0
Your Καλαθι
Δοκίμιο για το τζουκμπόξ
Αφήγημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Μέσα στο μισοσκόταδο και τη βαβούρα των μεθυσμένων διέκρινε τη μοναδική ήρεμη φιγούρα, μια Ινδιάνα που στεκόταν δίπλα στο σπινθηροβόλο τζουκμπόξ. Είχε στραφεί προς τη μεριά του, ένα μεγάλο, περήφανο αλλά και κάπως περιπαικτικό πρόσωπο, κι αυτή ήταν η μοναδική φορά που χόρεψε με κάποιον μέσα στο νταβαντούρι ενός τζουκμπόξ. Παραμέρισαν ακόμα κι όσοι συνήθως κάνουν αμάν για καυγά, λες κι αυτή η γυναίκα, παρότι νέα ή μάλλον δίχως ηλικία, ήταν η γηραιότερη εκεί μέσα. Αργότερα
βγήκαν μαζί από μια πίσω πόρτα στην παγωμένη αυλή όπου ήταν παρκαρισμένο το τζιπ της, στα πλαϊνά παράθυρα ζωγραφισμένα τα περιγράμματα των πεύκων της Αλάσκας σε μια άδεια λίμνη· χιόνιζε.
Από απόσταση, χωρίς να έχουν αγγίξει ο ένας τον άλλο, παρά μόνο επιπόλαια χορεύοντας, του ζήτησε να πάει μαζί της, είχε ψαράδικο με τους γονείς της σ’ ένα χωριό κάπου μετά το Κουκ Ίνλετ. Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως επιτέλους μια φορά στη ζωή του ήταν εφικτή μια απόφαση που δεν την είχε φανταστεί αυτός μόνος του, αλλά κάποιος άλλος.
Θα μπορούσε κανείς μέσα στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων του 1989 που άλλαζαν μέρα με τη μέρα τον κόσμο μας να αποσυρθεί σε μια άκρη και να αφοσιωθεί σε ένα «τόσο εξωπραγματικό αντικείμενο σαν το τζουκμπόξ»; Τότε ακριβώς ο Πέτερ Χάντκε βρήκε σε ένα ξενοδοχείο της ισπανικής πόλης Σόρια τις προϋποθέσεις για αυτή τη φαινομενική αναχώρηση. Μαζί του είχε μόνο τα μόνιμα σύνεργα της γραφής: φύλλα χαρτί, μολύβια, γομολάστιχες.
Με αφορμή απόμερα και συχνά αχρησιμοποίητα πια τζουκμπόξ ξετυλίγει στα μάτια του αναγνώστη απρόσμενα εξωτερικά και εσωτερικά τοπία. Σπάνια η περιγραφή μιας τοποθεσίας, μιας πόλης, μιας κουλτούρας συνδυάζεται τόσο καίρια με την εσωτερική αναδίφηση. Σ’ αυτό το αφήγημα ο κόσμος και ο ψυχισμός συναντώνται σε μια δυσεύρετη ισορροπία. Και πανταχού παρόν το ανομολόγητο αίτημα αυτής της σχεδόν βασανιστικής πρόζας: η ανθρώπινη επαφή, η οικειότητα, η αγάπη.
βγήκαν μαζί από μια πίσω πόρτα στην παγωμένη αυλή όπου ήταν παρκαρισμένο το τζιπ της, στα πλαϊνά παράθυρα ζωγραφισμένα τα περιγράμματα των πεύκων της Αλάσκας σε μια άδεια λίμνη· χιόνιζε.
Από απόσταση, χωρίς να έχουν αγγίξει ο ένας τον άλλο, παρά μόνο επιπόλαια χορεύοντας, του ζήτησε να πάει μαζί της, είχε ψαράδικο με τους γονείς της σ’ ένα χωριό κάπου μετά το Κουκ Ίνλετ. Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως επιτέλους μια φορά στη ζωή του ήταν εφικτή μια απόφαση που δεν την είχε φανταστεί αυτός μόνος του, αλλά κάποιος άλλος.
Θα μπορούσε κανείς μέσα στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων του 1989 που άλλαζαν μέρα με τη μέρα τον κόσμο μας να αποσυρθεί σε μια άκρη και να αφοσιωθεί σε ένα «τόσο εξωπραγματικό αντικείμενο σαν το τζουκμπόξ»; Τότε ακριβώς ο Πέτερ Χάντκε βρήκε σε ένα ξενοδοχείο της ισπανικής πόλης Σόρια τις προϋποθέσεις για αυτή τη φαινομενική αναχώρηση. Μαζί του είχε μόνο τα μόνιμα σύνεργα της γραφής: φύλλα χαρτί, μολύβια, γομολάστιχες.
Με αφορμή απόμερα και συχνά αχρησιμοποίητα πια τζουκμπόξ ξετυλίγει στα μάτια του αναγνώστη απρόσμενα εξωτερικά και εσωτερικά τοπία. Σπάνια η περιγραφή μιας τοποθεσίας, μιας πόλης, μιας κουλτούρας συνδυάζεται τόσο καίρια με την εσωτερική αναδίφηση. Σ’ αυτό το αφήγημα ο κόσμος και ο ψυχισμός συναντώνται σε μια δυσεύρετη ισορροπία. Και πανταχού παρόν το ανομολόγητο αίτημα αυτής της σχεδόν βασανιστικής πρόζας: η ανθρώπινη επαφή, η οικειότητα, η αγάπη.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις