Χάνιμπαλ. Το ξύπνημα του Κακού ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣ
Περιγραφή
Ο Χάνιμπαλ Λέκτερ αναδύεται μέσα από τον εφιάλτη του Ανατολικού Μετώπου... ένα αγόρι μέσα στο χιόνι, βουβό, με μια αλυσίδα δεμένη γύρω από το λαιμό του.
Φαίνεται ολομόναχος, αλλά κουβαλάει μαζί του τους δαίμονές του.
Ο θείος του, ένα διακεκριμένος ζωγράφος, τον βρίσκει σ' ένα σοβιετικό ορφανοτροφείο και τον παίρνει μαζί του στο Παρίσι, όπου ζει με την όμορφη Γιαπωνέζα γυναίκα του, τη λαίδη Μουρασάκι.
Η λαίδη Μουρασάκι, θα βοηθήσει τον Χάνιμπαλ να γιατρευτεί.
Αλλά οι δαίμονές του τον επισκέπτονται και τον τυραννούν. Κι όταν μεγαλώσει αρκετά, τους επισκέπτεται κι αυτός με την σειρά του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Η γοητεία ενός ήρωα - κανίβαλου
Ενα θρίλερ με παγκόσμια καριέρα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το λεγόμενο best seller, ιδίως μάλιστα αν είναι και πρόωρο, αποκαλύπτει τον επίδοξο συγγραφέα - ή τον επιβεβαιώνει ως πραγματικό δημιουργό ή τον αποδεικνύει ως προϊόν τυχαιότητας. Ο αυθεντικός λογοτέχνης καταθέτει συνεχώς τους αγωνιώδεις προβληματισμούς του επί του θέματος, του μύθου, της φόρμας, της διάπλασης των μορφών, της διερεύνησης της ύπαρξης, της οικοδόμησης του έργου, γενικά, ενώ ο δεύτερος απλώς επιχειρεί να επαναλάβει το «αρχικό αριστούργημα». Και είναι μάλλον σπάνιες οι φορές που επιβεβαιώνεται ο συγγραφέας έναντι του περιστασιακού γραφιά, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την «επιτυχία» του επιχειρεί τη συνέχειά της, με απογοητευτικά συνήθως αποτελέσματα. Αυτόν τον επικίνδυνο σκόπελο έχει αποφύγει ο Τόμας Χάρις, ο συγγραφέας του ανατριχιαστικού θρίλερ τρόμου «Η σιωπή των αμνών», η παγκόσμια «καριέρα» του οποίου, κυρίως λόγω της κινηματογραφικής μεταφοράς του, προκάλεσε την αναπόφευκτη τετραλογία του. Ο εντός εισαγωγικών σαδιστής κανίβαλος ήρωάς του Χάνιμπαλ Λέκτερ είναι ένα «γοητευτικό» ανθρωπόμορφο τέρας, που διαθέτει την υπνωτιστική σαγήνη της κόμπρας· κάθε άλλο παρά δημιούργημα ενός κατ' εικόνα και ομοίωση μυθικού θεού της αγάπης. Πρωτοεμφανίζεται δε στον «Κόκκινο Δράκο», 1981. Επανέρχεται θριαμβευτικά στο προαναφερθέν «Η σιωπή των αμνών», 1988, και στο «Χάνιμπαλ», 1999, και, τέλος, στο ανά χείρας «Χάνιμπαλ - Το Ξύπνημα του Κακού», όπου και διερευνάται η «διαβολική κατασκευή» του. Με ολοφάνερη δεξιοτεχνία ο Τ.Χ., και χωρίς να ξεχνά ούτε στιγμή ότι «γράφει» θρίλερ τρόμου, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη του στα γεγονότα που έπλασαν-διαμόρφωσαν ως τέτοιο τον ήρωά του, αφυπνίζοντας και καλλιεργώντας το «Κακό» που ενυπήρχε μέσα του, όπως ενυπάρχει και σε κάθε άνθρωπο εξάλλου και που δεν είναι παρά βασικό συστατικό της δημιουργίας. Ενα συστατικό που χρειάζεται απλώς τις κατάλληλες συνθήκες για ν' αναπτυχθεί και να «ευδοκιμήσει» -έτσι τουλάχιστον πιστεύει ο συγγραφέας, υποδηλώνοντάς το και μέσω του τίτλου του. Αλλά, αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, ένα ακόμη μυθιστόρημα εμπορευματικής σκοπιμότητας, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα μυθοπλασία, δεδομένου ότι ξεπερνά και την προβλεπόμενη συνέχεια του αρχικού μύθου και τις προηγηθείσες ιστορίες του ως γραφής και φόρμας. Βεβαίως το εξωτερικό κέλυφός του συνομολογεί σχεδόν ανά πάσα στιγμή την καταγωγή του, αν και ακόμη κι αυτό μοιάζει να διαφοροποιείται από την παρελθοντολογική καταγωγή του.
Το διαπιστώνει κανείς στην όλη διεκπεραίωση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο Χάνιμπαλ Λέκτερ -ο οποίος κατάγεται από λιθουανική αριστοκρατική οικογένεια -είναι θύμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Είδε τον πατέρα του νεκρό στα χιόνια, τη μητέρα του να γίνεται παρανάλωμα του πυρός και την πολυαγαπημένη του αδερφή Μίσα να ...τρώγεται, στην κυριολεξία, από ανθρώπινα κτήνη. Ο ίδιος βίωσε την ερημιά και την ορφάνια του έγκλειστος σε ένα φριχτό άσυλο, έχοντας υποστεί πλήθος εξευτελισμούς και βασανιστήρια. Ηδη, λοιπόν, έχει αρχίσει να διαμορφώνει οπτική απέναντι στα πράγματα και, κυρίως, «χαρακτήρα». Στη συνέχεια, θα διασωθεί από τον θείο του, θα νιώσει το πρώτο σκίρτημα του έρωτα στο πρόσωπο της θείας του, λαίδης Μουρασάκι και, φυσικά, θα εκδικηθεί-αποδώσει δικαιοσύνη ως τιμωρός άγγελος -του οποίου η γενέθλια μήτρα ήταν ο «Παράδεισος», αλλά ανδρώθηκε στην «Κόλαση»- τιμωρώντας εκείνους που τον διαμόρφωσαν έτσι: δολοφόνο - θανατώνοντας μέσα του την «αθωότητα» που ματαίως αγωνίζεται να διασώσει. Αυτό, περιληπτικά, είναι το εξωτερικό περίγραμμα του μύθου, τον οποίο ο Τ.Χ. σχεδιάζει με αδρό, ακριβή αλλά και υπαινικτικό λόγο, που δεν του λείπει μάλιστα και μια κάποια ποιητική απόχρωση. Είναι ένας γοητευτικός μύθος μέσω του οποίου, όμως, ρίχνει ένα σκυθρωπό, μελαγχολικό και συμπονετικό βλέμμα στον άνθρωπο. Ενα απελπισμένο «γιατί», που εμφανίζεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, και που γεννιέται σε κάθε εντέλει σκεπτόμενο άνθρωπο, θα εξαφανιστεί συν τω χρόνω, όταν διαπιστώσει -και παγιωθεί μέσα του- ότι δεν υπάρχει απάντηση. Κυρίως, όταν διαπιστώσει, με βάση τις εφιαλτικές του εμπειρίες ότι η μόνη, ίσως, τρομαχτική, κυνική απάντηση είναι ένα «γιατί έτσι».
Το εσωτερικό τέρας
Η φιλοσοφία που περικλείνει, θα τον στοιχειώσει και θα τον σημαδέψει ανεξίτηλα· θα τη χρησιμοποιήσει ως ανταπόδοση στη συμπεριφορά του ανθρώπινου κτήνους, επιδιώκοντας, ίσως, ενδόμυχα, να ενεργοποιήσει την κοιμισμένη συνείδησή του. Αλλά η φρίκη της πραγματικότητας θα τον επαναφέρει συνεχώς στα τοπία της Κόλασής της. Μπορεί να θρηνεί την απώλεια του εαυτού του, αλλά κατά βάθος δεν κάνει τίποτε άλλο τελικά παρά να καλωσορίζει το «τέρας», που αναδύεται ακάθεκτο από το εσωτερικό του άδυτο, διότι μόνο με τα εφόδιά του θα μπορέσει να επιβιώσει σε έναν κόσμο τεράτων. Το ομολογεί, εν είδει σκοτεινής προσευχής, ενώπιον του μνήματος της Μίσα: «Μίσα, μας παρηγορεί να ξέρουμε ότι δεν υπάρχει Θεός. Οτι δεν είσαι σκλαβωμένη σ' έναν Παράδεισο για να φιλάς την κατουρημένη ποδιά του Θεού. Αυτό που έχεις είναι καλύτερο από τον Παράδεισο. Εχεις την ευλογημένη λήθη. Μου λείπεις κάθε μέρα». Η λαίδη Μουρασάκι, ομοιοπαθές θύμα αυτού του άγριου κόσμου, θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει: «Ο κόσμος μου, η Χιροσίμα, χάθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Τον δικό σου τον κομμάτιασαν. Τώρα, εσύ κι εγώ έχουμε τον κόσμο που εμείς φτιάχνουμε ...μαζί». Είναι, βέβαια, ένας κόσμος αίματος, φόνων και θανάτων. Αλλά, δυστυχώς, αυτός είναι ο κόσμος. Και ο Τ.Χ. τον αναπαριστά, μέσω του μυθιστορήματός του, ως παραμορφωτική αντανάκλασή του στο «ραγισμένο» κάτοπτρο που θέτει εμπρός του. Ο Τ.Χ. γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι πρέπει να κάνει, ποια λέξη να χρησιμοποιήσει, με τι χρώματα να επικαλύψει τα τεκταινόμενα, πότε να είναι ευθύβολος, πότε υπαινικτικός -πώς να οικοδομήσει εντέλει το έργο φωτίζοντάς το καταλλήλως. Είναι από τους λίγους «λαϊκούς» συγγραφείς που γνωρίζει τη σημασία της ουσιώδους λεπτομέρειας. Ακόμη κι όταν τα επί μέρους τμήματα δίνουν την εντύπωση της διανοητικής κατασκευής -που, όμως, είναι αποτελεσματικά- πείθουν τον αναγνώστη, όχι μόνον ότι είναι απαραίτητα, αλλά ότι τέτοια ακριβώς οφείλουν -και πρέπει- να είναι. Αριστοτεχνικά επεξεργασμένο, το μυθιστόρημα εκπέμπει μια σκοτεινή αύρα, ένα παράξενο, «επιθετικό» άρωμα που βρίσκει εύκολα τον στόχο του. Σαγηνευτικό, μαγικό, δηλητηριώδες, επιτίθεται όντως στον αναγνώστη με τη θανατηφόρα ευλυγισία της νάγιας, αποπνέοντας υπνωτιστική μαγεία και πικρή γεύση θανάτου. Οι φράσεις του είναι σύντομες, κοφτές, πυκνές νοημάτων, ενώ ο υπαινικτικός διάλογος, ακόμη κι όταν «τα λέει όλα», διανθισμένος με σιωπηλά βλέμματα και αδιόρατες κινήσεις, επιτείνει το κλίμα του υπόγειου, αόρατου τρόμου.
Ολα αυτά τα στοιχεία - προτερήματα σχεδιάζουν έναν κόσμο παραφροσύνης, ο οποίος, πολύ φυσικά, θα γεννήσει και θα διαπλάσει τέρατα και κτήνη, με το θανατηφόρο δηλητήριο των οποίων συνυπάρχει και ένας κάποιος ξεχασμένος, κάπου βαθιά, ποιητικός τόνος που αγωνίζεται, αν όχι να υπερισχύσει, τουλάχιστον να συνυπάρξει. Επί παραδείγματι: «Λαίδη Μουρασάκι: Σε βλέπω και τριζόνια τραγουδούν μαζί με την καρδιά μου! Χάνιμπαλ: Η καρδιά μου σκιρτά όταν βλέπω εσένα που 'μαθες την καρδιά μου να τραγουδά». Είναι οι σπαραχτικές στιγμές ενός απελπισμένου, αδιέξοδου έρωτα, καταδικασμένου να μην ολοκληρωθεί ποτέ, να βιώσει τον θάνατό του. Εκείνη θα το διαπιστώσει πρώτη: «Τι απομένει μέσα σου για ν' αγαπήσει;» Τίποτα, ομολογεί πικρά ο Τ.Χ. Ο θάνατος -και η αμείλικτη πραγματικότητα- θα αλλοτριώσουν τα πάντα. Αγγέλους και δαίμονες. Η λαίδη Μουρασάκι είναι από τους πλέον σημαντικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος· αναζητεί έναν εαυτό που θα υποχρεωθεί να αποχαιρετήσει τη στιγμή που θα τον «συναντήσει». Ο άλλος σπουδαίος χαρακτήρας είναι ο Γάλλος επιθεωρητής Ποπίλ. Συνεργάτης των Γερμανών με τη φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισί, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επαίρεται ότι «αγωνίστηκε για την πατρίδα». Στην πραγματικότητα δεν ήταν -και είναι- παρά ένας τυχοδιώκτης της ζωής· το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να διασώζει το σαρκίο του καλυπτόμενος πίσω από ψευδαισθήσεις. Λογοτεχνική η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου, αποκρυπτογραφεί το έργο επαναγράφοντάς το σε ωραία ελληνικά. Από τις καλύτερες μεταφραστικές εργασίες του.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις