0
Your Καλαθι
Απαντα ΙΙ
Τριάντα δύο διηγήματα, ζωή αρρωστημένη και άλλα διηγήματα
Περιγραφή
Μια νουβέλα του Δημοσθένη Βουτυρά
Η εκδίκηση του μικρού
Η νύχτα ήταν ήσυχη. Αστέρια άπειρα λάμπανε στον ουρανό, και ο γαλαξίας, σαν κομμένο πέπλο, ξεσχισμένο, άσπριζε μέσα σ' αυτά...
Μένανε σιωπηλοί, καπνίζοντες και απολαμβάνοντες την ωραία βραδιά, όταν φωνές παιδικές, σπαρακτικές, ακούστηκαν να βγαίνουν από κάποιο εκεί σπιτάκι.
-Πάλι αυτή η κακούργα η μητριά δέρνει κείνο το δυστυχισμένο!... είπε ο Γαλέρης.
Και μας εξηγήθηκε με λίγα λόγια...
Οι φωνές ξακολουθούσαν, και μαζί τώρα ακουγόταν σε χαμηλότερο τόνο μια στριγκιά φωνή κάτι να λέει. Επειτα ένα κλάμα μόνο, που έσβησε σιγά σιγά.
-Βρε την κακούργα, θα το σκοτώσει καμιά ώρα! έλεγε ο Γαλέρης.
-Ετσι είναι όταν είναι μητριά!... είπε και ο Μίγκας. Αλλ' εγώ έπαθα χειρότερα, χωρίς να 'χω μητριά!...
-Απ' τη μητέρα σου;
-Α, όχι, όχι!... Α, θα 'ταν ωραίο τότε, αν το πάθαινα απ' τη μητέρα μου!... Θα σας το διηγηθώ!...
Ολα τώρα τα περασμένα μου φαίνονται σαν όνειρο! Αλλά τα πρώτα μου χρόνια, τα παιδικά, όταν τα θυμούμαι, μου φαίνονται σα μια σκηνή ονείρου γεμάτη λουλούδια, φιλιά, τραγούδια και φως! Μετά όμως; Μετά, ν' αλλάζουν όλα, τα άνθη να χάνονται, τα τραγούδια να σβήνουν και το μέρος να γεμίζει αγκάθια, με μια ψυχρή σκοτεινιά!...
Και την αλλαγή αυτή την έφερε ένας θάνατος, ο θάνατος της μάνας μου. Μικρό μικρό μ' άφησε. Θα 'μουν πέντε χρονών.
Ο πατέρας μου ήταν καραβοκύρης, έκανε μεγάλα ταξίδια και αργούσε να 'ρθει. Βρέθηκε λοιπόν σε στενοχώρια μεγάλη τι θα με κάνει, που θα μ' αφήσει. Αποφάσισε στο τέλος και πήρε στο σπίτι μια γριά συγγένισσά του, για να με κοιτάζει και να με περιποιείται.
Απ' την ημέρα κείνη αρχίσανε τα βάσανά μου. Οι φωνές μου θ' ακούγονταν στη γειτονιά περισσότερο απ' αυτουνού του παιδιού, που ξεφώνιζε πρωτύτερα.
Και μ' έδερνε τις πιο πολλές φορές για το τίποτα, κι έπειτα τι μπορεί να κάνει ένα παιδάκι πέντε χρονών! Α, ήτανε κακιά γριά, στρίγκλα σωστή!...
Και όσο μεγάλωνα, το κακό χειροτέρευε. Και μάλιστα τότε, αντί να με υπηρετεί, μ' έβαζε και την υπηρετούσα γώ. Επλενα τα πιάτα, σκούπιζα, της πήγαινα νερό. Αφού με σήκωνε από το διάβασμα να της πάω νερό ή να πλύνω το φλιτζάνι που 'χε πιει καφέ. Και όχι μια φορά τα 'κανα θάλασσα. Το ξύλο που 'φαγα τότε ήταν άλλο...
Πώς δεν το 'λεγα στον πατέρα μου;...
Το 'χα πει, αλλά δεν έκανε τίποτα. Ποιος ξέρει τι του 'λεγε κείνη. Α, κι ένα άλλο. Είχε βρει κι ένα δικό της τρόπο να με ξυπνά το πρωί. Μου 'χυνε νερό στο πρόσωπο!...
Παράξενο όμως, δεν τη μισούσα τόσο πολύ για το ξύλο, όσο για κάτι άλλο.
Αυτή είχε και μια μανία να με μουτζώνει. Ηταν αδύνατο την ημέρα να μη μου δώσει εκατό μούτζες. Και πολλές φορές που της πήγαινα νερό, για το ευχαριστώ θ' άνοιγε τα δάχτυλά της αντικρύ στο πρόσωπό μου και θα μου 'λεγε:
-Πάρε τώρα το μπαξίσι σου.
Τη μούτζωνα κι εγώ κρυφά, αλλά πόσο, πόσο επιθυμούσα να της ανοίξω τα δάχτυλά μου αντικρύ στο πρόσωπό της και να της πω:
-Να και σύ!
Θα 'μουν οχτώ ή εννέα χρονών που αρρώστησε. Επεσε κατακέφαλα. Εγώ βρήκα τότε την ευτυχία μου. Ξύλο δεν έτρωγα, σ' αυτή την κόλαση που λέγεται σχολείο δεν πήγαινα, ήμουνα καλά και καλά. Και ούτε με ξυπνούσε η γριά πρωί πρωί με το νερό.
Μια νύχτα, κι έπεφτε νερόχιονο και φυσούσε τρομερός άνεμος, ακούω μόλις είχα πλαγιάσει, γιατί εδιάβαζα, τη φωνή της να με φωνάζει παράξενα:
-Σπύρο!...
Δεν απάντησα. Κρύωνα πολύ και δεν ήθελα να σηκωθώ, μ' όλο το φόβο που της είχα.
Πάλι σε λίγο η φωνή της μέσα στον άνεμο, στο βουητό του να με φωνάζει. Τίποτα εγώ. Και μάλιστα, έκανα τον κοιμισμένο χωρίς να την ακούσω ότι έρχεται...
Πέρασε λίγο. Ο άνεμος έσειε τα παραθυρόφυλλα δυνατά και το βουητό του γέμιζε όλο το σπίτι.
Μια βραχνή φωνή, ένα ξεφώνημα μέσα στο διαβολικό κείνο θόρυβο. Επειτα δεν άκουσα τίποτε άλλο. Εμεινα περιμένοντας με ανοιχτά μάτια. Τίποτα.
Το πρωί ξύπνησα μόνος μου και χωρίς τη βοήθεια του νερού. Καθώς ντυνόμουνα, άκουσα την πόρτα να χτυπά και κατάλαβα πως θα' τανε κάποια γειτόνισσα, που ερχόταν και περιποιόταν την άρρωστη.
Γρήγορα και μισοντυμένος πήγα ν' ανοίξω.
Περνώντας απ' το δωμάτιό της, έριξα μια ματιά μέσα.
Την είδα με ριχμένο το κεφάλι κάτω απ' το μαξιλάρι, να με κοιτάζει άγρια...
-Ξύπνησε; με ρώτησε η γυναίκα, γιατί αυτή ήταν που την περιποιόταν.
-Ναι, της λέω γώ.
Τράβηξε γρήγορα μέσα, αλλά σε λίγο ακούω φωνές και τη βλέπω να βγαίνει.
-Αυτή είναι πεθαμένη, μωρέ, μου λέει. Εχει παγώσει!...
Κι έφυγε γρήγορα για να πει και σ' άλλες γειτόνισσες να τρέξουν.
Εγώ, αφού έμεινα λίγο σαν απολιθωμένος, κίνησα και πήγα προς το δωμάτιο της γριάς. Την είδα όπως την είχα δει, όταν περνούσα, με ανοιχτά μάτια και να με κοιτάζουν άγρια. Φοβήθηκα μη δεν ήταν πεθαμένη και της μίλησα. Αλλ' αυτή έμενε με μάτια στυλωμένα πάνω μου και χωρίς να κάνει το παραμικρό κίνημα.
Στάθηκα για λίγο ακόμα, την κοίταξα, και ξαφνικά:
-Ναι! της λέω με σφιγμένα δόντια, ανοίγοντας τα δάχτυλά μου και μουτζώνοντάς τη. Να! στα μάτια σου!...
Η εκδίκηση του μικρού
Η νύχτα ήταν ήσυχη. Αστέρια άπειρα λάμπανε στον ουρανό, και ο γαλαξίας, σαν κομμένο πέπλο, ξεσχισμένο, άσπριζε μέσα σ' αυτά...
Μένανε σιωπηλοί, καπνίζοντες και απολαμβάνοντες την ωραία βραδιά, όταν φωνές παιδικές, σπαρακτικές, ακούστηκαν να βγαίνουν από κάποιο εκεί σπιτάκι.
-Πάλι αυτή η κακούργα η μητριά δέρνει κείνο το δυστυχισμένο!... είπε ο Γαλέρης.
Και μας εξηγήθηκε με λίγα λόγια...
Οι φωνές ξακολουθούσαν, και μαζί τώρα ακουγόταν σε χαμηλότερο τόνο μια στριγκιά φωνή κάτι να λέει. Επειτα ένα κλάμα μόνο, που έσβησε σιγά σιγά.
-Βρε την κακούργα, θα το σκοτώσει καμιά ώρα! έλεγε ο Γαλέρης.
-Ετσι είναι όταν είναι μητριά!... είπε και ο Μίγκας. Αλλ' εγώ έπαθα χειρότερα, χωρίς να 'χω μητριά!...
-Απ' τη μητέρα σου;
-Α, όχι, όχι!... Α, θα 'ταν ωραίο τότε, αν το πάθαινα απ' τη μητέρα μου!... Θα σας το διηγηθώ!...
Ολα τώρα τα περασμένα μου φαίνονται σαν όνειρο! Αλλά τα πρώτα μου χρόνια, τα παιδικά, όταν τα θυμούμαι, μου φαίνονται σα μια σκηνή ονείρου γεμάτη λουλούδια, φιλιά, τραγούδια και φως! Μετά όμως; Μετά, ν' αλλάζουν όλα, τα άνθη να χάνονται, τα τραγούδια να σβήνουν και το μέρος να γεμίζει αγκάθια, με μια ψυχρή σκοτεινιά!...
Και την αλλαγή αυτή την έφερε ένας θάνατος, ο θάνατος της μάνας μου. Μικρό μικρό μ' άφησε. Θα 'μουν πέντε χρονών.
Ο πατέρας μου ήταν καραβοκύρης, έκανε μεγάλα ταξίδια και αργούσε να 'ρθει. Βρέθηκε λοιπόν σε στενοχώρια μεγάλη τι θα με κάνει, που θα μ' αφήσει. Αποφάσισε στο τέλος και πήρε στο σπίτι μια γριά συγγένισσά του, για να με κοιτάζει και να με περιποιείται.
Απ' την ημέρα κείνη αρχίσανε τα βάσανά μου. Οι φωνές μου θ' ακούγονταν στη γειτονιά περισσότερο απ' αυτουνού του παιδιού, που ξεφώνιζε πρωτύτερα.
Και μ' έδερνε τις πιο πολλές φορές για το τίποτα, κι έπειτα τι μπορεί να κάνει ένα παιδάκι πέντε χρονών! Α, ήτανε κακιά γριά, στρίγκλα σωστή!...
Και όσο μεγάλωνα, το κακό χειροτέρευε. Και μάλιστα τότε, αντί να με υπηρετεί, μ' έβαζε και την υπηρετούσα γώ. Επλενα τα πιάτα, σκούπιζα, της πήγαινα νερό. Αφού με σήκωνε από το διάβασμα να της πάω νερό ή να πλύνω το φλιτζάνι που 'χε πιει καφέ. Και όχι μια φορά τα 'κανα θάλασσα. Το ξύλο που 'φαγα τότε ήταν άλλο...
Πώς δεν το 'λεγα στον πατέρα μου;...
Το 'χα πει, αλλά δεν έκανε τίποτα. Ποιος ξέρει τι του 'λεγε κείνη. Α, κι ένα άλλο. Είχε βρει κι ένα δικό της τρόπο να με ξυπνά το πρωί. Μου 'χυνε νερό στο πρόσωπο!...
Παράξενο όμως, δεν τη μισούσα τόσο πολύ για το ξύλο, όσο για κάτι άλλο.
Αυτή είχε και μια μανία να με μουτζώνει. Ηταν αδύνατο την ημέρα να μη μου δώσει εκατό μούτζες. Και πολλές φορές που της πήγαινα νερό, για το ευχαριστώ θ' άνοιγε τα δάχτυλά της αντικρύ στο πρόσωπό μου και θα μου 'λεγε:
-Πάρε τώρα το μπαξίσι σου.
Τη μούτζωνα κι εγώ κρυφά, αλλά πόσο, πόσο επιθυμούσα να της ανοίξω τα δάχτυλά μου αντικρύ στο πρόσωπό της και να της πω:
-Να και σύ!
Θα 'μουν οχτώ ή εννέα χρονών που αρρώστησε. Επεσε κατακέφαλα. Εγώ βρήκα τότε την ευτυχία μου. Ξύλο δεν έτρωγα, σ' αυτή την κόλαση που λέγεται σχολείο δεν πήγαινα, ήμουνα καλά και καλά. Και ούτε με ξυπνούσε η γριά πρωί πρωί με το νερό.
Μια νύχτα, κι έπεφτε νερόχιονο και φυσούσε τρομερός άνεμος, ακούω μόλις είχα πλαγιάσει, γιατί εδιάβαζα, τη φωνή της να με φωνάζει παράξενα:
-Σπύρο!...
Δεν απάντησα. Κρύωνα πολύ και δεν ήθελα να σηκωθώ, μ' όλο το φόβο που της είχα.
Πάλι σε λίγο η φωνή της μέσα στον άνεμο, στο βουητό του να με φωνάζει. Τίποτα εγώ. Και μάλιστα, έκανα τον κοιμισμένο χωρίς να την ακούσω ότι έρχεται...
Πέρασε λίγο. Ο άνεμος έσειε τα παραθυρόφυλλα δυνατά και το βουητό του γέμιζε όλο το σπίτι.
Μια βραχνή φωνή, ένα ξεφώνημα μέσα στο διαβολικό κείνο θόρυβο. Επειτα δεν άκουσα τίποτε άλλο. Εμεινα περιμένοντας με ανοιχτά μάτια. Τίποτα.
Το πρωί ξύπνησα μόνος μου και χωρίς τη βοήθεια του νερού. Καθώς ντυνόμουνα, άκουσα την πόρτα να χτυπά και κατάλαβα πως θα' τανε κάποια γειτόνισσα, που ερχόταν και περιποιόταν την άρρωστη.
Γρήγορα και μισοντυμένος πήγα ν' ανοίξω.
Περνώντας απ' το δωμάτιό της, έριξα μια ματιά μέσα.
Την είδα με ριχμένο το κεφάλι κάτω απ' το μαξιλάρι, να με κοιτάζει άγρια...
-Ξύπνησε; με ρώτησε η γυναίκα, γιατί αυτή ήταν που την περιποιόταν.
-Ναι, της λέω γώ.
Τράβηξε γρήγορα μέσα, αλλά σε λίγο ακούω φωνές και τη βλέπω να βγαίνει.
-Αυτή είναι πεθαμένη, μωρέ, μου λέει. Εχει παγώσει!...
Κι έφυγε γρήγορα για να πει και σ' άλλες γειτόνισσες να τρέξουν.
Εγώ, αφού έμεινα λίγο σαν απολιθωμένος, κίνησα και πήγα προς το δωμάτιο της γριάς. Την είδα όπως την είχα δει, όταν περνούσα, με ανοιχτά μάτια και να με κοιτάζουν άγρια. Φοβήθηκα μη δεν ήταν πεθαμένη και της μίλησα. Αλλ' αυτή έμενε με μάτια στυλωμένα πάνω μου και χωρίς να κάνει το παραμικρό κίνημα.
Στάθηκα για λίγο ακόμα, την κοίταξα, και ξαφνικά:
-Ναι! της λέω με σφιγμένα δόντια, ανοίγοντας τα δάχτυλά μου και μουτζώνοντάς τη. Να! στα μάτια σου!...
Κριτικές
17/04/2023, 11:26