0
Your Καλαθι
Σημειώσεις από την άλλη όχθη
Το χειρόγραφο του κύριου Σολοβαϊδ
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο πονηρός κύριος διάβολος εγκαταλείπει προσωρινά τον κάτω κόσμο και γίνεται ένα με τους θνητούς εξαπατώντας τους και παίζοντας μαζί τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Οποια μορφή και να έχει, ο κόσμος παραμένει ο ίδιος. Στο κακό, ακόμη και στο παράλογο κακό, αποδίδουν τιμές, αρκεί να παρουσιαστεί με περιβολή λαμπρή· η καλή, η τίμια αρετή με τους απότομους τρόπους και την αδρή, τίμια ευπρέπειά της, το πολύ να αποφέρει εκτίμηση, ποτέ όμως επευφημίες». Ας μη σπεύσει κανείς να προεικάσει ότι η αποστροφή αυτή εκφέρεται από θεολογικά χείλη ή έστω από το καθαγιασμένο στόμα ενός ηθικολόγου στοχαστή. Την ξεφουρνίζει ο Διάβολος αυτοπροσώπως, μετά την περιφανή ξιφομαχική νίκη που μόλις έχει καταγάγει σε βάρος αντιπάλου του, φυσικά μετερχόμενος τις ιδιαίτερες δυνάμεις του και τα γνωστά του όπλα -το δόλο, τον υπολογισμό, την εξαπάτηση- αλλά, γι' αυτό ακριβώς, διαθέτοντας βαθιά και άκρως ρεαλιστική επίγνωση της στιγμής, της συνθήκης και, φυσικά, του ειδικού βάρους της υπερίσχυσής του. «Ανθρωποι, άνθρωποι!..» οικτίρει ο Εωσφόρος, «πόσο ευκολόπιστοι είστε, πόσο επιρρεπείς στην πλαστή λάμψη των επιφαινομένων...». Γιατί είναι υπέρμετρος ο θαυμασμός, ιερό το δέος των παρισταμένων στη μονομαχία (μια από τις πολλές, λεκτικές, συναισθηματικές ή φυσικές αναμετρήσεις που εμφανίζονται στο βιβλίο του Χάουφ) - παρότι η νίκη του μεταμφιεσμένου σε φοιτητή Διαβόλου είναι ολοφάνερα κίβδηλη. Πώς να μη θυμοσοφεί, λοιπόν, ο δαιμονικός δεξιοτέχνης της σπάθας, πώς να μη σχολιάζει απαξιωτικά τα ανθρώπινα ήθη;
Αυτό ακριβώς κάνει σ' όλη την έκταση των «Σημειώσεων από την άλλη όχθη» ο αυτοβιογραφούμενος Διάβολος, ο σατανικός πρωταγωνιστής του βιβλίου του Βίλχελμ Χάουφ. Το βιβλίο, δεν είναι ό, τι θα λέγαμε, ακριβώς, μυθιστόρημα· είναι μάλλον μια πληθωρική, ανοικονόμητη σύνθεση, αρθρωμένη σε μια χαλαρή σειρά σχεδιασμάτων, ανεκδοτολογικών επεισοδίων, σχολίων, αυτοβιογραφικών σπαραγμάτων, που κατά το συγγραφέα αποτελούν το «Χειρόγραφο του κυρίου Σολοβαΐδ», τα απομνημονεύματα του Διαβόλου. Εκδόθηκε στα 1825, όταν ο συγγραφέας της, ένας από τους πιο τρυφερούς «παραμυθάδες» της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, προικισμένος με χιούμορ, πρωτοτυπία και εφευρετικότητα χειμαρρώδη για την εποχή του, ήταν μόλις 23 ετών. Θα μπορούσε να φέρει τον υπότιτλο «όπου ο Διάβολος ανεβαίνει στη γη για ν' αναστατώσει τους ανθρώπους» ή «όπου ο σκανδαλιάρης Εξαποδώ μπερδεύεται στις ανθρώπινες υποθέσεις για ν' αποκαλύψει την υποκρισία». Ξορκίζοντας την τρομακτική εικόνα του διαβόλου, επί τόσους αιώνες συντηρημένη στο θρησκευτικό και ηθικό πεδίο, και μεταφέροντάς τη στο λογοτεχνικό φαντασιακό, ο Χάουφ τής προσδίδει μια παιχνιδιάρικη, σχεδόν οικεία, ανησυχητική ασφαλώς αλλά οπωσδήποτε όχι απεχθή, σαγηνευτική και κυρίως ενδιαφέρουσα μορφή.
Βρισκόμαστε, ασφαλώς, στην εποχή που αποτινάσσει το αφόρητο βάρος του τραγικού από την ανθρώπινη ύπαρξη, που αποδεσμεύει τον άνθρωπο από το συντριπτικό φόβο της αμαρτίας και από το βρόχο του πειρασμού· παιδί της ο Χάουφ, χρησιμοποιεί τις διαβολικές μεταμορφώσεις ως πρόσχημα για να σατιρίσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, το στόμφο των λογοτεχνικών σαλονιών της εποχής, την ψευτιά και την ευτέλεια της πανεπιστημιακής ζωής, την ανοησία και τη μεγαλοστομία της κριτικής, τις μηχανορραφίες της παπικής Εκκλησίας, την απληστία και την αναξιοπιστία των εμπορικών και χρηματιστηριακών οίκων, την πολιτική του καιρού του. Ούτε ο φιλελληνισμός δεν γλιτώνει από τα βέλη του: μέσα σε λίγες μόνο σελίδες ο δαιμονικός μας ανατροπέας αποκαλύπτει πόσο επιφανειακή και υπόδουλη στον ευρωπαϊκό συρμό της εποχής είναι η στράτευση των Γερμανών στην υπόθεση της ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, τη στιγμή, μάλιστα, που «ένας Γερμανός υπουργός είναι εκείνος που υποστηρίζει την Υψηλή Πύλη και αφήνει τους Ελληνες να αφανιστούν»: «Οι Γερμανοί νιώθουν μεγάλη ευγνωμοσύνη για τον Ελληνα, επειδή τους προσέφερε ένα καινούργιο θέμα για συζήτηση, κάτι σπάνιο, για το οποίο θα μπορούσαν να συζητούν οι γυναίκες πίνοντας τον καφέ τους, οι άντρες πίνοντας την μπύρα τους».
Διαθέτοντας την εύθυμη περιέργεια ενός παιδιού και την οξεία παρατηρητικότητα του διαφωτιστή, ο ευπατρίδης Διάβολος, σε μια σειρά από σπαρταριστά κωμικά επεισόδια, δίνει μία με το τραγοπόδαρό του κι αναποδογυρίζει συμβάσεις, κοινούς τόπους, μύθους, ρίχνοντας ένα διόλου κολακευτικό (κι όμως απελευθερωτικό μέσα στην ανοικτιρμοσύνη του) φως σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και τις ιερότερες. Αλλά αν είναι ο Διάβολος το πονηρό εκείνο πνεύμα που χώνει την ουρά του στα ανθρώπινα για ν' αποκαλύψει τη χωλότητα και την ανεπάρκειά τους, τότε τι είναι ο νεαρός συγγραφέας που τολμά να κρίνει τους προδρόμους του, Κλίνγκερ και Κλόπστοκ, και φτάνει να καταλογίσει ακόμη και στον Γκέτε «λαϊκισμό»; Ο Χάουφ δεν γνωρίζει φραγμούς, ούτε καν αυτούς που η ίδια η τέχνη τού επιβάλλει: θα αποκαθηλώσει ευθαρσώς το συγγραφέα του «Φάουστ», με μια πατροκτονία που εξοντώνει συνολικά την προσωπικότητα του προδρόμου του. Οσο για τη συγγραφική περσόνα του Γκέτε, απέναντι σ' αυτήν ο Χάουφ είναι ανελέητος. Βάζοντας τον ευπατρίδη Διάβολό του να διαμαρτύρεται εντόνως για τον «άτεχνο» τρόπο με τον οποίο τον αναπαρέστησε ο Γκέτε, αφού, κατά τον αυτοβιογραφούμενο δαίμονα «ο Μεφιστοφελής του δεν είναι ουσιαστικά άλλος από το γνωστό λαϊκό σκιάχτρο με κέρατα και ουρά», καταλογίζοντας στον Γκαίτε ότι όχι μόνο δεν «έλεγξε με ανωτερότητα το αντικείμενό του, μη υποκύπτοντας σ' αυτό» αλλά μάλλον προσαρμόστηκε ανενδοίαστα «στα δεσμά της δημοτικότητας», ο Χάουφ κάνει τον Βεελζεβούλ του να παρηγοριέται μονάχα φέρνοντας στο νου κάτι που θα του έλεγε η μάνα του: «Γιόκα μου Διάβολε! Σκέψου ότι οι μεγάλοι ποιητές πρέπει να έχουν μεγάλο κοινό, και για ν' αποκτήσουν μεγάλο κοινό, πρέπει να είναι όσο πιο λαϊκοί γίνεται». Η συμβουλή της μάνας του Διαβόλου, αλίμονο, διεκδικεί την ισχύ της μέχρι σήμερα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις