0
Your Καλαθι
Τα χελιδόνια της Καμπούλ
Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο
Περιγραφή
Στην καυτή Καμπούλ, ανάμεσα στα ερείπια του πολέμου, δύο άντρες και δύο γυναίκες ψάχνουν το νόημα της ζωής τους· ένας ξεπεσμένος αστός, μία δικηγόρος που της απαγορεύεται να ασκήσει το επάγγελμά της, ένας δεσμοφύλακας που εκμηδενίζεται στη σκιά των δημόσιων εκτελέσεων, μία ανίατα άρρωστη σύζυγος. Μέσα από αυτή την αναζήτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ξεδιπλώνεται το μαρτύριο ενός ένθνους λαβωμένου από τους πολέμους και την τρέλα, μιας χώρας παραδομένης στον εκμαυλισμό του κλήρου και την τυραννία των Ταλιμπάν. Κι όμως, εκεί όπου η λογική μοιάζει χαμένη, ο έρωτας αρνείται ως εκ θαύματος να υποκύψει. Όμως, τι είναι το θαύμα σε μια χώρα όπου «οι χαρές είναι φριχτές όσο τα λιντσαρίσματα»;
Σε αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, που ταυτόχρονα είναι ένας ύμνος στη γυναίκα, ο Γιασμίνα Χάντρα αποκαλύπτει με διαύγεια την πολυπλοκότητα των ηθών στις διχασμένες ανάμεσα στο φεουδαρχισμό και τον εκσυγχρονισμό, μουσουλμανικές κοινωνίες.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν το 1997 εμφανίστηκε το πρώτο μυθιστόρημα της Αλγερινής Γιασμίνα Χάντρα στη Γαλλία, με τον τίτλο «Μοριτούρι», όλοι ήθελαν να μάθουν το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από το γυναικείο όνομα, καθώς οι λόγοι που επέλεξε να εκδοθεί με ψευδώνυμο ήταν προφανείς: η Χάντρα ασκούσε κριτική στον ισλαμικό κόσμο και τα θέματα των βιβλίων της, που ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός, ο υποβιβασμός του ανθρώπου στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι ολέθριες συνέπειες της προσήλωσης σε μια αδιάλλακτη θρησκεία αλλά και ο εμφύλιος πόλεμος στην Αλγερία, φανέρωναν πως η συγγραφέας είχε βιώσει τα πράγματα που περιέγραφε από πολύ κοντά. Κατά καιρούς έδινε συνεντεύξεις ως Χάντρα, δηλώνοντας πως κάποτε θα αποκάλυπτε την ταυτότητά της. Στα μυθιστορήματα έλειπε η φωτογραφία της συγγραφέα, μέχρι που το 1999, λίγο πριν κυκλοφορήσει το «Τι ονειρεύονται οι λύκοι», σε συνέντευξη στο γαλλικό Τύπο, η Γιασμίνα Χάντρα έλυσε τη σιωπή της και αποκάλυψε πως ήταν άντρας, αλλά για λόγους ασφάλειας ήταν αναγκασμένος να κρατήσει την ανωνυμία του και να χρησιμοποιεί το γυναικείο ψευδώνυμο ως ασπίδα προστασίας. Μέχρι που το 2001, ύστερα από πέντε μυθιστορήματα, αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα: πρόκειται για τον Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ, που μετά την παραίτησή του από τον αλγερινό στρατό έδωσε στη δημοσιότητα μαζί με το αληθινό όνομά του και τη φωτογραφία του.
Στο «Τα χελιδόνια της Καμπούλ», όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, οι ήρωές του υφίστανται τις συνέπειες ενός αυταρχικού καθεστώτος και την επίδραση της τυφλής υποταγής και του φανατισμού, σε μια πόλη όπου η θρησκεία έχει αναλάβει να καλύψει ό,τι δεν μπορεί να προσφέρει η ζωή: ελπίδα, καταξίωση και εξουσία απέναντι στους πιο αδύναμους, που στη δεδομένη περίπτωση είναι οι γυναίκες.
Οι ήρωές του στο εν λόγω αφήγημα είναι αντιρρησίες συνείδησης, ασκούν κριτική και αμφισβητούν το καθεστώς, ενώ η ζωή τους καθορίζεται από αυτή τους τη στάση, αντίθετη πορεία από τον ήρωα του συγκλονιστικού του μυθιστορήματος «Τι ονειρεύονται οι λύκοι», («Καστανιώτης», 2000), όπου μας δίνεται η ζωή ενός φανατικού ισλαμιστή και οι συνέπειες της τυφλής πίστης και της άκριτης προσήλωσης στους θρησκευτικούς κανόνες που τροφοδοτούν τη νοσηρή μεγαλομανία του.
Το μυθιστόρημα τοποθετείται στην Καμπούλ που βρίσκεται κάτω από το θρησκευτικό καθεστώς των Ταλιμπάν και περιγράφει τη ζωή δύο ζευγαριών, του Μοσέν, που προέρχεται από εύπορη οικογένεια εμπόρων και που πτώχευσε μετά την άνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία, και της συζύγου του Ζαϊρά, μιας ιδιαίτερα όμορφης και καλλιεργημένης γυναίκας, με την οποία είχαν γνωριστεί όταν φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο. Στις παρούσες συνθήκες η Ζαϊρά δεν επιτρέπεται να βγει από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία του άντρα της και χωρίς την προστασία του τσαντόρ. Η ζωή τους διασταυρώνεται με τη ζωή του δεσμοφύλακα Ατίκ, ο οποίος παρ' ότι έχει ασπαστεί την ιδεολογία των Ταλιμπάν, διατηρεί μέσα του το σπόρο της αμφιβολίας, και παρά την πάλη για τη διατήρηση της θρησκευτικής του πίστης, αρνείται να ακολουθήσει το ρεύμα των φανατικών. Ο Ατίκ ζει με τη βαριά άρρωστη γυναίκα του Μουσαράτ, για την οποία αισθάνεται ευγνωμοσύνη, καθώς κάποτε του είχε σώσει τη ζωή, και παρά τις προτροπές των φίλων του, αρνείται να εγκαταλείψει. Ο δεσμοφύλακας, εδώ και κάποιες εβδομάδες, αμφισβητεί το ρόλο του αλλά και αυτούς που διασκεδάζουν στις ανθρώπινες εκτελέσεις, ανίκανος να γίνει ο ίδιος δεσμοφύλακας του εαυτού του, προβληματίζεται για το καθεστώς και αισθάνεται απόμακρος από κείνους που υποκλίνονται σ' αυτό.
Μια συνηθισμένη μέρα, όταν ο Μοσέν, απελπισμένος και εξαντλημένος, πλανιέται αναίτια στους σκονισμένους δρόμους της Καμπούλ, κυκλώνεται από ένα φανατισμένο πλήθος που ετοιμάζεται να πετροβολήσει μια άπιστη γυναίκα και σαν ναρκωμένος, παραλυμένος από τη γενικευμένη υστερία, ευθυγραμμίζεται με τους υπόλοιπους. Σε μια στιγμή που η καθημερινή φρίκη «αποδεικνύεται πιο δυνατή από την αφύπνιση και η ανθρώπινη κατάπτωση βαθύτερη από την άβυσσο», παρασυρμένος από την οργή του πλήθους, ρίχνει κι αυτός μια πέτρα στο πρόσωπο της καταδικασμένης γυναίκας που είναι μέχρι το στέρνο «φυτεμένη» στο χώμα, και η βολή του αφήνει μια κόκκινη κηλίδα πάνω στο μαντίλι που καλύπτει το πρόσωπο της. Η αδικαιολόγητη χειρονομία του Μοσέν είναι η πέτρα που πέφτει στη λίμνη της ζωής των τεσσάρων χαρακτήρων της Χάντρα και σχηματίζει τους ομόκεντρους κύκλους του αναπότρεπτου πεπρωμένου τους. Μετά από αυτήν όλα αλλάζουν. Επιστρέφοντας στο σπίτι θα ομολογήσει στη γυναίκα του την πράξη του και τότε αρχίζει ανάμεσά τους ένας σκληρός πόλεμος που θα καταλήξει στο θάνατό του. Η Ζαϊρά θα οδηγηθεί στις φυλακές όπου ο δεσμοφύλακας Ατίκ θα έχει την ευκαιρία να δει κρυφά την ομορφιά του ακάλυπτου προσώπου της, ομορφιά που θα τον μαγέψει και θα αποφασίσει να σώσει τη ζωή της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, ενώ η ετοιμοθάνατη σύζυγός του, έχοντας διακρίνει την αλλαγή στον απονεκρωμένο άντρα της, δεν διστάζει να πάρει τη θέση της Ζαϊρά και να θυσιαστεί, προκειμένου ο άντρας της να χαρεί τον έρωτά του.
«Τα Χελιδόνια της Καμπούλ» είναι ένα άρτια δομημένο μυθιστόρημα, γραμμένο με κατανόηση για τη διαστρέβλωση που υφίστανται οι άνθρωποι στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, με μελανά χρώματα περιγράφει τη νοοτροπία των ισλαμιστών φονταμενταλιστών και με καίριες λεπτομέρειες μας μεταφέρει τη ζωή σ' έναν τόπο που έχει μεταβληθεί σε «προθάλαμο του επέκεινα».
Η Χάντρα μεταφέρει τους αναγνώστες της στους καυτούς σκονισμένους δρόμους της Καμπούλ, προσφέροντας μια άφοβη και τολμηρή εικόνα μιας κοινωνίας την οποία η βία και η υποκρισία έχουν μετατρέψει σε κολαστήριο, με τους ανθρώπους της στα όρια της απελπισίας να «νεκροζωούν» πάνω στη γη. Τα «Χελιδόνια...» είναι οι γυναικείες σκιές που ανώνυμες παραδέρνουν, γλιστρώντας αθόρυβα πλάι στους άντρες και στα ερειπωμένα κτίρια, καλυμμένες και βουβές σαν να προετοιμάζονται για την ολοκληρωτική τους αποδημία. Κάποιες από αυτές -οι ανυπότακτες- αναχωρούν για τον άλλο κόσμο, αφού προηγουμένως προσφέρουν θέαμα με το θάνατό τους, και οι υπόλοιπες αποσύρονται τόσο βαθιά μέσα τους που είναι αδύνατον πλέον να ανασυρθούν από τη σιωπή τους.
Πέρα από τα συγκλονιστικά θέματα των μυθιστορημάτων του Αλγερινού συγγραφέα, αυτό που τα καθιστά μοναδικά είναι ο τρόπος που η οργή και η απελπισία αποκτούν αισθητική φόρμα. Στη γραφή του ο τόνος της γλώσσας και το μήνυμα είναι αδιαχώριστα. Η συνεχής χρήση μεταφορών και συσχετισμών καθώς και η καθηλωτική ατμόσφαιρα σε στιγμές αγγίζουν μια αισθητική τελειότητα και ομορφιά που έρχονται σε αντίθεση με την αθλιότητα του κόσμου που περιγράφει. Η ομορφιά αυτή καθεαυτήν είναι και η μοναδική αντίσταση, η μοναδική ανατρεπτική δύναμη σ' έναν κόσμο αποκαρωμένο και όπως το όμορφο πρόσωπο της Ζαϊρά που όταν αποκαλύπτεται θολώνει και προσηλώνει το δεσμοφύλακα Ατίκ, έτσι και η γλώσσα του συγγραφέα, αρνούμενη να αιχμαλωτιστεί στην ασχήμια του, προσφέρει στιγμές ανάτασης, παγιδεύοντας στιγμιαία μια κάποια ανυπόστατη ελπίδα, λειτουργεί και ως δεσμοφύλακάς μιας άλλης ονειρικής πραγματικότητας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/09/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις