0
Your Καλαθι
Φωτοφράκτης οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου
Περιγραφή
Το παρόν λεύκωμα, που επιμελήθηκε ο Γιάννης Σταθάτος, κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της Έκθεσης των φωτογραφιών του Ανδρέα Εμπειρίκου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο ευρύτερης έκθεσης για τον ποιητή, πεζογράφο, ψυχαναλυτή και φωτογράφο που οργανώθηκε από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και το Υπουργείο Πολιτισμού για τον εορτασμό 100 χρόνων από τη γέννηση του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Το πλούσιο αυτό βιβλίο περιλαμβάνει εκτενή Εισαγωγή του Γιάννη Σταθάτου για τον φωτογράφο Ανδρέα Εμπειρίκο και το φωτογραφικό του αρχείο, και Επίμετρο με ένα κείμενο της Μαρίνας Καραγάτση και εργοβιογραφία του ποιητή από τον Ιάκωβο Βούρτση.
Οι 221 φωτογραφίες του ποιητή που κατατίθενται εδώ χωρίζονται σε οκτώ θεματικές ενότητες : Προπολεμικές φωτογραφίες, Ταξίδια [1952-1962], Ελλάδα [1953-1963], Γλυπτά [1953-1955], Γυναίκες [1952-1962], Πορτραίτα [1953-1972], Παιδίσκες [1952-1956], Ο Λεωνίδας [1958-1972].
Το λεύκωμα διανθίζεται και από πολλές άλλες φωτογραφίες, ανέκδοτες και γνωστότερες, πορτραίτα του ποιητή και άλλα στιγμιότυπα τραβηγμένα από τον ίδιο ή από οικείους του.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο του ποιητή, και από δύο ενότητες προπολεμικών φωτογραφιών που η έρευνα πρόσφατα αποκάλυψε: η μία βρέθηκε στα πράγματα της μητέρας του Εμπειρίκου, και η δεύτερη και σημαντικότερη στο Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.
Η περιγραφή του Λεωνίδα Εμπειρίκου για το φωτογραφικό αρχείο του πατέρα του αρκεί για να φανεί το πάθος και η ενασχόληση του ποιητή με τη φωτογραφία, τόσο με τη λήψη όσο και με τον τεχνικό εξοπλισμό: "Υπάρχει και το τεράστιο, ιλιγγιωδών διαστάσεων, φωτογραφικό αρχείο, το μόνο καταλογοποιημένο στην εντέλεια από τον ίδιο, το οποίο ουσιαστικά κατέχει θέση ημερολογίου ποιητικής αναφοράς, αλλά και εικαστικής εκδήλωσης, δείχνοντας, εξάλλου, και μια πρώιμη σχέση του τόσο με το φορμαλισμό όσο και με άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα. Ένα μεγάλο μέρος του αρχείου αυτού είναι επιλεγμένο από τον ίδιο με τη μορφή μεγεθυσμένων φωτογραφιών από τα δοκίμια του αρχείου - τα αρνητικά μπορεί να ανέρχονται από το '47-'48 και έπειτα σε πάνω από 30.000 […]".
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο ποιητής είναι φωτογράφος διαθέσεων και εσωτερικής ορμής που αλλάζει ανάλογα με το ερέθισμα και τη στιγμή. Φαίνεται ότι κάθε φορά που το σαράκι της ζωής, η θλίψη ή το άγχος ξεχειλίζουν μέσα του, τα εξορκίζει ενστικτωδώς με τη φωτογραφία.
Σε μια από τις φωτογραφίες του, τραβηγμένη από τον φίλο του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι καθισμένος στα γόνατα και φωτογραφίζει. Η στάση του σώματός του δείχνει ότι είναι απολύτως συγκεντρωμένος στο αντικείμενό του, από το οποίο ξέρει τι θέλει να αποσπάσει. Η ματιά του είναι προσηλωμένη κάπου που εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ. Ίσως να βλέπει ένα τοπίο γνώριμο ιδωμένο με άλλον τρόπο, ίσως να θέλει να φωτογραφίσει «κάτι» που θα το κρατήσει για πάντα στη μνήμη του. Το ίσως αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί η στάση του φανερώνει την άδολη χαρά της φωτογράφισης. Αυτή η στιγμή, άλλες που προηγήθηκαν και άλλες που ακολούθησαν αποτελούν το λεύκωμα Φωτοφράκτης. Το ενδιαφέρον του Εμπειρίκου για τη φωτογραφία εκδηλώνεται το 1919, όταν ο ποιητής ήταν 18 ετών, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής του λευκώματος Γιάννης Σταθάτος.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες: στις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, στις φωτογραφίες εν γένει της μεταπολεμικής περιόδου και στη σειρά των φωτογραφιών του γιου του Λεωνίδα από τη γέννησή του το 1957 ώς το 1974.
Οι προπολεμικές φωτογραφίες είναι εμφανέστατα σημαδεμένες από τα διαβάσματά του και τις επιρροές που δέχθηκε από τους γάλλους υπερρεαλιστές. Η γνωριμία του με τον Αντρέ Μπρετόν την περίοδο 1926-1931 που βρισκόταν στο Παρίσι ενισχύει τις πεποιθήσεις του γύρω από τον σουρεαλισμό, ενώ η σχέση του μέσα από την ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ τον οδηγεί σε αυτό που αργότερα ο ίδιος ακολούθησε. Μυείται στο παράδοξο που εμπεριέχεται στην καθημερινή ζωή, στο απροσδόκητο που συναντά κανείς στον δρόμο, σε αυτό που γεννιέται από το τυχαίο, από τη συνάντηση με το φανταστικό.
Στα πρώτα φωτογραφικά ψαξίματά του ανήκει μια σειρά πειραματισμών με μάσκες που φοράει είτε ο ίδιος ο φωτογράφος είτε κάποιος άλλος. Παίζοντας με τις μάσκες ο Εμπειρίκος ανιχνεύει κάποιον ρόλο, ξεφεύγει από τον εαυτό του, ξεπερνά τα όριά του, αναζητεί τα όρια των άλλων, σπάει για μια στιγμή το κέλυφος των έμμονων ιδεών του και των θλίψεών του, υπερισχύει της μοίρας του. Εδώ είναι προφανής ο επηρεασμός του από τις φωτογραφίες του Μαν Ρέι. Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει επιπλέον μια σειρά εικόνες το ίδιο σημαντικές. Φωτογραφίες σε αγορές, παράξενες, διφορούμενες, δυσδιάκριτες, όπως τα όνειρα. Σκηνοθετικά ευρήματα, παραμορφώσεις ή μεταμορφώσεις, παιχνίδια με το φως. Ο Εμπειρίκος καταφέρνει να βγάλει τα αντικείμενα που ασφυκτιούν στο κάδρο του έξω από το περιβάλλον και να πλησιάσει σε μια τέχνη τού «σχεδόν τίποτα» όπως θα την ήθελε ο φιλόσοφος Βλαντίμιρ Γιανκέλεβιτς, μια τέχνη φτιαγμένη από «τυχαίες» συναντήσεις, όπως το σκιάχτρο με ένα ξύλινο τουφέκι κολλημένο στο κεφάλι του που βρήκε σε κάποιον αμπελώνα. Η πιο σημαντική φωτογραφικά περίοδος του Εμπειρίκου που όμοιά της δεν έχουμε συναντήσει στην ελληνική φωτογραφία, τουλάχιστον εκείνης της εποχής.
Ο Εμπειρίκος είναι φωτογράφος διαθέσεων και εσωτερικής ορμής που αλλάζει ανάλογα με το ερέθισμα και τη στιγμή. Φαίνεται ότι κάθε φορά που το σαράκι της ζωής, η θλίψη ή το άγχος ξεχειλίζουν μέσα του, τα εξορκίζει ενστικτωδώς με τη φωτογραφία.
Από τις ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Ρωσία, που πραγματοποίησε με τον Ο. Ελύτη και τον Γ. Θεοτοκά το 1962, διαβάζουμε: «Όλη μέρα είχα κατάθλιψι και ενίοτε και άγχος. Μόνον όταν έβγαζα φωτογραφίες υπεχώρησαν τα δυσάρεστα αυτά φαινόμενα. Τώρα που γράφω έχω πάλι κατάθλιψι».
Τα μελαγχολικά τοπία του Λένινγκραντ και της Μόσχας, τα βαριά πρόσωπα των παιδιών, εναρμονίζονται με τη διάθεσή του, η οποία επιβάλλεται τελικά επάνω στις εικόνες.
Καθώς φυλλομετρούμε το βιβλίο νιώθουμε ότι ξεδιπλώνεται μπροστά μας το ημερολόγιο ενός κοσμοπολίτη, μια καθημερινή διαδρομή μέσα στους δρόμους και στις πλατείες του Παρισιού και του Λονδίνου, στις διαφορετικές κοινότητες ανθρώπων. Η μυστηριώδης γυναίκα με τον άσπρο φάκελο, οι επιγραφές ταινιών εποχής αντικριστά στις λεωφόρους, παράξενες συναντήσεις στο μετρό, η τεράστια διαφημιστική κούκλα Bonbons που έρχεται απειλητική προς το μέρος μας. Εικόνες που για τον Εμπειρίκο λειτουργούν σαν ένα τεράστιο φωτογραφικό στιγμιότυπο επηρεασμένο από γκανγκστερικές ταινίες και αστυνομικά μυθιστορήματα.
Την ίδια εποχή στην Ελλάδα αποσπά κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές, όπως τα ακρωτηριασμένα αγάλματα στην Ελευσίνα που διεκδικούν την υπόστασή τους μέσα στην καπνισμένη ατμόσφαιρα του βιομηχανικού χώρου, οι γυναίκες στην Παλαιοκαστρίτσα με τους τενεκέδες στο κεφάλι, το σκηνικό μιας αυλής στο Ηράκλειο με τις γλάστρες και το λιονταρίσιο άγαλμα φύλακα-φρουρό του σπιτιού ή η συνάντησή του με τον τυφλό ακορντεονίστα στον Πειραιά.
Στα τοπία, τα οποία αξίζουν ιδιαίτερης μνείας, αναδεικνύονται αρμονικά οι άδειοι χώροι και βλέπουμε ότι όλη η συνηθισμένη για εκείνη την εποχή χρήση των γεωμετρικών σχημάτων και της ισορροπίας καταργείται.
Οι γυναίκες εμφανίζονται στις φωτογραφίες του όμορφες και θελκτικές. Η κρουστή σάρκα τους ηλεκτρίζει καθώς εμπλέκονται αποκαλυπτικά στο αιώνιο παιχνίδι σαγηνευτή και σαγηνευομένου. Η ενότητα «Παιδίσκες» είναι από τις πιο συζητημένες στο έργο του.
Εδώ όμως ο Εμπειρίκος φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται να βελτιώσει τη φωτογραφική οπτική του μέσα από το θέμα του. Αυτές οι φωτογραφικές προτιμήσεις του, καθώς και οι φωτογραφίες με τις γυναίκες, έχουν να κάνουν κυρίως με τη μανιώδη επιθυμία ή ανάγκη του να κρατήσει άσβεστο στην οπτική του μνήμη ένα κομμάτι από την αιώνια ομορφιά και νεότητα, την ερωτική αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Ο Εμπειρίκος εδώ δεν είναι ο κυνηγός της σπουδαίας φωτογραφίας αλλά ο κυνηγός της ομορφιάς που αναδύεται μέσα από τη φωτογραφία.
Στην προπολεμική περίοδο αλλά και στις πρώτες μεταπολεμικές φωτογραφίες του, όπως και στην ποίησή του, επικρατούν το όνειρο και το σεξουαλικό ένστικτο στην ελεύθερή τους φροϋδική ερμηνεία, ενώ στις φωτογραφίες της τελευταίας περιόδου είναι εμφανής η τάση του ποιητή για αναζήτηση της βαθιάς αίσθησης του θανάτου και της μοίρας.
Με αυτή την έννοια οι φωτογραφίες που ξετυλίγονται στο τρίτο μέρος του βιβλίου απλώς ακολουθούν και παρακολουθούν το μεγάλωμα του γιου του Λεωνίδα.
Τελειώνοντας πιστεύουμε ότι οι υπερρεαλιστικές επιρροές του Ανδρέα Εμπειρίκου, που εφαρμόστηκαν στο σύνολο της ποίησής του, δεν υιοθετήθηκαν με τον ίδιο τρόπο στη φωτογραφία, εκτός από την προπολεμική περίοδο. Γιατί ακόμη και κάποιες διάσπαρτες φωτογραφίες που ανασύρουμε μέσα από την ολότητα του έργου του οι οποίες εμπεριέχουν το παράδοξο είναι φωτογραφίες που έγιναν λόγω της αίσθησης και του πολύπλευρου ταλέντου ενός ευφυούς δημιουργού ο οποίος με οτιδήποτε θα είχε ασχοληθεί θα παρήγε ανάλογης ποιότητας αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε ότι η φωτογραφία για τον Εμπειρίκο αποτελούσε ένα δευτερογενές ενδιαφέρον του.
Η έκδοση είναι εξαιρετικά επιμελημένη. Σημαντικό είναι το κείμενο του Γιάννη Σταθάτου που θα αποτελεί στο εξής σημείο αναφοράς για τον φωτογράφο Εμπειρίκο και το αρχείο του.
ΝΙΝΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-01-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις