0
Your Καλαθι
Κάρολ
Περιγραφή
Η δεκαεννιάχρονη Τερίζ νιώθει χαμένη στη σχέση της με τον φίλο της, για τον οποίον νοιάζεται, αλλά δεν νιώθει ερωτική επιθυμία. Όλα θα αλλάξουν, όμως, όταν η Κάρολ, μια πολύ κομψή παντρεμένη γυναίκα, κάνει την εμφάνισή της στο πολυκατάστημα όπου δουλεύει η Τερίζ για να αγοράσει δώρα για την κόρη της. Η Τερίζ θα νιώσει εκείνη τη στιγμή πως η προσωρινή δουλειά της ως πωλήτριας -ίσως και ολόκληρη η ζωή της- δεν είχε άλλο σκοπό πέρα απ’ αυτή την αναπάντεχη συνάντηση. Η ερωτική τους σχέση μέλλει να εξελιχτεί άλλοτε με ήπιο και διστακτικό τρόπο και άλλοτε βουτηγμένη σε κρίσεις και αντεγκλήσεις.
Η πένα της Πατρίτσια Χάισμιθ θα μεταμορφώσει την ιστορία τους σ’ ένα μαγευτικό ταξίδι θάρρους, αυτογνωσίας και έντονων αισθημάτων.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Τοντ Χέινς με πρωταγωνίστριες τις Κέιτ Μπλάνσετ και Ρούνι Μάρα.
Καθώς η Χάισμιθ έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών της ως συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου, το «Κάρολ», αρχικά, ξενίζει γιατί σ’ αυτό δεν συναντούμε υποψήφιους δολοφόνους και θύματα... δεν υπάρχουν φόνοι και γρίφοι, αλλά ο έρωτας μιας νεαρής κοπέλας για μια μεγαλύτερη γυναίκα, τον οποίο η συγγραφέας παρακολουθεί και αποδίδει σε κάθε του φάση και με όλες του τις λεπτομέρειες. Φυσικά, όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, το «Κάρολ» δεν στερείται «σασπένς», αλλά εδώ προκύπτει από την ένταση των συναισθημάτων, τον φόβο της απόρριψης αλλά και την αμφιθυμία των χαρακτήρων, οι οποίοι, όπως και αλλού, είναι απρόβλεπτοι, σκοτεινοί, πολυεπίπεδοι, με προθέσεις και κίνητρα αδιαφανή έως την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Και μέχρι το τέλος δεν μας εγκαταλείπει η αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου και η έλευση ενός μοιραίου κακού που θα ανατρέψει την πλοκή και την αναμενόμενη κατάληξη.
[…]
Το «Κάρολ», το οποίο είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1951 με τον τίτλο «The price of salt», κυκλοφόρησε ξανά το 1992 με επίλογο της συγγραφέα και είναι το μοναδικό της μυθιστόρημα που διαφοροποιείται από τις προδιαγραφές των υπολοίπων και το μοναδικό, επίσης, που έχει αντληθεί από προσωπική της εμπειρία, όπως ομολογεί η ίδια σαράντα χρόνια αργότερα, κάτι που θεωρήθηκε παράδοξο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με τη δημοσιοποίηση της προσωπικής της ζωής.
Η Χάισμιθ στον επίλογό της αναφέρει τη μοναδική συνάντησή της με τη γυναίκα που της ενέπνευσε την ιστορία, η οποία, όπως έμαθε χρόνια αργότερα από την κόρη της, αυτοκτόνησε. Το 1948, όταν μόλις είχε τελειώσει τη γραφή του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ξένοι στο τρένο», το οποίο δεν είχε ακόμα εκδοθεί και είχε ξεμείνει από λεφτά, αποφασίζει να εργαστεί ως πωλήτρια σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα στο Μανχάταν, στο τμήμα των παιχνιδιών, για τη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Εκεί εμφανίστηκε ένα πρωί μια ξανθιά γυναίκα με γούνινο παλτό, η οποία έμοιαζε «να αναδίδει φως», και αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της. Ήταν μια συναλλαγή ρουτίνας, όμως όταν η γυναίκα πλήρωσε και έφυγε, η νεαρή τότε Χάισμιθ αισθάνθηκε ίλιγγο και μια ανάταση, σαν να είχε δει όραμα. Το ίδιο βράδυ έγραψε την αρχική ιδέα του μυθιστορήματος, αλλά την επόμενη μέρα ξύπνησε με πυρετό που οφειλόταν στο μικρόβιο της ανεμοβλογιάς και που την ανάγκασε να παραμείνει στο κρεβάτι και να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Για να αποφύγει το χαρακτηρισμό τής μυθιστοριογράφου βιβλίων με λεσβιακό περιεχόμενο, το «Κάρολ» εκδόθηκε με ψευδώνυμο γιατί η ερωτική αφύπνιση μιας νεαρής ήταν ταμπού για τη συγκεκριμένη εποχή, όμως το μυθιστόρημα δεν άργησε να βρει τους αποδέκτες του, καθώς ήταν από τα ελάχιστα στο είδος του που δεν περιέγραφε αρνητικά την ομοφυλοφιλία και οι χαρακτήρες δεν ήταν ούτε απόβλητοι ούτε δυστυχείς.
[….]
Αργυρώ Μαντόγλου, Βιβλιοθήκη (Ελευθεροτυπία), 17/9/2004
Η πένα της Πατρίτσια Χάισμιθ θα μεταμορφώσει την ιστορία τους σ’ ένα μαγευτικό ταξίδι θάρρους, αυτογνωσίας και έντονων αισθημάτων.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Τοντ Χέινς με πρωταγωνίστριες τις Κέιτ Μπλάνσετ και Ρούνι Μάρα.
Καθώς η Χάισμιθ έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των αναγνωστών της ως συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου, το «Κάρολ», αρχικά, ξενίζει γιατί σ’ αυτό δεν συναντούμε υποψήφιους δολοφόνους και θύματα... δεν υπάρχουν φόνοι και γρίφοι, αλλά ο έρωτας μιας νεαρής κοπέλας για μια μεγαλύτερη γυναίκα, τον οποίο η συγγραφέας παρακολουθεί και αποδίδει σε κάθε του φάση και με όλες του τις λεπτομέρειες. Φυσικά, όπως και στα υπόλοιπα μυθιστορήματά της, το «Κάρολ» δεν στερείται «σασπένς», αλλά εδώ προκύπτει από την ένταση των συναισθημάτων, τον φόβο της απόρριψης αλλά και την αμφιθυμία των χαρακτήρων, οι οποίοι, όπως και αλλού, είναι απρόβλεπτοι, σκοτεινοί, πολυεπίπεδοι, με προθέσεις και κίνητρα αδιαφανή έως την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας. Και μέχρι το τέλος δεν μας εγκαταλείπει η αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου και η έλευση ενός μοιραίου κακού που θα ανατρέψει την πλοκή και την αναμενόμενη κατάληξη.
[…]
Το «Κάρολ», το οποίο είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1951 με τον τίτλο «The price of salt», κυκλοφόρησε ξανά το 1992 με επίλογο της συγγραφέα και είναι το μοναδικό της μυθιστόρημα που διαφοροποιείται από τις προδιαγραφές των υπολοίπων και το μοναδικό, επίσης, που έχει αντληθεί από προσωπική της εμπειρία, όπως ομολογεί η ίδια σαράντα χρόνια αργότερα, κάτι που θεωρήθηκε παράδοξο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αυστηρή με τη δημοσιοποίηση της προσωπικής της ζωής.
Η Χάισμιθ στον επίλογό της αναφέρει τη μοναδική συνάντησή της με τη γυναίκα που της ενέπνευσε την ιστορία, η οποία, όπως έμαθε χρόνια αργότερα από την κόρη της, αυτοκτόνησε. Το 1948, όταν μόλις είχε τελειώσει τη γραφή του πρώτου της μυθιστορήματος, «Ξένοι στο τρένο», το οποίο δεν είχε ακόμα εκδοθεί και είχε ξεμείνει από λεφτά, αποφασίζει να εργαστεί ως πωλήτρια σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα στο Μανχάταν, στο τμήμα των παιχνιδιών, για τη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Εκεί εμφανίστηκε ένα πρωί μια ξανθιά γυναίκα με γούνινο παλτό, η οποία έμοιαζε «να αναδίδει φως», και αγόρασε μια κούκλα για την κόρη της. Ήταν μια συναλλαγή ρουτίνας, όμως όταν η γυναίκα πλήρωσε και έφυγε, η νεαρή τότε Χάισμιθ αισθάνθηκε ίλιγγο και μια ανάταση, σαν να είχε δει όραμα. Το ίδιο βράδυ έγραψε την αρχική ιδέα του μυθιστορήματος, αλλά την επόμενη μέρα ξύπνησε με πυρετό που οφειλόταν στο μικρόβιο της ανεμοβλογιάς και που την ανάγκασε να παραμείνει στο κρεβάτι και να τελειώσει το μυθιστόρημα.
Για να αποφύγει το χαρακτηρισμό τής μυθιστοριογράφου βιβλίων με λεσβιακό περιεχόμενο, το «Κάρολ» εκδόθηκε με ψευδώνυμο γιατί η ερωτική αφύπνιση μιας νεαρής ήταν ταμπού για τη συγκεκριμένη εποχή, όμως το μυθιστόρημα δεν άργησε να βρει τους αποδέκτες του, καθώς ήταν από τα ελάχιστα στο είδος του που δεν περιέγραφε αρνητικά την ομοφυλοφιλία και οι χαρακτήρες δεν ήταν ούτε απόβλητοι ούτε δυστυχείς.
[….]
Αργυρώ Μαντόγλου, Βιβλιοθήκη (Ελευθεροτυπία), 17/9/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις