0
Your Καλαθι
Άπαντα IV
Ο νέος Μωυσής, διωγμένη αγάπη, φως στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα
Περιγραφή
Κυκλοφόρησε ο 4ος τόμος των Απάντων του Δημοσθένη Βουτηρά που περιλαμβάνει τρεις συλλογές δημοσιευμένες το 1923: "Νέος Μωυσής", "Διωγμένη Αγάπη" και "Φως στο σκοτάδι" καθώς και δύο διηγήματα που δημοσιεύθηκαν στο Νουμά την ίδια χρονιά. Τα Απαντα του Δημοσθένη Βουτυρά κυκλοφορούν σε συνέκδοση των εκδόσεων ΔΕΛΦΙΝΙ και ΣΤΑΧΥ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες ο τέταρτος τόμος των Απάντων του Δημοσθένη Βουτυρά, ενός σημαντικότατου πεζογράφου που έμενε επί καιρόν στην αφάνεια της λογοτεχνικής ιστορίας μας. Ο ιστορικός κ. Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής της έκδοσης, που θα ολοκληρωθεί σε 14 τόμους, παρουσιάζει αυτή την εκδοτική περιπέτεια.
Με ένα άρθρο του, το 1990, ο καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου έθεσε το ζήτημα της συγκεντρωτικής έκδοσης του έργου του Δημοσθένη Βουτυρά. Η έκδοση αυτή, με την μορφή των Απάντων (που συνεχίζονται τώρα με την κυκλοφορία του τέταρτου τόμου), δίνει την ευκαιρία, μετά από 35 χρόνια εκδοτικής σιωπής, να ικανοποιηθεί ένα ακόμη αίτημα που είχε διατυπώσει στο ίδιο άρθρο ο καθηγητής Στ. Αλεξίου: την ανάγκη επανεκτίμησης του έργου. Ο Βουτυράς υπήρχε λαθραία όλα αυτά τα χρόνια, στα σχολικά βιβλία, στα παλαιοβιβλιοπωλεία και στη δίτομη επιλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις «Δίφρος», που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τον θάνατό του. Στην επιλογή αυτή περιλαμβάνονται μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Βουτυρά, αλλά παραλείπονται, όπως είναι φυσικό, άλλα τόσα εξίσου καλά και ενδιαφέροντα κομμάτια διηγήματα στα οποία ο αναγνώστης θα μπορούσε να διακρίνει, για παράδειγμα, την προέλευση των σκαριμπικών ηρώων («Όταν σκάνε τα λουλούδια») ή την τεχνική των επιφανειών («Πάνω στη γαλήνη») και ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων και προσεγγίσεων που συμπληρώνουν το μωσαϊκό της δημιουργικότητας του Βουτυρά.
Ο Βουτυράς έγραψε πάνω από 500 διηγήματα και νουβέλες. Πολλά από αυτά είναι απλά αφηγήματα με δροσιά και χάρη, πολλά άλλα όμως είναι εξαιρετικά δείγματα μιας πεζογραφίας μοναδικού ύφους και τόνου, που παρόμοιά της δεν συναντάμε στην ελληνική γραμματεία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις προσπάθειες των συγχρόνων του να τον οριοθετήσουν βρήκαν στο έργο του απηχήσεις και παραλληλίες με τόσο διαφορετικούς συγγραφείς όπως ο Γκόρκι, ο Τσέχοφ, ο Χάμσουν, ο Πόε, ο Μέτερλινγκ ή ο Μοπασάν. Ο Στρατής Τσίρκας στη δεκαετία του '50 διέγνωσε παραλληλίες με τον Τζόις, τον Σαρτρ και τον Φόκνερ. Με την επανέκδοση του έργου του Βουτυρά βρίσκουμε απηχήσεις του Ουναμούνο, του Μπέκετ, του Προυστ, του Κάφκα.
Όλα αυτά «ακούει» ο σύγχρονος αναγνώστης μέσα στο έργο του έλληνα συγγραφέα, ένα έργο που μπορούμε να διαβάσουμε ψύχραιμα μόλις τώρα. Ωστόσο πολλοί από αυτούς τους συγγραφείς είναι νεότεροι ή σύγχρονοι του Βουτυρά. Η χρονολόγηση των πρώτων δημοσιεύσεων των διηγημάτων του οδηγεί στο παράδοξο να θυμίζει ο Βουτυράς συγγραφείς που έγραψαν μετά από αυτόν: συνέπειες της σιωπής γύρω από το έργο του. Αλλά δίνει και την ευκαιρία να ανακαλύψουμε ότι η πρωτοποριακή συμβολή του Βουτυρά δεν βρίσκεται στο ότι μίλησε για τους φτωχούς και τους άκληρους, για τους άρρωστους και τους αποκλίνοντες, για τα ζώα, για την κτηνωδία των ανθρώπων και της εξουσίας, αλλά στο πώς μίλησε για όλα αυτά: συλλαμβάνοντας, αυτός ο «αυτοδίδακτος», και εκφράζοντας μοναδικά το σύγχρονο βίωμα, την αίσθηση του μοντέρνου κόσμου, του σύγχρονου τρόπου σκέψης και της σημερινής ευαισθησίας, εκφράζοντας ολοκληρωμένα την εμπειρία του 20ού αιώνα. Το έργο του έχει μικρή σχέση με τις ταμπέλες που του έχουν κολλήσει κατά καιρούς: δεν είναι ταβερνογραφία, αλλά μελέτη του ανθρώπινου αδιεξόδου· δεν είναι ρεαλισμός, πολύ περισσότερο πριμιτιβισμός, αλλά μοντερνισμός· δεν είναι κοινωνικό διήγημα, αλλά ρεύμα της συνείδησης· δεν είναι, τέλος, μονοδιάστατο, αλλά εξαιρετικά πλούσιο σε πηγές, σε αναφορές και σε προεκτάσεις. Ο εσωτερικός μονόλογος η πεμπτουσία της σύγχρονης λογοτεχνικής έκφρασης που θεωρείται ότι εισήχθη στην Ελλάδα από τη γενιά του '30 ήταν μια ολοκληρωμένη τεχνική του Βουτυρά από τα πιο πρώιμα χρόνια του, από τον «Λαγκά» (1903) και το «Παιδί της βουβής» (1905), δηλαδή τρεις δεκαετίες νωρίτερα από τον Κοσμά Πολίτη, τον Ξεφλούδα και τον Πεντζίκη, την ίδια εποχή που αρχίζει να συστηματοποιείται στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Ο πλούτος του Βουτυρά οφείλεται στη θεώρησή του για τη ζωή και στη θεώρησή του για τη λογοτεχνία. Η δύναμή του είναι η δύναμη της γλώσσας του (μια γλώσσα πολύ σύγχρονη με έντονη προφορικότητα και υποβλητικότητα) και στη δύναμη των εικόνων του. Οι εικόνες αυτές είναι μεταφορές, έχουν ελλειπτικότητα και έντονη κινητικότητα. Ο λόγος του είναι πολλές φορές εξαιρετικά «κινηματογραφικός», ακόμη ένα στοιχείο της μεγάλης συγχρονικότητας του Βουτυρά με την εποχή μας. Αλλωστε σε ανύποπτο χρόνο, ενώ ακόμη γινόταν η συζήτηση για το αν ο κινηματογράφος είναι τέχνη ή όχι και οι συγγραφείς παρακολουθούσαν με απορία τη νέα αυτή έκφραση, ο Βουτυράς χρησιμοποίησε κινηματογραφική τεχνική προσαρμοσμένη σε διήγημά του. Ο ήρωάς του διηγείται τι συνιστά γι' αυτόν ευτυχία (ένα σταμάτημα στην παιδική ηλικία) και η αφήγησή του, μαζί και το διήγημα, κλείνει με αυτή την εικόνα: «Κι ύστερα; Υστερα με τον καιρό, αφού θα μέναμε χρόνια και χρόνια έτσι, όλα θα χανόντανε, να 'σβηναν σε μια στιγμή όλων η ζωή (...), όλων, όπως σβήνει μια σκηνή σε ταινία κινηματογράφου!..». Αυτά το 1921! Η εικόνα, λοιπόν, ρευστή, αμφίβολη, γρήγορη, με άντληση από τον νατουραλισμό, τον εμπρεσιονισμό και τη λογική της μετακινούμενης οπτικής γωνίας· με τον ρυθμό των πλάνων και των σεκάνς, κάτι που είναι πια βαθιά ριζωμένο, σχεδόν φυσικό, στη σύγχρονη έκφραση, έχει την αφετηρία του στο αγνοημένο έργο του Βουτυρά.
Το έργο του Βουτυρά μπορεί να διαβαστεί κοινωνικά, αλλά, πολύ περισσότερο, μπορεί να διαβαστεί φορμαλιστικά. Ως κοινωνική καταγγελία, αλλά και ως «τέχνη για την τέχνη». Ως κατηγορητήριο κατά της αδικίας, αλλά και ως μουσική. Τι είναι τελικά αυτό το έργο; Τι συνθέτει και τι μεταφέρει; Πού διαδραματίζεται; Η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι πρόκειται για ένα έργο γεμάτο εκπλήξεις, πολλά υποστρώματα, αδύνατο να υποταχθεί σε σταθερά σχήματα. Η διατύπωση του Πέτρου Χάρη ότι «εισέβαλε στην καθιερωμένη τάξη (των λογοτεχνικών) πραγμάτων» αποτυπώνει πολύ εύστοχα την αίσθηση που προκάλεσε αυτό το έργο όταν εμφανίστηκε. Πιστεύω όμως ότι αυτή η εισβολή κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει...
Βάσιας Τσοκόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες ο τέταρτος τόμος των Απάντων του Δημοσθένη Βουτυρά, ενός σημαντικότατου πεζογράφου που έμενε επί καιρόν στην αφάνεια της λογοτεχνικής ιστορίας μας. Ο ιστορικός κ. Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής της έκδοσης, που θα ολοκληρωθεί σε 14 τόμους, παρουσιάζει αυτή την εκδοτική περιπέτεια.
Με ένα άρθρο του, το 1990, ο καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου έθεσε το ζήτημα της συγκεντρωτικής έκδοσης του έργου του Δημοσθένη Βουτυρά. Η έκδοση αυτή, με την μορφή των Απάντων (που συνεχίζονται τώρα με την κυκλοφορία του τέταρτου τόμου), δίνει την ευκαιρία, μετά από 35 χρόνια εκδοτικής σιωπής, να ικανοποιηθεί ένα ακόμη αίτημα που είχε διατυπώσει στο ίδιο άρθρο ο καθηγητής Στ. Αλεξίου: την ανάγκη επανεκτίμησης του έργου. Ο Βουτυράς υπήρχε λαθραία όλα αυτά τα χρόνια, στα σχολικά βιβλία, στα παλαιοβιβλιοπωλεία και στη δίτομη επιλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις «Δίφρος», που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τον θάνατό του. Στην επιλογή αυτή περιλαμβάνονται μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Βουτυρά, αλλά παραλείπονται, όπως είναι φυσικό, άλλα τόσα εξίσου καλά και ενδιαφέροντα κομμάτια διηγήματα στα οποία ο αναγνώστης θα μπορούσε να διακρίνει, για παράδειγμα, την προέλευση των σκαριμπικών ηρώων («Όταν σκάνε τα λουλούδια») ή την τεχνική των επιφανειών («Πάνω στη γαλήνη») και ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων και προσεγγίσεων που συμπληρώνουν το μωσαϊκό της δημιουργικότητας του Βουτυρά.
Ο Βουτυράς έγραψε πάνω από 500 διηγήματα και νουβέλες. Πολλά από αυτά είναι απλά αφηγήματα με δροσιά και χάρη, πολλά άλλα όμως είναι εξαιρετικά δείγματα μιας πεζογραφίας μοναδικού ύφους και τόνου, που παρόμοιά της δεν συναντάμε στην ελληνική γραμματεία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις προσπάθειες των συγχρόνων του να τον οριοθετήσουν βρήκαν στο έργο του απηχήσεις και παραλληλίες με τόσο διαφορετικούς συγγραφείς όπως ο Γκόρκι, ο Τσέχοφ, ο Χάμσουν, ο Πόε, ο Μέτερλινγκ ή ο Μοπασάν. Ο Στρατής Τσίρκας στη δεκαετία του '50 διέγνωσε παραλληλίες με τον Τζόις, τον Σαρτρ και τον Φόκνερ. Με την επανέκδοση του έργου του Βουτυρά βρίσκουμε απηχήσεις του Ουναμούνο, του Μπέκετ, του Προυστ, του Κάφκα.
Όλα αυτά «ακούει» ο σύγχρονος αναγνώστης μέσα στο έργο του έλληνα συγγραφέα, ένα έργο που μπορούμε να διαβάσουμε ψύχραιμα μόλις τώρα. Ωστόσο πολλοί από αυτούς τους συγγραφείς είναι νεότεροι ή σύγχρονοι του Βουτυρά. Η χρονολόγηση των πρώτων δημοσιεύσεων των διηγημάτων του οδηγεί στο παράδοξο να θυμίζει ο Βουτυράς συγγραφείς που έγραψαν μετά από αυτόν: συνέπειες της σιωπής γύρω από το έργο του. Αλλά δίνει και την ευκαιρία να ανακαλύψουμε ότι η πρωτοποριακή συμβολή του Βουτυρά δεν βρίσκεται στο ότι μίλησε για τους φτωχούς και τους άκληρους, για τους άρρωστους και τους αποκλίνοντες, για τα ζώα, για την κτηνωδία των ανθρώπων και της εξουσίας, αλλά στο πώς μίλησε για όλα αυτά: συλλαμβάνοντας, αυτός ο «αυτοδίδακτος», και εκφράζοντας μοναδικά το σύγχρονο βίωμα, την αίσθηση του μοντέρνου κόσμου, του σύγχρονου τρόπου σκέψης και της σημερινής ευαισθησίας, εκφράζοντας ολοκληρωμένα την εμπειρία του 20ού αιώνα. Το έργο του έχει μικρή σχέση με τις ταμπέλες που του έχουν κολλήσει κατά καιρούς: δεν είναι ταβερνογραφία, αλλά μελέτη του ανθρώπινου αδιεξόδου· δεν είναι ρεαλισμός, πολύ περισσότερο πριμιτιβισμός, αλλά μοντερνισμός· δεν είναι κοινωνικό διήγημα, αλλά ρεύμα της συνείδησης· δεν είναι, τέλος, μονοδιάστατο, αλλά εξαιρετικά πλούσιο σε πηγές, σε αναφορές και σε προεκτάσεις. Ο εσωτερικός μονόλογος η πεμπτουσία της σύγχρονης λογοτεχνικής έκφρασης που θεωρείται ότι εισήχθη στην Ελλάδα από τη γενιά του '30 ήταν μια ολοκληρωμένη τεχνική του Βουτυρά από τα πιο πρώιμα χρόνια του, από τον «Λαγκά» (1903) και το «Παιδί της βουβής» (1905), δηλαδή τρεις δεκαετίες νωρίτερα από τον Κοσμά Πολίτη, τον Ξεφλούδα και τον Πεντζίκη, την ίδια εποχή που αρχίζει να συστηματοποιείται στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Ο πλούτος του Βουτυρά οφείλεται στη θεώρησή του για τη ζωή και στη θεώρησή του για τη λογοτεχνία. Η δύναμή του είναι η δύναμη της γλώσσας του (μια γλώσσα πολύ σύγχρονη με έντονη προφορικότητα και υποβλητικότητα) και στη δύναμη των εικόνων του. Οι εικόνες αυτές είναι μεταφορές, έχουν ελλειπτικότητα και έντονη κινητικότητα. Ο λόγος του είναι πολλές φορές εξαιρετικά «κινηματογραφικός», ακόμη ένα στοιχείο της μεγάλης συγχρονικότητας του Βουτυρά με την εποχή μας. Αλλωστε σε ανύποπτο χρόνο, ενώ ακόμη γινόταν η συζήτηση για το αν ο κινηματογράφος είναι τέχνη ή όχι και οι συγγραφείς παρακολουθούσαν με απορία τη νέα αυτή έκφραση, ο Βουτυράς χρησιμοποίησε κινηματογραφική τεχνική προσαρμοσμένη σε διήγημά του. Ο ήρωάς του διηγείται τι συνιστά γι' αυτόν ευτυχία (ένα σταμάτημα στην παιδική ηλικία) και η αφήγησή του, μαζί και το διήγημα, κλείνει με αυτή την εικόνα: «Κι ύστερα; Υστερα με τον καιρό, αφού θα μέναμε χρόνια και χρόνια έτσι, όλα θα χανόντανε, να 'σβηναν σε μια στιγμή όλων η ζωή (...), όλων, όπως σβήνει μια σκηνή σε ταινία κινηματογράφου!..». Αυτά το 1921! Η εικόνα, λοιπόν, ρευστή, αμφίβολη, γρήγορη, με άντληση από τον νατουραλισμό, τον εμπρεσιονισμό και τη λογική της μετακινούμενης οπτικής γωνίας· με τον ρυθμό των πλάνων και των σεκάνς, κάτι που είναι πια βαθιά ριζωμένο, σχεδόν φυσικό, στη σύγχρονη έκφραση, έχει την αφετηρία του στο αγνοημένο έργο του Βουτυρά.
Το έργο του Βουτυρά μπορεί να διαβαστεί κοινωνικά, αλλά, πολύ περισσότερο, μπορεί να διαβαστεί φορμαλιστικά. Ως κοινωνική καταγγελία, αλλά και ως «τέχνη για την τέχνη». Ως κατηγορητήριο κατά της αδικίας, αλλά και ως μουσική. Τι είναι τελικά αυτό το έργο; Τι συνθέτει και τι μεταφέρει; Πού διαδραματίζεται; Η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι πρόκειται για ένα έργο γεμάτο εκπλήξεις, πολλά υποστρώματα, αδύνατο να υποταχθεί σε σταθερά σχήματα. Η διατύπωση του Πέτρου Χάρη ότι «εισέβαλε στην καθιερωμένη τάξη (των λογοτεχνικών) πραγμάτων» αποτυπώνει πολύ εύστοχα την αίσθηση που προκάλεσε αυτό το έργο όταν εμφανίστηκε. Πιστεύω όμως ότι αυτή η εισβολή κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει...
Βάσιας Τσοκόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
Κριτικές
27/04/2023, 08:11