0
Your Καλαθι
Ο Παν
Περιγραφή
Η νουβέλα Ο Παν που συνέβαλε στην εδραίωση της φήμης του Χάμσουν ως σημαντικού νορβηγού συγγραφέα, πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά από τον Παύλο Νιρβάνα, άγρυπνο πνευματικό άνθρωπο.
Η νουβέλα ξετυλίγεται σε μια μικρή ερημική παραθαλάσσια νορβηγική κώμη, όπου κυριαρχούν τα πιο σκοτεινά και ανεξέλεγκτα γενετήσια ένστικτα. Όλα συμβαίνουν και εξελίσσονται κάτω από τη διαβρωτική της λογικής και της ηθικής σκιά του τραγοπόδαρου ιθυφαλλικού θεού Πανός.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ξαναδιαβάζοντας έργα, όπως το παρόν μυθιστόρημα του Νορβηγού Κνουτ Χάμσουν ( 1859-1952), σκέφτεται κανείς πολύ πάνω στην έννοια του κλασικού: εάν, βέβαια, δεχθούμε ότι ο δημιουργός της Πείνας -και πολλών άκομα βιβλίων, που εντυπωσίασαν πριν από αρκετές δεκαετίες- έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως συγγραφέας με βαρύνουσα σκιά.
Ο Τζορτζ Στάινερ, μιλώντας για την περίφημη έννοια του κλασικού («τι εξουσιοδοτεί το ταπ-ταπ από το λευκό μπαστούνι του Ομήρου στο Δουβλίνο του Τζόις;»), σημειώνει ότι αυτή μας «διαβάζει». Μας «διαβάζει» περισότερο από ό,τι εμείς εκείνη. Το κλασικό μάς ελέγχει, ως ένα είδος οφθαλμού. Αλλά έχουμε κι εμείς τη δυνατότητα να το ...σκοτώσουμε, ως κάτι πατρικό για να ελευθερωθούμε, όπως θα 'λεγε και η ψυχανάλυση.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι ότι έχουμε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τις ρυτίδες ενός έργου, θεωρώντας ότι τίποτα δεν μένει στο απυρόβλητο. Ναι, μόνον που, δυστυχώς, ορισμένα κείμενα, μιας και θέλουμε να αναφερθούμε στη λογοτεχνία, έχουν εξαιρετικά ορατά σημάδια κόπωσης και γήρανσης, σε βαθμό να αυτοακυρώνονται ως κλασικά.
Συμβαίνει κάτι τέτοιο με την περίπτωση Χάμσουν; Να θυμίσω ότι ο συμπατριώτης του Ιψεν ήταν μία υπογραφή η οποία διαβάστηκε σχεδόν υστερικά στις μέρες της και λίγο αργότερα. Επηρέασε πολλούς ομοτέχνους της και μετά έπαψε να έχει το ίδιο αντίκρισμα στην αγορά.
Οσο για την Ελλάδα, όπως επισημαίνει ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου στον κατατοπιστικό πρόλογό του, η φωνή του Χάμσουν ακούστηκε πολύ και μεταπολεμικά, σε βαθμό υπερβολικό. Πολλοί μελετητές, μάλιστα, παρατηρούν ότι η διαμεσολάβηση των έξοχων μεταφράσεων του Βάσου Δασκαλάκη ήταν ο καλύτερος αγωγός για να φτάσουν στα χέρια μας τα «φυσιοκρατικά» κείμενα του Χάμσουν.
Ο σημερινός αναγνώστης, πάντως, νομίζω ότι θα πρέπει να λειτουργήσει συνειρμικά, λαμβάνοντας υπόψη το ήθος της εποχής του συγγραφέα, το χρόνο που μεσολάβησε και να αποκαθάρει τη συγκεκριμένη πρόζα από ορισμένους βέκιους τρόπους εκφοράς της. Διαφορετικά θα σκοντάψει σε πολλά εμπόδια και δεν θα επικοινωνήσει μαζί της.
Δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση ότι ορισμένως είναι σκόπιμο να σκεφτόμαστε και φιλολογικά, εάν θέλουμε να συνομιλήσουμε με παλιά κείμενα. Οπωσδήποτε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε το μουσειακό, υπάρχουν και όρια, αλλά πιθανόν να χάσουμε κάποια διαχρονικά νεύματα ενός έργου εάν το απορρίψουμε ως παρωχημένο συνολικά.
Ο «Παν» έχει αρετές αδιαμφισβήτητες και δεν μπορεί να ενδιαφέρει μόνο τον φιλοπερίεργο και ειδικό αναγνώστη. Εάν αγνοήσει κανείς κάποια ηθολογικού τύπου στοιχεία, γλυκασμούς και διάφορες εκφραστικές ηχηρότητες, απότοκες ολόκληρης σχολής πεζογραφίας και γενικότερα στάσης ζωής, θα συμμετάσχει.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα κατά βάση νατουραλιστικό, που βλέπει τον άνθρωπο «συνολικά» στη σχέση του με τα πράγματα. Ο κεντρικός ήρωας, λοχαγός Γκλαν, που έχει αποσυρθεί για να κυνηγήσει και να ψαρέψει σε μια παραθαλάσσια, απομονωμένη περιοχή της Νορβηγίας (όπως έκανε και ο Χάμσουν), βρίσκεται, χωρίς να το καταλάβει, διαθέσιμος απέναντι στην παντοδύναμη και ανεξέλεγκτη Φύση.
Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι απαύγασμα του οργιαστικού βασιλείου που τον περιστοιχίζει, αφήνεται στο έλεος των ορμών του. Πέφτει θύμα μιας νεαρής γυναίκας, της Εδουάρδας, μέσα στο παράδοξο, φυσικό σκηνικό, που διαποτίζει κάθε είδους διάθεση. Εκείνος, βέβαια, αντιστέκεται, όσο μπορεί, απέναντι στην άκρατη διάθεση των υπόγειων δυνάμεων, προσπαθώντας να διασώσει το άυλο και το πνευματικό. Μόνον που η λύση «αναχωρητισμός» και λατρευτική στάση απέναντι στην επικράτεια του Πανός κάνει αδιέξοδα τα πράγματα.
Οι περιγραφές της εξωτερικής καλλονής που περιβάλλει τον ήρωα, δημιουργούν μια περίεργη αντίστιξη με την αποτύπωση της ανθρώπινης παρουσίας εκεί. Η σχέση ατόμου και φυσικού τοπίου δίνεται, πάντα, ιδιαίτερα από τους Σκανδιναβούς. Η σημειολογία του Χάμσουν είναι αληθινά παράδοξη: μπορεί ο ήρωάς του να καταγγέλλει τον πολιτισμό και τις κοσμικότητες, αλλά και η παγανιστική Φύση στην οποία καταφεύγει για να ξεφύγει, δεν του δίνει λύσεις. Αντιθέτως, εκεί, και παρά τις αφορμές για μία έκθαμβα λυρική εξύμνηση της δημιουργίας, το υποκείμενο μένει εκτεθειμένο ίσως περισσότερο απέναντι στον ορμέμφυτο παράγοντα.
Η αυτοεξορία σε έναν προκλητικό, στα σκοτεινά του θέλγητρα, κόσμο δεν συνιστά μια εγκατάσταση σε έναν ρουσοϊκό παράδεισο. Ακόμα και όταν υπάρχει η «ρομαντική» διάθεση, η ανάγκη για εκμηδένιση μέσα στον άλλον. Το βλέμμα θα επισημάνει νοσηρά το «λάθος», το φάλτσο μέσα στην αρμονία και παράξενα θα γίνει δέσμιός του (π.χ., ο Γκλαν θα παρατηρήσει το ελάττωμα στα παπούτσια τής κατά τα άλλα θελκτικότατης Εδουάρδας). Μαζί ένας άλλος εαυτός, ασυνείδητος, θα ανέρχεται αιφνίδια και θα εκδηλώνεται άκαιρα, καταστρέφοντας το ειδυλλιακό και συντονισμένο. Ο Γκλαν κάνει χειρονομίες, συχνά χωρίς νόημα, αποκλίνουσες, ανορθόδοξες, έτσι, σαν να έπρεπε, οπωσδήποτε, να ραγίσει κάτι ξαφνικά.
Ετσι, όπως έχει γραφτεί, ο Χάμσουν θέλει να συνθέσει την πραγματικότητά του: ως μία «συνεργασία των μυστηρίων της φύσεως και του ιλαροτραγικού του ανθρώπινου είδους». Σ' αυτό το επίπεδο (δηλαδή, ως προς τη συγκινητική γελοιότητά μας) ο Χάμσουν αποδεικνύεται προφητικός δημιουργός, αφού προετοιμάζει και αυτός «θέσεις» πιο νεωτερικές του.
Ο ιδιότυπος λυρικός ρεαλισμός, η (ουσιαστική) αντίθεση στη φυσιολοτρία, ένας μηδενισμός που αγγίζει, κάποτε, τα όρια του σαδισμού, αλλά μαζί και μια διάθεση ρήξης με τα πράγματα, με σκοπό την ανάδειξη της ιδιοτυπίας χωρίς συμπλέγματα, συνιστούν ένα δυνατό κοκτέιλ, που δίκαια τράβηξε την προσοχή και τιμήθηκε.
Αλλά αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια. Σήμερα, είναι αλήθεια, πρέπει να κάνουμε πολλές αφαιρέσεις για να νιώσουμε τη γοητεία μιας γραφής που δεν ήξερε, σε τελευταία ανάλυση, να περιορίζει την πληθωρικότητα και την εξωστρέφειά της. Είπαμε, όμως: ας δούμε το θέμα, αρχικά, ως ερευνητές, για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε περιοχές ακόμα ελκυστικές ως προς τα αναγνωστικά μας αντανακλαστικά.
Με αυτόν τον τρόπο, με απογυμνωμένες τις συγκρούσεις από τα τερτίπια μιας γλώσσας υπερφορτωμένης, θα μπορέσουμε, αφού τις φέρουμε στην εγγύς συνθήκη μας, να αποδεχτούμε το κύρος και το μυστήριό τους. Ειδικά, θα είμαστε σε θέση να δώσουμε το αναγκαίο βάρος σε αυτό το παιχνίδι των μικρών παραβάσεων που στήνει ο Χάμσουν, μέσα σε ένα πλαίσιο που συνδέει τα μεγέθη ιδιότυπα και αιφνίδια. Οι πίνακες που προκύπτουν χρωματίζονται δυσάρεστα: όλα αιωρούνται ανασφαλή, οι χειρονομίες καθορίζονται από αόρατα κέντρα, ένα ρευστό, μα και παγιδευτικό κυκλοφορεί.
Η παλιά μετάφραση του Παύλου Νιρβάνα, που αναδημοσιεύεται, αντέχει, είναι «στρωτή», ενώ παράλληλα προκαλεί με κάποιες λύσεις της μια εύφορη συγκατάβαση. Δηλαδή την αποδέχεσαι με χαμόγελο κατανόησης για χρήση τύπων οριστικά ξεπερασμένων.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/01/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις