0
Your Καλαθι
Το γυάλινο κελί
Περιγραφή
[...] Βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο ότι βάδιζε σε μια παγίδα της αστυνομίας. Κοιτούσε τόσο συχνά γύρω του για άνθρωπο με πολιτικά, ώστε ο κόσμος άρχισε να τον κοιτάζει κι αυτός. Αποφάσισε τότε να σταματήσει να γυρίζει το κεφάλι του.
Πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη σ' έναν κινηματογράφο της 23ης οδού. Στις 10:15 δεν μπορούσε να καθίσει άλλο, βγήκε και περπάτησε νότια.[...] Έφθασε πέντε λεπτά νωρίτερα στη 10η οδό και Όγδοη Λεωφόρο.
Ο Ο' Μπράιαν έφτασε από το κέντρο, βαδίζοντας αδιάφορα με μια εφημερίδα στο αριστερό του χέρι.
«Δεν σε παρακολουθούσαν;» ρώτησε τον Κάρτερ [...]
«Το 1961 έλαβα ένα γράμμα από έναν έγκλειστο στις Μεσοδυτικές Πολιτείες της Αμερικής» γράφει η Πατρίτσια Χάισμιθ. «Του είχε αρέσει ένα από τα βιβλία μου κι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Αρχίσαμε αλληλογραφία και του ζήτησα να μου γράψει μια έκθεση με τίτλο «Μια μέρα στη φυλακή»... Την ίδια εποχή άρχισα να σχεδιάζω μια ιστορία. Ο ήρωάς μου, ο Φίλιπ Κάρτερ, θα βρισκόταν ήδη ενενήντα μέρες φυλακή, όταν θα ξεκινούσε το βιβλίο. Οραματιζόμουν το πρώτο μισό να δείχνει τα αποτελέσματα που είχαν στον Κάρτερ τα έξι χρόνια εγκλεισμού του... Τα θεματικά στοιχεία ανάπτυξης της πλοκής θα ήταν: δικαστική πλάνη, απειλή συζυγικής απιστίας, απειλή εξάρτησης από μορφίνη και μετά τη φυλακή ο φόβος μήπως χάσει τη γυναίκα του και τη δουλειά του... Σκόπευα να βάλω τον Κάρτερ να διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα και...»
Το Γυάλινο κελί είναι ολόκληρο ένα χιτσκοκικό μυθιστόρημα αγωνιώδους προσμονής και η Χάισμιθ με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται η καλύτερη εκπρόσωπος του σασπένς, καθώς από την αρχή μέχρι το τέλος ο αναγνώστης βρίσκεται στο χείλος της αμφιβολίας για την επόμενη του πρωταγωνιστή, αλλά και για την αφηγηματική εξέλιξη της ιστορίας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ, εκτός του ότι διαθέτουν συνήθως συγκλονιστική πλοκή, μας οδηγούν και στην καρδιά του προβλήματος «αστυνομική ιστορία». Δείχνουν ότι το πρόβλημα μιας αστυνομικής ιστορίας δεν είναι ακριβώς, ή μόνον, αστυνομικό, ότι το θέμα δεν είναι ποιος είναι τελικά ο δολοφόνος και πόσα πτώματα μαζεύτηκαν επί σκηνής ή, για να μιλήσουμε για την αμερικανική σχολή, πώς πίνει το ουίσκι του ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, πόσο μοιραία είναι η μοιραία ξανθιά και πόσες χιλιάδες δολάρια διακυβεύονται με τον επόμενο πυροβολισμό.
Τα μυθιστορήματα της Χάισμιθ αγγίζουν την καρδιά του προβλήματος με τον τρόπο που παίζουν με το δίπτυχο «αθωότητα και ενοχή». Η Χάισμιθ παίρνει δηλαδή τον κλασικό διχασμό του αστυνομικού μυθιστορήματος που χωρίζει τον κόσμο σε αθώους και ένοχους και χωρίς να εγκαταλείψει τους τρόπους της πρότυπης αφήγησης - την εμμονή στην πλοκή, τις ανατροπές - οικοδομεί ένα ψυχολογικό περιβάλλον, όπου στο τέλος ενοχή και αθωότητα μπερδεύονται και όπου συνήθως οι ένοχοι, που δεν είναι στην πραγματικότητα ένοχοι, αθωώνονται.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καταφεύγει σε ψυχολογικές αναλύσεις των χαρακτήρων της που δεν βγαίνουν ούτε μια στιγμή εκτός δράσης - όπως, για παράδειγμα, οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι που μονολογώντας αποκαλύπτουν όσα κρύβουν με τις πράξεις τους. Στη μαγική γεύση της συνταγής θα πρέπει να προσθέσουμε και το γνώριμο, λεπτό ύφος της Χάισμιθ, που μοιάζει, αφηγούμενη, να γλιστράει πάνω στα πράγματα με την ίδια άνεση και την ίδια ελαφρότητα που ο ήρωάς της, ο Ρίπλεϊ, συλλέγει πτώματα.
Το πρόβλημα με το ψυχολογικό μυθιστόρημα σήμερα, όπως και με το αστυνομικό που βασίζεται στα ψυχογραφήματα των ηρώων του, είναι ότι όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι, με όσες δόσεις από έκπληξη κι αν το 'χει φορτώσει το ταλέντο του συγγραφέα του, εντέλει μοιάζει απολύτως προβλέψιμο. Μοιάζει με οργανωμένο σαφάρι σε προστατευμένη ζούγκλα. Όταν φτάσεις στο τέλος, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το τέλος ήταν προγραμματισμένο από την αρχή.
Και απ' αυτήν την άποψη πιστεύω ότι αδικούμε την Πατρίσια Χάισμιθ όταν την κατατάσσουμε στο είδος «αστυνομική» λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματά της διαβάζονται σαν αστυνομικά μυθιστορήματα - γρήγορα, με την αγωνία πάντα να μάθεις τι θα γίνει αμέσως μετά - όμως ο κόσμος της και η προβληματική της ξεπερνούν κατά πολύ τους περιορισμούς του είδους. Η αφήγησή της κινείται στο μεταίχμιο των φαινομένων και της άδηλης εσωτερικότητας, χωρίς να καταφεύγει στο γνώριμο αναμάσημα ψυχολογικών ή κοινωνιολογικών εγχειριδίων.
Στο «Το γυάλινο κελί», για παράδειγμα, ξέρουμε ότι ο Φίλιπ Κάρτερ, ο πρωταγωνιστής, στην αρχή είναι τελείως αθώος. Μηχανικός, καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλακή γιατί οι συνάδελφοί του στην εταιρεία όπου δούλευε τον ενέπλεξαν σε μια ιστορία νοθείας υλικών, για την οποία ο ίδιος δεν είχε ιδέα. Όταν πια βγει, το πρόβλημά του δεν θα είναι ότι σκότωσε άθελά του κάποιον συγκρατούμενό του - αυτό το έχει ήδη ξεχάσει - αλλά η εξάρτηση από τη μορφίνη - την οποία συνήθισε να παίρνει στη φυλακή για να αντιμετωπίσει τους πόνους που του άφησαν τα βασανιστήρια ενός φύλακα - και η ερωτική σχέση της ωραίας γυναίκας του με τον δικηγόρο του.
Πώς θα γλιτώσει από τη μορφίνη; Πώς θα ξαναβρεί δουλειά; Πώς θα ξανακερδίσει την εκτίμηση του γιου του και πώς θα βγάλει από τη μέση τον αντίζηλό του; Αν την ιστορία την είχε γράψει συγγραφέας με προοδευτικές απόψεις για την κοινωνία με τον άνθρωπο, ή με προωθημένες τάσεις φεμινισμού, απ' ό,τι καταλαβαίνετε η ιστορία θα είχε μπόλικα περιθώρια για ψυχοκοινωνιολογική κλάψα, για το πού μπορεί να καταντήσει η φυλακή έναν αθώο, και έως πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα μόνη που πρέπει οπωσδήποτε να μεγαλώσει το παιδί της.
Όμως, ευτυχώς, η Χάισμιθ δεν είναι φεμινίστρια, και δεν μοιάζει να πάσχει από προδευτικά σύνδρομα. Είναι καθαρόαιμη συγγραφέας - αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την έκφραση, της ταιριάζει απολύτως - με άλλα λόγια σέβεται τις ιστορίες που αφηγείται και ξέρει ότι όποια αλήθεια ψάχνει ή βρίσκει χωρίς να την ψάχνει εκ των προτέρων κρύβεται στα επεισόδιά τους: Ο Κάρτερ θα βρει τον τρόπο να λύσει τα προβλήματά του - όπως και ο Ρίπλεϊ βρίσκει πάντα τον τρόπο.
Θα σκοτώσει και θα ξανασκοτώσει - το ποιον και το πώς είναι καλύτερο να το ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης στις σελίδες του μυθιστορήματος. Όμως, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ο ίδιος μετά τους φόνους είναι το ίδιο αθώος όσο και πριν τους διαπράξει, το ίδιο αθώος με την ημέρα που μπήκε στη φυλακή:
«Θα υπήρχε και επόμενο θύμα και μεθεπόμενο; Όποτε έτρεφε μνησικακία για κάποιον ή είχε λόγο να τον ξεφορτωθεί θα τον σκότωνε σαν να ήταν πρωτόγονος; Ήταν βέβαιος ότι δεν θα σκότωνε ξανά. Για τη βεβαιότητά του αυτή δεν μπορούσε να ανατρέξει στη λογική αλλά το ήξερε... θα προτιμούσε να σκοτωθεί ο ίδιος».
Μα τι γίνεται επιτέλους; Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε μέσα του; Αυτοί οι φόνοι, η συνάφεια με την ενοχή δεν τον άγγιξαν καθόλου; Το μόνο που τον νοιάζει είναι πώς θα πείσει την αστυνομία για την αθωότητά του; Και με τη γυναίκα του, τι θα της πει όταν θα μείνουν μόνοι στο κρεβάτι τους;
Είναι αυτά τα ερωτήματα που μένουν στο τέλος αναπάντητα και που συνθέτουν την εσωτερικότητα του χαρακτήρα. Και είναι αυτά τα ερωτήματα που συνθέτουν τη μαεστρία της Χάισμιθ. Έχει δημιουργήσει ένα πραγματικό θρίλερ. Έχει λύσει όλα τα δυνατά μυστήρια. Ξέρεις ποιος έχει σκοτώσει ποιον, ποιος έχει εξαπατήσει ποιον, ποιος έχει πει ψέματα σε ποιον, όλα είναι ξεκαθαρισμένα και στη θέση τους, όμως όλα στο τέλος μένουν μετέωρα. Μπορεί ο ήρωας να λέει «θα ανταποδώσω τη δικαιοσύνη που εισέπραξα», όμως, όπως ομολογεί αμέσως μετά ούτε κι ο ίδιος το πολυπιστεύει.
Κι έτσι ο κόσμος της Χάισμιθ μένει ανοιχτός, μ' ένα ερωτηματικό στο τέλος του. Οι όροι της ενοχής και της αθωότητας δεν είναι δεδομένοι και το μερίδιο του αναπάντητου δημιουργεί την προοπτική της εσωτερικότητας.
Η μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη είναι εξαιρετική. Διαβάζεται σαν πρωτότυπο κείμενο.
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΝΕΑ , 17-08-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν συναντάμε για πρώτη φορά τον Κάρτερ, τον κεντρικό ήρωα του «Γυάλινου κελιού», το μεγάλο κακό στη ζωή του έχει ήδη συντελεστεί. Χάρη στον απρόσεκτο και κάπως έξω καρδιά χαρακτήρα του έχει καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση για σοβαρή κατάχρηση στην εταιρεία όπου εργαζόταν ως μηχανικός. Ο Κάρτερ ξεκινάει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής μακροσκελή αγώνα για να αποδείξει ότι είναι θύμα δικαστικής πλάνης, αλλά δεν πετυχαίνει το παραμικρό, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των δικηγόρων του. Εντελώς απροσάρμοστος κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της κράτησής του στο σωφρονιστήριο, ο Κάρτερ καταφέρνει (και πάλι εξαιτίας της αδεξιότητάς του) να καταλήξει στην απομόνωση και να υποστεί βαρύτατο τραυματισμό στα δάχτυλα των χεριών του ύστερα από τα παρατεταμένα βασανιστήρια στα οποία τον υποβάλλουν οι δεσμοφύλακές του. Και όταν μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο, μια σημαντική αλλαγή αρχίζει να σημαδεύει τη ζωή του: μπαίνοντας καθημερινά όλο και πιο βαθιά στον κόσμο της μορφίνης, που του χορηγείται σε σταθερές ποσότητες για την αντιμετώπιση των μετατραυματικών πόνων, αποκτά σιγά σιγά ένα είδος ηθικής ανοσίας για όσα συμβαίνουν, τόσο στον ίδιο όσο και στο περιβάλλον του.
Η οριστική αποκόλληση του Κάρτερ από το άμεμπτο παρελθόν του έρχεται όταν εν μέσω μιας μεγάλης εξέγερσης των κρατουμένων σκοτώνεται ο μοναδικός του φίλος στη φυλακή. Τότε θα κάνει και ο Κάρτερ το δικό του φόνο, για να προχωρήσει αναλόγως και μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του λόγω καλής διαγωγής. Και στην πορεία αυτή θα παρακολουθήσουμε πλέον από πολύ κοντά το αργό και εν τέλει παραλυτικό ηθικό του μούδιασμα, που θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων ώς την τελευταία λογική του συνέπεια -τον καθ' ολοκληρίαν αμοραλισμό.
Απρόβλεπτος, καλοβαλμένος και αδίστακτος
Ο Κάρτερ συγκεντρώνει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των μυθιστορηματικών πρωταγωνιστών της Χάισμιθ, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται σε καμία περίπτωση στερεότυπος και εύκολος ή προβλέψιμος ήρωας: έχει επιστημονική κατάρτιση και σοβαρές επαγγελματικές φιλοδοξίες, του αρέσουν τα χρήματα και η πολυτέλεια, ντύνεται με προσοχή και γούστο, λατρεύει τις ωραίες γυναίκες, διαβάζει λογοτεχνία και ακούει κλασική μουσική και αποφεύγει τις εκρήξεις των αισθημάτων του, μολονότι καταλαμβάνεται συχνά από κρίσεις πανικού και ανασφάλειας. Αν σε μια τέτοια προπαρασκευή προσθέσουμε τη σκληρή εμπειρία της φυλακής, συνδυασμένη με τη ζηλοτυπία και την ερωτική προδοσία (επίσης κεντρικά μοτίβα στα περισσότερα βιβλία της Χάισμιθ), το ψυχολογικό και κοινωνικό του πορτρέτο έχει μάλλον συμπληρωθεί. Και θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω ότι η εμπειρία της φυλακής έχει όχι μόνο εσωτερική εικονογράφηση, όσο ο Κάρτερ παραμένει έγκλειστος, αλλά και εξωτερική αποτύπωση, όταν καλείται να αντιμετωπίσει μια φύσει επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντί του κοινωνία.
Η Χάισμιθ μπορεί στο «Γυάλινο κελί» να μη στέλνει εκ νέου τον Κάρτερ στη φυλακή (παρά μόνο για μερικές ώρες), αλλά σίγουρα δεν φτάνει ώς την απαλλαγμένη από οιοδήποτε ενοχικό βάρος προσωπικότητα του Ρίπλεϊ, όπου η αμαρτία και η παράβαση αποκτούν μίαν επικίνδυνα γοητευτική αύρα έλξης και γοητείας. Χρειάζεται εν προκειμένω η Χάισμιθ κάποια αντικειμενικότερα επιχειρήματα για τις δολοφονικές επιδόσεις του ήρωά της -κάποια ζωτικά προσχήματα, αν έχει νόημα να το πω έτσι, για τις αναπόδοτες ποινικές του ευθύνες. Η κοινωνιολογία της είναι απλή, αλλά πειστική: το καθημερινό περιβάλλον προσδιορίζει με μοιραίο τρόπο την ανθρώπινη συνείδηση, ακόμη κι αν οι αρχικές προϋποθέσεις είναι εντελώς διαφορετικές από τις τρέχουσες. Ο Κάρτερ μαθαίνει στη φυλακή το σκληρό ανταγωνισμό, όπως και την τεχνική τής πάση θυσία επιβίωσης. Και όταν πρέπει μακριά πια από τα κάγκελα να σκοτώσει, το κάνει απλά, ψυχρά και χωρίς ενδοιασμούς. Είναι κάτι που προέρχεται από το συσσωρευμένο του κεφάλαιο και το οποίο οφείλει απλώς να εκτονωθεί.
Υποβλητική ατμόσφαιρα
Σε μία υποβλητική ατμόσφαιρα, όπου τα πάντα δείχνουν να δουλεύουν στο ρελαντί, ενόσω πίσω και από το πλέον αθώο γεγονός κρύβεται μια απίστευτα υψηλή ένταση, η Χάισμιθ αποδεικνύει κάθε λεπτό τη δεξιοτεχνία της. Σχεδιασμένα με περίτεχνες και πολύ προσεκτικά χαραγμένες γραμμές, τα αφηγηματικά της πρόσωπα κινούνται πάντα επί ξυρού ακμής: μεταξύ αλήθειας και ψέματος, στο όριο της παρανομίας και της νομιμότητας, ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα. Και το επαμφοτερίζον αυτό κλίμα, που συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό του «Γυάλινου κελιού», μεταδίδεται αμέσως στον αναγνώστη, που καλείται να λάβει και ο ίδιος μέρος στον επιμερισμό και συνάμα στην απόκρυψη ή τη λείανση των ευθυνών.
Χωρίς αμφιβολία, ο Κάρτερ δεν είναι ένας κοινός ή τυχαίος εγκληματίας: τα κίνητρά του είναι τόσο περίπλοκα, ώστε κάποια στιγμή κάνουν τις πράξεις του να ξεχαστούν ή να πάρουν μίαν υποδεέστερη μορφή απέναντι στην εικόνα της μάχης που διεξάγεται ακατάπαυστα στο μυαλό του. Τίποτε δεν είναι αυτονόητο την ώρα που προβάλλει οξύτατη η ανάγκη να σώσει τον εαυτό του. Και τότε τα πάντα επιστρέφουν στο στοιχειώδες - στη γλώσσα του ενστίκτου και των αφανέρωτων ορμών, που καθοδηγούν το χέρι του ήρωα μέχρι να επέλθει η πλήρης αποκατάσταση, με άλλα λόγια, η σωτηρία και η διαφυγή του. Σωτηρία και διαφυγή που μένουν σοφά ασχολίαστες από τη συγγραφέα, η οποία μοιάζει να δοκιμάζει απλώς μια δυνατότητα ή πιθανότητα ζωής εν σχέσει προς άλλες. Αξίζει, φαντάζομαι, τον κόπο να σημειώσω επιλογικά πως το «Γυάλινο κελί» δημοσιεύεται για πρώτη φορά το 1964, στη φάση της χρυσής ωριμότητας της Χάισμιθ και είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα βιβλία της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/09/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις