0
Your Καλαθι
Η ελευθερία στο νεωτερικό κόσμο
Για μια ερμηνευτική του δημοκρατικού πολιτισμού
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Σε μια εποχή όπου οι δυσκολίες πραγμάτωσης της ελευθερίας οδηγούν πολλούς στην εγκατάλειψη της επαγγελίας της, τα κείμενα αυτού του βιβλίου έρχονται να συμβάλουν στην κατανόηση του δημοκρατικού προτάγματος της νεωτερικότητας. Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τη δυνατότητα και τις δυσκολίες αυτού του προτάγματος, τη στιγμή που είμαστε ήδη τοποθετημένοι εντός του; Ποια είναι η σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ελευθερίας; Πώς γεφυρώνεται η καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη μερικότητα των δικαιωμάτων του πολίτη; Πώς μπορεί να νοηθεί μια πολιτική εξάπλωσης των αρχών του δημοκρατικού πολιτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο; [...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε ορθά το δημοκρατικό πρόταγμα της νεωτερικότητας, τον κανονιστικό πυρήνα των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών και την αντίληψη περί ελευθερίας που αυτός συνεπάγεται; Σε αυτό το κεντρικό ερώτημα επιχειρούν να δώσουν απάντηση τα δοκίμια του Αλμπρεχτ Βέλμερ που συγκεντρώνει αυτός ο τόμος.
Η ερμηνευτική κατανόηση της ιδέας της ελευθερίας διαιρεί και αντιπαραθέτει φιλελεύθερους και κοινοτιστές. Για τους φιλελεύθερους τα ατομικά δικαιώματα έχουν το πρωτείο, ενώ για τους κοινοτιστές προηγούνται οι θεσμοί, οι παραδόσεις και οι μορφές ζωής που συγκροτούν ταυτότητες και κοινότητες. Ο Βέλμερ παρεμβαίνει σε αυτήν τη διαμάχη και προσπαθεί να λύσει «διαλεκτικά» την αντίθεση, προτείνοντας την έννοια του «δημοκρατικού κοινωνικού ήθους». Η έννοια αυτή συμφιλιώνει και συναρθρώνει σε μια σχέση αλληλοσυμπλήρωσης την «αρνητική» και τη «θετική» ελευθερία. Χωρίς την πραγμάτωση μιας έλλογης κοινοτικής ελευθερίας, η αρνητική ελευθερία μετατρέπεται αναγκαστικά σε γελοιογραφία ή σε εφιάλτη. Αλλά καμία κοινοτική ελευθερία δεν είναι νοητή στο σύγχρονο κόσμο, αν δεν στηρίζεται στη θεσμοποίηση ίσης αρνητικής ελευθερίας για όλους.
Σε κάθε περίπτωση ο κανονιστικός δυϊσμός αρνητικής και θετικής ελευθερίας και η ένταση μεταξύ ατομικισμού και κοινοτισμού, ατομικού δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό και δημοκρατικής συμμετοχής, παραμένουν και δεν υπάρχει τρόπος να εξαλειφθούν οριστικά. Το δημοκρατικό πρόταγμα της νεωτερικότητας δεν ολοκληρώνεται, δεν έχει έσχατη λύση. «Η ελευθερία δεν ανήκει σε εκείνο το είδος των πραγμάτων που μπορούν κάποτε να πραγματοποιηθούν με οριστικό τρόπο». Ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της δημοκρατικής νεωτερικότητας συνεπάγεται το τέλος της ουτοπίας, στο βαθμό που η ουτοπία σήμαινε «ολοκλήρωση», δηλαδή την οριστική πραγμάτωση ενός ιδεώδους ή ενός τέλους της ιστορίας. Αλλά το τέλος της ουτοπίας με αυτήν την έννοια δεν σημαίνει παράλυση των ουτοπικών ενεργειών, αλλά μάλλον την αναμόρφωση, το μετασχηματισμό και τη διαφοροποίησή τους. Ο ουτοπικός ριζοσπαστισμός παραμένει αναγκαίος στο πεδίο της πολιτικής «γιατί καμία ανθρώπινη ζωή, κανένα ανθρώπινο πάθος, καμία ανθρώπινη αγάπη δεν θα ήταν νοητή χωρίς έναν ουτοπικό ορίζοντα».
Ο Βέλμερ δεν αντιπαραβάλλει άλλωστε την πολιτική ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Γνωρίζει καλά ότι οι δυνατότητες για ελευθερία στο σύγχρονο κόσμο εξαρτώνται «από το κατά πόσο θα επιτευχθεί η δημοκρατική εξημέρωση της καπιταλιστικής οικονομίας και η πραγματοποίηση ενός ελάχιστου βαθμού κοινωνικής δικαιοσύνης σε παγκόσμιο επίπεδο».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Albrecth Wellmer αποτελεί ίσως την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση από όσους στοχαστές λειτουργούν στο πλαίσιο της σύγχρονης κριτικής θεωρίας, της λεγόμενης «δεύτερης γενιάς» της σχολής της Φρανκφούρτης. Συνομήλικος και «συνοδοιπόρος» του Habermas, δεν θυσιάζει πάντως τη φιλοσοφική και θεωρητική του αυτονομία στο βωμό μιας κακώς εννοούμενης αφοσίωσης στον κύριο εισηγητή της επικοινωνιακής στροφής της κριτικής θεωρίας. Οπως παρατηρεί ο μεταφραστής Κωνσταντίνος Καβουλάκος στην κατατοπιστική εισαγωγή του στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του Wellmer Η Ελευθερία στο Νεωτερικό κόσμο, ο συγγραφέας διατηρεί με συνέπεια μια στάση «κριτικής υποστήριξης» και «διόρθωσης» της χαμπερμασιανής κριτικής θεωρίας, ιδίως όσον αφορά κάποιες αυταπάτες συμφιλίωσης, ορισμένα δηλαδή μεταφυσικά και ιδεαλιστικά κατάλοιπα που υποφώσκουν σε διαστάσεις και φάσεις του έργου τού Habermas. Η αντιμεταφυσική κριτική του Wellmer στο έργο του Habermas επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην «απόρριψη κάθε άμεσης σύνδεσης του ιδεώδους ενός αυθεντικού διαλόγου με την ουτοπική, μελλοντική κατάσταση μιας απόλυτα συμφιλιωμένης κοινωνίας» και στην απόρριψη «του υπερβατολογικού χαρακτήρα» των χαμπερμασιανών αναλύσεων για την πραγματολογία της γλώσσας και το συναινεσιακό χαρακτήρα της αλήθειας (σελ. 24). Προϊόν αυτών των σημαντικών διαφοροποιήσεων είναι η αναζήτηση της εδραίωσης της νεωτερικής φιλελεύθερης-δημοκρατικής πολιτικής τάξης όχι σε κάποιο ουσιοκρατικό μεταφυσικό ή απόλυτα ορθολογικό θεμέλιο, αλλά σε ένα «ιδιάζον (και παράδοξο)» «δημοκρατικό κοινωνικό ήθος», το οποίο, κατά τον Wellmer, χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες (σελ. 29).
Το έργο του Wellmer ξεχωρίζει λοιπόν, κατά πρώτο λόγο, γιατί αποφεύγει τους σκοπέλους περισσότερο παραδοσιακών θεωρήσεων εντός της δεύτερης γενιάς της κριτικής θεωρίας. Υπό την έννοια αυτή είναι δυνατόν να δράσει ως καταλύτης σε έναν διάλογο ανάμεσα σε ρεύματα της πολιτικής θεωρίας που μέχρι σήμερα δεν ήταν σε θέση να βρουν σημεία επαφής. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι ο Wellmer λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του ενστάσεις που προέρχονται κατευθείαν ή θα ικανοποιούσαν τις ευαισθησίες μιας μετα-στρουκτουραλιστικής προσέγγισης του πολιτικού (ντεριντιανής ή ψυχαναλυτικής) και καταλήγει σε συμπεράσματα που προσεγγίζουν εκείνα των θεωριών της λεγόμενης «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» (radical democracy), όπως αναπτύσσονται, για παράδειγμα, στο έργο των Ernesto Laclau και Chantal Mοuffe ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οπως και αυτά τα ρεύματα, ο Wellmer αναγνωρίζει το διφορούμενο χαρακτήρα της νεωτερικότητας και τις αλλαγές που επιφέρει στον τρόπο που συλλαμβάνουμε το πολιτικό πράττειν: «Η ελευθερία δεν ανήκει σ' εκείνο το είδος πραγμάτων που μπορούν κάποτε να πραγματοποιηθούν με οριστικό τρόπο, ως εκ τούτου, το πρόταγμα της νεωτερικότητας δεν είναι ένα πρόταγμα που θα μπορούσε κάποτε να "ολοκληρωθεί"» (σελ. 91). Αυτός ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της νεωτερικότητας διαλύει κάθε πολιτική φαντασίωση ενός ουτοπικού τέλους της Ιστορίας. Εντούτοις, όπως ακριβώς και στα προαναφερθέντα ρεύματα, η εξέλιξη αυτή δεν αντιμετωπίζεται ως κάτι αυτονόητα αρνητικό: «Ενα τέλος της ουτοπίας με αυτήν την έννοια δεν είναι, ωστόσο, ταυτόσημο με το τέλος των ελευθεριακών παρωθήσεων, του ηθικού οικουμενισμού και των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, που αποτελούν κομμάτι του προτάγματος της νεωτερικότητας. Το τέλος της ουτοπίας θα πρέπει να νοηθεί μάλλον ως η αρχή ενός νέου αυτοστοχασμού της νεωτερικότητας, μιας αντίληψης περί των ριζοσπαστικών παρωθήσεων του νεωτερικού πνεύματος» (σελ. 92).
Κεντρική θέση του βιβλίου, που συγκεντρώνει τέσσερα κείμενα γραμμένα την περίοδο 1993-1999, είναι λοιπόν ότι «η νεωτερική δημοκρατία είναι ουσιωδώς μεταβατική και χωρίς στέρεο έδαφος» (σελ. 105), ότι εδράζεται σε μια «ασταθή» σύνδεση «μεταξύ φιλελεύθερων και δημοκρατικών αρχών, η οποία δεν ανάγεται σε κάποιο έσχατο θεμέλιο» (σελ. 108), και ότι, ως εκ τούτου, εξαρτάται ουσιωδώς από την εδραίωση ενός δημοκρατικού ήθους που δεν είναι ποτέ δεδομένο. Κι αυτό, γιατί η δημοκρατική θέσμιση παραμένει πάντοτε ένα πεδίο εντάσεων (παραδόξων θα έλεγε η Chantal Mouffe). Ο Wellmer παρακολουθεί τούτες τις εντάσεις μέσα από διαμάχες, όπως αυτές ανάμεσα στον ατομικισμό και τον κοινοτισμό, στους φιλελεύθερους και τους κοινοτιστές (κεφ. 1 και 2) και στη σχέση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών δικαιωμάτων του πολίτη στον άξονα της αντινομίας οικουμενισμός/παρτικουλαρισμός (κεφ. 3 και 4). Ιδιαίτερη σημασία έχει ακόμη το γεγονός ότι τολμά να συνδέσει τις εντάσεις αυτές με μια οπτική της απόφασης, της αναγνώρισης των εξουσιαστικών σχέσεων και της σύγκρουσης (του ανταγωνισμού κατά Laclau και Mouffe) που σημαδεύουν τη σύγχρονη δημοκρατία. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, δεν διστάζει και να λάβει υπόψη του το έργο του Schmitt και του Derrida πάνω στην έννοια της απόφασης, αναγνωρίζοντας ότι «ούτε στην πραγματικότητα των δημοκρατικών και φιλελεύθερων δικαιικών συστημάτων μπορεί να εξαλειφθεί μια "επιτελεστική" στιγμή απόφασης και έτσι, αν θέλετε, μια στιγμή "κυρίαρχης εξουσίας"» (σελ. 162). Η δυνατότητα συγκρούσεων παραμένει ενεργή και εντός της δημοκρατίας, και μάλιστα «το να θέλει κανείς να εξαλείψει μια για πάντα αυτή τη δυνατότητα θα σήμαινε επίσης την άρνηση του ανθρωπολογικού υποβάθρου κάθε δημοκρατικής πολιτικής» (σελ. 162).
Το βιβλίο θα απογοητεύσει, ίσως, όσους αρνούνται να αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο τα παράδοξα της σύγχρονης δημοκρατίας και ανάγουν τη διαπραγμάτευση των ηθικο-πολιτικών αδιεξόδων μας σε μια ουσιοκρατικού τύπου αναζήτηση υπό τη μεταφυσική σκέπη ενός παντοδύναμου ορθολογισμού. Θα ενθουσιάσει, όμως, όλους εκείνους που αναζητούν διεξόδους στον άξονα αναγνώρισης και ανάπτυξης ενός δημοκρατικού ήθους που δεν απωθεί τον αναπόφευκτα εξουσιαστικό και ατελή χαρακτήρα της πολιτικής, αλλά εξακολουθεί να πιστεύει ότι η εδραίωση ενός δημοκρατικού προοδευτικού προτάγματος, όχι μόνο δεν καθίσταται αδύνατη, αλλά μάλλον προϋποθέτει μια τέτοια αναγνώριση. Χωρίς να εισάγει εντυπωσιακές καινοτομίες και γραμμένο σε κλασικό ακαδημαϊκό ύφος, το έργο του Wellmer αποδεικνύει πάντως ότι η κριτική θεωρία είναι ακόμα ζωντανή και σε θέση να συμβάλει ουσιαστικά στον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Η έκδοση υποστηρίζεται αποτελεσματικά από μια αξιόλογη εισαγωγή, ένα μεταφραστικό σημείωμα και γλωσσάρι όρων και ελπίζουμε να αποτελέσει αφορμή γόνιμου προβληματισμού και παραγωγικού διαλόγου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις