο κατάλληλο περιτύλιγμα, ο επαμφοτερίζων Ιούδας θα προδώσει όχι τόσο για τα δολάρια αλλά για να γευτεί το θεϊκό φιλί, ενώ οι Αμερικανοί σταυρωτές θα δουν στο πρόσωπο του ουρανοκατέβατου ινδάλματος τον πλέον δολερό συναγωνιστή του Μπιν Λάντεν.
Στο στόχαστρο, η τηλεόραση
Οπως ήδη σημειώθηκε, είναι μεγάλος ο πειρασμός τής απόρριψης του βιβλίου και της κατάταξής του σε ένα γελοιογράφημα, εφηβικού χιούμορ συχνά, των σύγχρονων (απ)αξιών. Ομως ξεχωρίζουν ευδιάκριτα ορισμένα στοιχεία που αναχαιτίζουν αυτή την εύλογη, ώς ένα βαθμό, παρόρμηση. Κατ' αρχάς, ο Βουράκης παρά την πληθωρικότητα και την ασυδοσία της φαντασίας του, έχει ξεκαθαρίσει τον κύριο στόχο του, τη βασική εστίαση της παρωδίας του, ήτοι τον προσηλυτισμό της τηλεόρασης σε αναλώσιμα πρότυπα και αποπροσανατολιστικές ειδήσεις και την αδιόρατη αλλά διαβρωτική ψυχολογική πίεση που ασκείται στον δέκτη. Δεύτερον, δεν αρκείται αποκλειστικά στην ευρηματικότητα των επεισοδίων, φροντίζοντας, δεξιοτεχνικά τις περισσότερες φορές, να υπογραμμίζει την ειρωνεία μέσω πολλαπλών μεταμφιέσεων της γλώσσας. Ο Βουράκης χειρίζεται με άνεση -απότοκη προφανώς μεθοδικής δουλειάς, αναγνωστικής και οργανωτικής- το λόγο των επικοινωνιολόγων, των διανοητών αλλά και των επιχειρηματικών στελεχών στη διαφήμιση και το μάρκετινγκ, των γευσιγνωστών και οινολόγων, των αρχιτεκτόνων και διακοσμητών, την ορολογία των υπολογιστών, τη νεανική αργκό, ενώ παίζει συχνά και με τα φυσικομαθηματικά. Σχετικά με τη γλώσσα ας επισημανθεί και η επιδέξια χρήση του μακροπερίοδου λόγου, με σκωπτική και πάλι πρόθεση. Τρίτον, διακρίνεται εμφανώς η προσπάθεια διατύπωσης ενός πολιτικού προβληματισμού, η οποία απομακρύνει τη μυθοπλασία από το επίπεδο της φαρσοκωμωδίας, έστω κι αν δεν ευστοχεί πάντα. Για παράδειγμα, είναι άκρως ατυχές το στιγμιότυπο της εφήμερης συναδέλφωσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων ενώ η μεταμέλεια του Θεού για τη δημιουργία της Β. Αμερικής μπορεί -με λίγη επιείκεια- να συγκαταλεχθεί στα διασκεδαστικά σχόλια. Αξίζει, συμπληρωματικά, να προσεχθεί πως η κριτική διάθεση του συγγραφέα ακουμπάει σταθερά στη γνώση του αντικειμένου το οποίο επιχειρεί να πλήξει, διαπίστωση που δεν εδράζεται στη νύξη του βιογραφικού σημειώματος περί ενασχόλησης με την τηλεοπτική δημοσιογραφία, αλλά επικυρώνεται από πολλές σχετικές σελίδες του βιβλίου. Βέβαια, όσον αφορά την εμπειρική τριβή με το αντικείμενο της διακωμώδησης, προκύπτει το ζήτημα της εκβιαστικής της επίδειξης, μια συγκαλυμμένη αυταρέσκεια, εν ολίγοις, η οποία έρχεται να προστεθεί, επιβαρυντικά, στην προκλητικότητα της σύλληψης. Πάντως η απροσμάχητη αρετή του μυθιστορήματος είναι το γέλιο που αβίαστα αποσπά. Οταν δε η ιλαρότητα συναρμόζεται με την κοινωνική κριτική, η θυμηδία απογειώνεται σπάζοντας τις όποιες επιφυλάξεις.
Η σοβαρότερη αντίρρησή μου αφορά τον κάπως τηλεοπτικό χαρακτήρα της σάτιρας του Βουράκη για τα έκτροπα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ο συγγραφέας αναλώνεται υπέρ το δέον στο σχολιασμό της ελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας, αγνοώντας ενίοτε τις συμβάσεις της μυθοπλασίας (ένας θεάνθρωπος πιθανότατα, αλλά θνητοί Γάλλοι δημοσιογράφοι γνωρίζουν τη «Λάμψη» και το «Καλημέρα Ζωή»;) και περιοριζόμενος σε τετριμμένους καγχασμούς για την ποιοτική της στάθμη και τη μοιραία χαύνωση των τηλεθεατών. Πιο ευρηματική και πολλές φορές σπαρταριστή, η κατάδειξη του προσανατολισμού της σημερινής εποχής στον ευδαιμονισμό και στην αγιοποίηση της αισθητικής και επαγωγικά στην απαρασάλευτη πίστη στην εμφάνιση. Κατά τρόπο παράδοξο και ασύμβατο με το μυθοπλαστικό πλαίσιο, στα σχόλια του Βουράκη υποβόσκει ένας ρομαντισμός, ίσως «ένας ψηφιακός ρομαντισμός τρίτης γενιάς» όπως σαρκάζει κάπου ο ίδιος. Στα εκρηκτικά ευφυολογήματα αντηχεί η ειλικρινής αγωνία για ουσιαστική επαφή και επικοινωνία, ανάγκη επικαλυμμένη από παντοειδείς ερευνητικούς κλάδους, ειδήμονες και τεχνολογικά υποκατάστατα και εν τέλει ανικανοποίητη και διογκούμενη.
Με την ευέλικτη γλώσσα του, την αχαλίνωτη, καταιγιστική ευρηματικότητά του και τον βέβηλο σαρκασμό, ο Βουράκης αναζήτησε σε παρακινδυνευμένη κατεύθυνση μια πανοραμική έποψη του σύγχρονου κόσμου. Μπορεί να μην εστίασε ακριβώς εκεί όπου απέβλεπε, μπορεί να παρασύρθηκε από την ορμητικότητα των επινοήσεών του και να φλυάρησε, αλλά κατόρθωσε αδιαμφισβήτητα να συναιρέσει τις επιμέρους εμπνεύσεις του σ' ένα εύληπτο και καίριο συμπέρασμα. Ενας Θεός με υπαρξιακά άγχη, επιρρεπής στην αστρολογία και σκοτισμένος από την κατασκευή καινούργιων συμπάντων, ένας Ιησούς σε μακάρια ύπνωση, ένα εξαιρετικά οξύθυμο Αγιο Πνεύμα που ραίνει βρίζοντας με κουτσουλιές επιφοίτησης δώδεκα γλάστρες σε ρόλο Αποστόλων, άγγελοι που σπαράζουν από ερωτικές απογοητεύσεις και ένας ιμιτασιόν Σωτήρας δεν αποκαλύπτουν παρά το ότι η Γη παρουσιάζει πολύ χαμηλά ποσοστά τηλεθέασης στο επουράνιο κοινό. Γεγονός απτό και εύκολα μεταφράσιμο στην καθημερινότητα και προφανώς ανεξάρτητο είτε από τη χριστιανική πίστη είτε από την ανιερότητα της φαντασίας.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις