0
Your Καλαθι
Με λένε Ελιζαμπέτ
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Δύσκολο να βρεις την ταυτότητά σου όταν είσαι το στερνοπαίδι μιας οικογένειας. Η δωδεκάχρονη Μπέτυ ζει καθημερινά αυτή την εμπειρία. Όταν η αγαπημένη της αδελφή, Ανιές, ετοιμάζεται να πάει στο κολέγιο, η μικρή βυθίζεται σε μελαγχολία, μόνη της στο σπίτι, δίπλα στην ψυχιατρική κλινική που διευθύνει ο πατέρας της. Να, όμως, που μια απροσδόκητη συνάντηση θ' αναστατώσει τη ζωή της: στον κήπο της, η Μπέτυ θα ανακαλύψει τον Υβόν, έναν ασθενή του πατέρα της, χαμένο και πανικόβλητο που μόλις έχει δραπετεύσει από το ίδρυμα. Εντελώς αναπάντεχα, η Μπέτυ αποφασίζει να τον κρύψει...
Η ηρωίδα της Αν Βιαζεμσκί έχει μόνο έναν τρόπο να απαλλαγεί από την ιδιότητα της υστερότοκης: να παραβεί τους κανόνες. Ξεπερνώντας τους φόβους της, αποφασίζει να εξημερώσει τον Υβόν, έναν τσακισμένο και μάλλον άκακο άνθρωπο. Στο πλευρό του, θ' ανακαλύψει τη δυστυχία και τον πόνο. Θα συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι πια κοριτσάκι, και θα φτάσει ώς το σημείο ν' αμφισβητήσει την πατρική εξουσία. Αυτή η μακρά διαδικασία περνά από τη διεκδίκηση και ανάκτηση του πραγματικού της ονόματος. «Με λένε Ελιζαμπέτ» επιμένει αυτή που δε θέλει πια να λέγεται Μπέτυ, «η κόρη του γιατρού».
Πάνω στο οικείο θέμα του περάσματος από την εφηβεία στην ενηλικίωση, η Αν Βιαζεμσκί υπογράφει ένα μυθιστόρημα πολύ πρωτότυπο, γραμμένο μ' έναν τρόπο εξόχως οπτικό και μουσικό, με πλήθος κινηματογραφικές αναφορές (Χίτσκοκ, Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου κ.ά.) Ένα βλέμμα ταυτόχρονα προσωπικό και τρυφερό πάνω στην παιδική ηλικία που δε μας εγκαταλείπει ποτέ.
Ένα μυθιστόρημα ευαίσθητο, συγκινητικό, για τη φιλία, την ανιδιοτέλεια και τη σκληρότητα των παιδιών, για τις σχέσεις εξουσίας και εμπιστοσύνης, για τη μαθητεία της ζωής και τη μαγεία κάποιων αναπάντεχων γνωριμιών που μας σημαδεύουν για πάντα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο τελευταίο έργο της η Γαλλίδα συγγραφέας επισκέπτεται τον ξεχασμένο χρόνο της παιδικής ηλικίας, εξιστορώντας κάποια καταλυτικά γεγονότα μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, συσχετίζοντας την αθωότητα με την ικανότητα αποδοχής της απόκλισης και της τρέλας, την ανυπακοή και την έγερση στον πατρικό νόμο με την ανασύσταση της ταυτότητας και την απόπειρα ανατροπής των επιβεβλημένων ορίων ως μια αναγκαία χειρονομία προκειμένου να περάσει η νεαρή ηρωίδα της το κατώφλι της εφηβείας.
Η σύντομη αυτή νουβέλα εξελίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του '60 και αρχίζει με μια επιστολή που λαμβάνει, σήμερα, η πενηντάχρονη πλέον Ελιζαμπέτ από κάποια άγνωστη γυναίκα, η οποία διατείνεται πως είναι η αδελφή ενός εκ των ασθενών του πατέρα της που για τριάντα χρόνια ήταν έγκλειστος στην ψυχιατρική κλινική που εκείνος διηύθυνε. Ο αδελφός της πριν πεθάνει ζήτησε να θαφτεί με το μοναδικό πολύτιμο απόκτημά του, που ήταν μια κοριτσίστικη κορδέλα που του χάρισε η «κόρη του γιατρού», η οποία τότε ήταν παιδί. Η επιστολή αυτή γίνεται η αιτία για να επιστρέψει η παραλήπτρια στο παρελθόν καθώς εκείνο το παιδί ήταν η ίδια και η υπόλοιπη αφήγηση δεν είναι παρά η αναδιήγηση αυτής της συνάντησης.
Ανάμεσα στα δύο κεφάλαια της αρχής και του τέλους που λαμβάνουν χώρα στο παρόν, υπάρχουν έξι κεφάλαια που φέρουν ως τίτλο την κάθε ξεχωριστή μέρα της μοιραίας βδομάδας και στα οποία εξιστορείται η ιστορία της Μπέτυ, ή μάλλον η ιστορία της ανυπακοής της και της μετέπειτα σιωπής της.
Συναντάμε την πέμπτη και υστερότοκη κόρη τού γιατρού Ελιζαμπέτ, γνωστή ως Μπέτυ, στα 1962, την περίοδο της έναρξης του νέου σχολικού έτους, όταν είναι δώδεκα χρόνων. Η τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της, Ανιές, φεύγει και ακολουθεί το δρόμο των μεγαλύτερων αδελφών της: το κολέγιο των καλογραιών. Η Μπέτυ βρίσκεται μόνη με τους γονείς της σε ένα σπίτι το οποίο συνορεύει με την κλινική τού πατέρα της, στην οποία στεγάζονται οι ψυχικά διαταραγμένοι ασθενείς του, με τους οποίους η μικρή είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένη καθώς ακόμα και η οικιακή βοηθός τους, η Ροζ, είναι μία από αυτούς.
Η μικρή Μπέτυ έχει γεννηθεί και μεγαλώσει ανάμεσά τους, περιφέρεται στον περίβολο του νοσοκομείου, κάνει παρέα μαζί τους, έχει εξοικειωθεί με τη σιωπή και τον ακατάληπτο λόγο τους και έχει έναν δικό της τρόπο επικοινωνίας με τους «ασθενείς μακράς νοσηλείας», τους οποίους τα παιδιά στο σχολείο τούς αποκαλούν κοροϊδευτικά «τρελούς» και την ίδια «κόρη του τρελόγιατρου». Ο πατέρας της, ο οποίος εφαρμόζει καινοτομικές μεθόδους θεραπείας και απαγορεύει τη χρήση ηλεκτροσόκ, της έχει εξηγήσει πως οι ασθενείς του είναι ακίνδυνοι, δεν διαφέρουν από τους άλλους και πως απλώς χρειάζονται ιδιαίτερο τρόπο μεταχείρισης.
Με φόντο Κούβα- Αλγερία
Με φόντο τα διεθνή γεγονότα της εποχής, τον αποκλεισμό της Κούβας και την προετοιμασία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για απόβαση, το φόβο του πυρηνικού ολέθρου και τις επιθέσεις των Αλγερινών στη Γαλλία, το μυθιστόρημα περιγράφει ένα παιδί της δεκαετίας του '60 που εισέρχεται απότομα στην εφηβεία, με όλες τις αβεβαιότητες που αυτό συνεπάγεται. Τα διάφορα εξωτερικά συμβάντα παρεισφρέουν στην αφήγηση, είτε υπό μορφή ειδήσεων είτε υπό μορφή συζητήσεων που η μικρή Μπέτυ παρακολουθεί, ή από ένα τυχαίο επεισόδιο που αφορά κάποιον τρίτο. Ετσι μαθαίνουμε για τον πόλεμο της Αλγερίας μέσα από έναν καθηγητή που δεν φτάνει στο μάθημα γιατί τραυματίστηκε σε μια δολοφονική επίθεση σε ένα καφέ του Παρισιού, για τον πύραυλο Cosmos Χ που έστειλαν στο Διάστημα οι Ρώσοι και την αυτοκτονία της Μέριλιν Μονρόε από τις ειδήσεις του ραδιοφώνου αλλά και πλήθος άλλων γεγονότων που λαμβάνουν χώρα τη συγκεκριμένη δεκαετία.
Η άνεση με την οποία η μικρή Μπέτυ κινείται ανάμεσα στους ασθενείς δημιουργεί αντιπάθειες κι εχθρούς που την τρομοκρατούν. Δυο αγόρια από το σχολείο της τοποθετούν πτώματα σκοτωμένων ζώων στο πρεβάζι του παραθύρου της ή στη σχάρα του ποδηλάτου της και της αφήνουν ένα κουτί με το διαμελισμένο πτώμα ενός σκαντζόχοιρου προκειμένου να εκδικηθούν «την κόρη του τρελόγιατρου»: Οι διώκτες της εμφανίζονται με απίθανους τρόπους και την καταδιώκουν όχι για κάτι που έχει διαπράξει αλλά γι' αυτό που είναι.
Η Μπέτυ, ανίκανη να διαμαρτυρηθεί και να εκμυστηρευθεί την τρομοκρατία που της έχουν επιβάλλει δύο βάναυσα αγόρια, αντιλαμβάνεται πως θα πρέπει η ίδια να δυναμώσει απέναντι στο γενικευμένο τρόμο κι έτσι, άθελά της, επέρχεται η δική της αλλαγή, που παρουσιάζεται με τη μορφή μιας ακραίας ανυπακοής απέναντι στον πατέρα και σε ό,τι αυτός συμβολίζει.
Η μεταμόρφωσή της από υπάκουο, πειθήνιο παιδί σε μια αυτόβουλη ύπαρξη γίνεται αιφνίδια και μέσα από μια ανεξήγητη απόφαση, «μια απόφαση αμετάκλητη, την οποία ποτέ σε όλη της τη ζωή δεν θα καταφέρει να εξηγήσει»: Οταν ο Υβόν, ένας από τους ασθενείς τού πατέρα της το σκάει από την κλινική, η Μπέτυ αποφασίζει να συμπεριφερθεί ως ενήλικη και, αψηφώντας τις συνέπειες, μιμείται τις κινήσεις τού πατέρα της και τον κρύβει στην καλύβα του κήπου για τρεις μέρες. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αστυνομία τον αναζητάει παντού και οι πειραματικές μέθοδοι θεραπείας του πατέρα της αμφισβητούνται, η ίδια αναλαμβάνει τη φροντίδα του. Τον τροφοδοτεί με κουβέρτες και τρόφιμα, τον ντύνει με ρούχα του πατέρα της και ανακαλύπτει την κρυφή ηδονή τής ανάληψης ευθύνης και της διαφύλαξης ενός αποκλειστικά δικού της μυστικού. Παρακάμπτοντας τις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο από τις απρόβλεπτες συμπεριφορές των ψυχικά ασθενών, η Μπέτυ υιοθετεί το ρόλο του προστάτη και, αποφασίζοντας για τη μοίρα ενός ασθενούς του πατέρα της, αυτονομείται και η ίδια. Οι μεταξύ τους διάλογοι είναι σύντομοι και περιεκτικοί: η Μπέτυ τού δίνει διαταγές κι εκείνος την υπακούει, αποκαλώντας τη με σεβασμό «κόρη του γιατρού». Σ' αυτή την προσφώνηση, το κοριτσάκι ανακαλύπτει πως το Μπέτυ δεν της ταιριάζει πια, και είναι άσχετο με αυτό που η ίδια αισθάνεται πως είναι.
Η επιθυμία να μεγαλώσει και να αναλάβει τις ευθύνες των επιλογών της περιγράφεται ιδιαίτερα παραστατικά στο κεφάλαιο όπου η Μπέτυ ζητάει να την αποκαλούν με το βαφτιστικό της όνομα Ελιζαμπέτ, όνομα που σηματοδοτεί την έλευση μιας νέας αυτοσυνειδησίας. Δεν την ένοιαζε αν έλεγε ψέματα. Μπορεί να έκρυβε έναν δραπέτη στην καλύβα της αλλά ήταν ο δικός της τρελός, η δική της ιστορία, που τη βίωνε ταυτόχρονα με την επιβολή του ονόματος της αρεσκείας της.
Η γοητεία της εξουσίας
Η εξουσία που ασκεί πάνω του τη γοητεύει και τη δυναμώνει, αποκρυπτογραφεί τους ήχους του και όταν το πνεύμα του βρίσκει αλλού καταφύγιο και διαφεύγει, η Μπέτυ μπορεί να τον επαναφέρει. Με άλλα λόγια, επιβάλλεται στην αρρώστια του και υποκαθιστά, με το δικό της τρόπο, το ρόλο του πατέρα της, ανακαλύπτοντας άλλες θεραπευτικές μεθόδους.
Μέχρι που οι ρόλοι αντιστρέφονται: ο δραπέτης Υβόν αρχίζει να ενδιαφέρεται γι' αυτήν, η Μπέτυ ανακαλύπτει πως δεν κινούσε πλέον αυτή τα νήματα του παιχνιδιού, αλλά απέναντι της υπάρχει ένα ζωντανό, αυτόβουλο πλάσμα, που κάποια στιγμή φεύγει από την καλύβα και την εγκαταλείπει.
Αυτή την εγκατάλειψη η Μπέτυ δεν την ξεπέρασε ποτέ. Υστερα από σαράντα χρόνια σιωπής εξακολουθεί να νιώθει «έναν διάχυτο πόνο που την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή, χωρίς να τον ξέρει, χωρίς να μπορεί να του δώσει όνομα».
Το μυστικό της δεν το μοιράστηκε με κανέναν. Οταν αργότερα την επέκριναν για έλλειψη φαντασίας και για τη συμβατική, χωρίς ιδιαίτερες περιπέτειες ζωή της, δεν ήταν ούτε η ίδια σε θέση να υποψιαστεί πως γι' αυτή της τη μετέπειτα στάση ήταν εν πολλοίς υπεύθυνη η ματαίωση που ένιωσε μετά την πρώτη απόπειρα ανεξαρτησίας της και μετά την ακύρωση της ικανότητάς της να διαχειριστεί με το δικό της τρόπο μιαν απρόβλεπτη κατάσταση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις