0
Your Καλαθι
Υποφωτισμένο
Διηγήματα και άλλα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Έντεκα μικρά απορητικά κείμενα συνθέτουν το πρώτο μέρος («Τα εσωτερικά τοπία»), κείμενα εκμυστήρευσης προς αόρατο κάτοπτρο ή προς τον αναγνώστη.
Το δεύτερο μέρος («Διηγήσεις σε παρακείμενο χρόνο») αποτελείται από τέσσερα εκτενή διηγήματα τοποθετημένα σε συγκεκριμένο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο. Η Ισπανία του 16ου αιώνα, η αγγλική επαρχία και τα Βαλκάνια του 19ου αιώνα, αλλά και η Ρώμη της παρακμής, φιλοξενούν τόσο τους ήρωες όσο και τα συναισθήματα της συγγραφέως σε μια εναλλαγή μνήμης και πραγματικότητας, κάτι σαν νωπογραφία αναδρομής που υποφωτίζεται από τις τεφρές πινελιές της γραφής.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μπορεί να φαίνεται -ή και να είναι- συμπτωματικό· έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται το βιβλίο της Νίκης Χατζηδημητρίου: ο ιδιότυπα εξομολογητικός και εμμέσως πλην σαφώς αποτεινόμενος προς τον «απόντα παραλήπτη» του πρώτου της βιβλίου μονόλογος και τα τέσσερα διηγήματα που ακολουθούν, τείνουν να δηλώσουν και να υπηρετήσουν μιαν υφέρπουσα πρόθεση της συγγραφέως. Την πρόθεση να κοινοποιήσει, με διακριτικότητα, στον αναγνώστη, αφενός, το απολύτως προσωπικό-τραυματικό στίγμα που μονίμως την ταλανίζει και αφετέρου, τις καταλυτικές συνέπειες αυτού του στίγματος στην αφηγηματική της «περιπέτεια». Ξεκινώντας κανείς από τα μικρά κείμενα του πρώτου μέρους («Τα εσωτερικά τοπία»), δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στην αναγνωστική του μνήμη τη σπαρακτική θέρμη και τη, διά της γραφής, τιθασευμένη οδύνη που χαρακτήριζε την πεζογράφο στο πρώτο της βιβλίο (Απόντος του παραλήπτου, 2000). Οπως δεν μπορεί να μη διαπιστώσει, σ' αυτά, και μιαν υπέρβαση, μιαν, υπαρξιακής υφής, θα έλεγα, καταβύθιση, που επιχειρεί προς το υπέδαφος του πένθους, «σπρωγμένη» από την πρόθεση ή από τη σωστά λειτουργούσα συγγραφική της διαίσθηση, να προχωρήσει στο ξεκαθάρισμα προσωπικών, διαπροσωπικών, συναισθηματικών και άλλων εκκρεμοτήτων που αισθάνεται να νοθεύουν και να συσκοτίζουν τη στάση της προς εαυτήν και προς τον «απόντα». Να συγκεκριμενοποιήσει τις διαστάσεις του χρόνου και του τόπου μέσα στις οποίες κινείται, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο διακύβευμα μιας συνθετότερης και απαιτητικότερης αφηγηματικής διαδικασίας, πράγμα που επιτυγχάνει στα τέσσερα αφηγήματα του δεύτερου μέρους.
Κυρίως, να ανταποκριθεί στις επίβουλες απαιτήσεις ενός «αλλοτινού μέλλοντος», που κατέληξε να γίνει ο κεντρικός -και καθοριστικός της στάσης της απέναντι στη ζωή- πυρήνας ενός συμπαγούς παρελθόντος, του οποίου διαφορετικές κάθε φορά πτυχές την κινητοποιούν και τη φέρνουν σε επαφή με το σώμα της γραφής. Ενός μέλλοντος αμετάκλητα «παρελθοντοποιημένου», παγιωμένου μέσα στον χρόνο, στερημένου από τα βασικά χαρακτηριστικά της μελλοντικής του ιδιότητας, ακόμα και από το «θα», το οποίο δεν μπορεί πια να δηλώσει παρά τη ματαίωση και τη χαμένη προσδοκία. («Αλλάζει ο τρόπος που μιλάς· όλο και περισσότερο με το θα, όχι του μέλλοντος παρά του παρελθόντος, θα άκουγες, θα έβλεπες, θα ήσουν· σαν συνθήκη από καιρό τετελεσμένη».) Ετσι, λειτουργώντας σαν μόνιμη κάτοικος του παρελθόντος, απολύτως εξοικειωμένη με τις ιδιάζουσες συνθήκες του, δεν περιορίζεται σε μια στείρα και απρόσκοπτη περιπλάνηση στις οδούς και στις ρύμες του· δεν αρκείται στον ρόλο μιας παθητικής δέκτριας των οδυνηρών, κάποτε και παραμυθητικών, αναθυμιάσεων του υπεδάφους του. Γίνεται υπεύθυνος πολίτης του και δικαιωματικός κάτοχος μυστικών του και τρόπων διαχείρισής τους· πάνω απ' όλα γίνεται προστατευτική και τρυφερή με όλα όσα το συνέχουν («αυστηρή με το παρόν και τρυφερή με το παρελθόν»), αναπτύσσοντας στο έπακρο την ικανότητά της να συντηρεί στοργικά τα περασμένα· εξελίσσοντας τη «μαγειρική» της δεινότητα ως προς τον τρόπο μιας στοχαστικής ανασύνθεσης των αναμνήσεών της, καλλιεργώντας μνημοτεχνικές ανταποκρινόμενες στην ιδιοσυγκρασία της και στην απολύτως προσωπική αίσθηση, που τη διακατέχει, της απουσίας, η οριστική επικύρωση της οποίας την τρομάζει αλλά και την κινητοποιεί δημιουργικά. Γιατί σε καμία περίπτωση δεν θέλει οι αναμνήσεις της να γεράσουν μαζί της και να καταλήξουν να γίνουν «εικονίσματα χωρίς προκυνητή».
Ετσι, απολύτως εξοικειωμένη με την πανίδα και τη χλωρίδα της «χώρας» του παρελθόντος, έχοντας οικειοθελώς απεμπολήσει κάθε δυνατότητα ή δικαίωμα διαφυγής από την επικράτειά της, βιώνοντας ένα επισφαλές παρόν, μονίμως αφύλακτο και εκτεθειμένο σε οδυνηρές, προσφιλείς ωστόσο, μνήμες αλλά και στον απόηχο ματαιωμένων προσδοκιών, κάποτε εναποτεθειμένων σε ένα αλλοτινό, παρελθοντοποιημένο, μέλλον, αναζητεί την εσωτερική της αρμονία μέσω μιας νηφάλιας θλίψης. Παράλληλα, η, θα τολμούσα να πω, συστηματικά, σαν για λόγους πνευματικής επιβίωσης, επιδιωκόμενη στενή επαφή και σχέση της με τα περασμένα, η ακατάπαυστη τάση της να εννοήσει και να δικαιολογήσει το παράλογο της απουσίας ενός αγαπημένο προσώπου, την ωθεί έξω από τα όρια του προσωπικού της δράματος και την καθιστά, κατά κάποιον τρόπο, αλληλέγγυα προς ανθρώπους του περισσότερο ή λιγότερο κοντινού παρελθόντος, που η ζωή τούς επιφύλαξε μια μοίρα παρόμοια με τη δική της. Αυτή ακριβώς η ανάγκη για αλληλεγγύη και ευρύτερη επικοινωνία, αφενός, δημιουργεί την προϋπόθεση για μιαν ιστορικότερη αντίληψη του κόσμου και για μιαν ανατροπή και υπέρβαση των περιορισμένων προσωπικών χρονικών δεδομένων, ωθώντας τη στα ευρύτερου αφηγηματικού, ιστορικού και μυθοπλαστικού φάσματος διηγήματα του δεύτερου μέρους.
Και στα τέσσερα αυτά διηγήματα («Διηγήσεις σε παρακείμενο χρόνο»), που οι υποθέσεις τους εξελίσσονται σε συγκεκριμένο ιστορικό και χρονικό πλαίσιο (στην Ισπανία, στην αγγλική επαρχία και στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα και, εμμέσως, στη Ρώμη της παρακμής), της προσφέρεται η δυνατότητα να συναρτήσει πτυχές της προσωπικής της ζωής με αντίστοιχες πτυχές της ζωής των προσώπων των ιστοριών της, φροντίζοντας να παραμένει, ως αφηγήτρια, στο απαιτούμενο επίπεδο νηφαλιότητας και αντικειμενικότητας. Εγκαταλείποντας την πρωτοπρόσωπη, με τη μορφή εσωτερικού μονολόγου, κατάθεση των σκέψεων και των αισθημάτων της του πρώτου μέρους και καταφεύγοντας στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, στήνει, κάθε φορά, με σκηνοθετική δεινότητα, το απαραίτητο στο εκάστοτε θέμα και ανταποκρινόμενο στη μονίμως ιδιάζουσα πνευματική, ψυχική και συναισθηματική κατάστασή της σκηνικό. Δημιουργεί με περίσκεψη, διακριτικότητα, φαντασία και ευαισθησία διαύλους, για μια συνθετότερη προσωπική έκφραση, αλλά και για μια διττή, περισσότερη διευρυμένη, επικοινωνία, τόσο με τον αναγνώστη-αποδέκτη των αφηγήσεών της όσο και με τους πραγματικούς ή φανταστικούς, αλλά πάντοτε αληθινούς, ήρωες των ιστοριών της, που, όπως κι αυτή, είναι, ο καθένας με τον τρόπο του, στιγματισμένοι από την οδύνη κάποιας απώλειας. Μάλιστα, θα τολμούσα να πω ότι η τριτοπρόσωπη αφήγηση των διηγημάτων του δεύτερου μέρους τής επιτρέπει να γίνεται -όσο μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα σε ένα «υποφωτισμένο» αναγνωστικό πεδίο- περισσότερο άμεση και, πλαγίως πλην σαφώς, εξομολογητικότερη στην «περιγραφή» του προφανούς ή του τεκμαιρόμενου πένθους που βαραίνει τις ψυχές των ηρώων της. Κάτι που μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι, όλοι αυτοί, της προσφέρονται ως προσωπεία, για να καλύψει το στιγματισμένο από την οδύνη πρόσωπό της, ενώ, παράλληλα, σαν καθιστώντας την κοινωνό μιας διαχρονικής οδύνης, δρουν καταπραϋντικά στην ψυχή, στο πνεύμα και, εν προκειμένω, στη γραφή της.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/09/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις