0
Your Καλαθι
Οι τέσσερις τοίχοι
Περιγραφή
Κριτική
Ο Π. Ροδάκης δεν ήταν νευρικός άνθρωπος. Κι αυτό, αποδεδειγμένο. Σε στιγμές της ζωής του που οποιοσδήποτε άλλος θα είχε εκραγεί, εξαπολύοντας όλο το δίκαια σωρευμένο μένος του, αυτός μόνο που στράβωνε το επάνω χείλι παίρνοντας μια έκφραση δυσαρέσκειας, που γρήγορα έφευγε κι αυτή. Όπως, λόγου χάρη, τότε που του είχε ζητήσει η αδερφή του το βιβλίο της Φυτολογίας. Ήταν ένα βιβλίο-κειμήλιο, δεμένο μέσα σε μια μαλακή δερμάτινη θήκη όπου υπήρχε χαραγμένη ανάγλυφα μια μηλιά. Περιείχε ένα ευρετήριο φυτών, έκδοση του περασμένου αιώνα, με συγκεντρωμένα όλα τα είδη δέντρων και λουλουδιών που φύονται στις μεσογειακές χώρες -αγορασμένο στην Ιταλία σε περίοδο μεγάλης ανέχειας. Του το ζήτησε να το διανειστεί προβάλλοντας μια γελοία δικαιολογία και θα του το επέστρερφε -είπε- σε μια βδομάδα. Πέρασαν δυό βδομάδες και τότε πήγε να της το ζητήσει εκείνος. Μόλις τον αντίκρισε έβαλε τα κλάματα κι ανάμεσα στους λυγμούς της άφησε ν' ακουστούν τρείς λέξεις, ξανά και ξανά
«Είμαι μια άχρηστη, είμαι μια άχρηστη.»
Και ο πλέον ευσυνείδητος των βιβλιοπαρουσιαστών, αν ισχυριστεί ότι δειγματίζει για τον αναγνώστη του το σύνολο της σοδειάς καινούργιων βιβλίων, θα ψεύδεται μάλλον ασυστόλως. Γι' αυτό και η αγωνία του μήπως και σχολιάσει το μέτριο προσπερνώντας το αξιολογότερο φθάνει σε εφιαλτικές διαστάσεις, ιδίως στην περίπτωση του απειλητικού, σήμερα πλέον, πλήθους των πρωτοεμφανιζομένων. Προς ελάφρυνση των όποιων ενοχών επιδίδεται μετά μανίας τουλάχιστον στο φυλλομέτρημα όσο το δυνατόν περισσότερων βιβλίων και σποράδην στην ανάγνωση μερικών σελίδων. Πολλά είναι τα δευτερεύοντα στοιχεία, ανεξαρτήτως της ποιότητας της γραφής, τα οποία θέλγουν ή και απωθούν σε αυτό το πρώτο στάδιο ξεδιαλέγματος: η εμφάνιση ενός βιβλίου, η διευθέτηση του κειμένου, επίσης τα αφτιά του βιβλίου, όπως και το οπισθόφυλλο, όπου κατά κανόνα επιδεικνύεται η οίηση του συγγραφέα. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να διαβάζουμε το μυθιστόρημα του Β. Χατζηγιαννίδη, χάρη στην αισθητική φροντίδα του εκδοτικού οίκου που τον στεγάζει αλλά και στην απουσία προβολής από την πλευρά του. Καθοριστικό ωστόσο στάθηκε το όνομα του κεντρικού ήρωα που εμφανίζεται ήδη από την πρώτη λέξη της πρώτης αράδας: Π. ΡΟΔΑΚΗΣ, κεφαλαιογράμματο.
Οπότε και υποθέσαμε πως πρόκειται για τον γνωστό Ροδάκη ή ορθότερα για μια μυθιστορία γύρω από το περιβόητο σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα. Αξιοθέατο του νησιού για τους λάτρεις της λαϊκής αρχιτεκτονικής όπως για τους αρχαιόφιλους ο ναός της Αφαίας και για τους πιστούς η υπερμεγέθης εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου.
Τελικά επρόκειτο για βεβιασμένη παρανάγνωση. Ο ήρωας του Β. Χατζηγιαννίδη ονομάζεται Π. Ροδακής με αδιευκρίνιστο το μικρό όνομα. Και αυτός αγρότης, μάλλον ιδιόρρυθμος, με ένα πέτρινο σπίτι. «Χαρακτηριστικό του οι πολλαπλές εσοχές και εξοχές που δημιουργούσαν οι τοίχοι και δίνανε στο όλο κτίσμα την εικόνα μιας παιδικής κατασκευής, ενός πύργου πιθανόν, φτιαγμένου από κύβους». Έργο όμως ιταλού αρχιτέκτονα, υποτίθεται, στον αντίποδα των ντόπιων παραδοσιακών σπιτιών. Κατά τα άλλα η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα νησί που δεν κατονομάζεται. Μαθαίνουμε μόνο πως έχει τέσσερα λιμάνια, αρχαιότητες και ένα μοναστήρι όπου πλήθη συρρέουν εξαιτίας των επιτελούμενων θαυμάτων αλλά και της παρακείμενης τεράστιας κατασκευής, αν και όχι επί της επιφανείας του εδάφους αλλά ως αντεστραμμένο είδωλο της πραγματικότητας, στα έγκατα ενός λόφου. Τέλος, υπάρχει ένα δευτερεύον πρόσωπο, από άλλο νησί, που ακούει στο όνομα Νεκταρίτσα. Ο Β. Χατζηγιαννίδης θα μπορούσε αυθαίρετα να αποκαλέσει το νησί στο μυθιστόρημά του Αίγινα, όπως ο Μ. Καραγάτσης ονομάζει «Το χαμένο νησί» Τήλος. Φανταστικά νησιά στα οποία συμβαίνουν ιστορίες, παλιές και παράξενες. Τροπική βλάστηση εμφανίζεται στη μυθιστορηματική Τήλο, λιοντάρια στο αιγαιοπελαγίτικο νησί του Β. Χατζηγιαννίδη. Και τα δύο εντάσσονται σε μια ιδιαίτερα εύφορη παράδοση της ευρωπαϊκής μυθιστοριογραφίας που θέλει τα νησιά πρόσφορους χώρους για την ανάμειξη του αλλόκοτου, ενίοτε και υπερφυσικού, στοιχείου με το αληθοφανές. Ο Β. Χατζηγιαννίδης τοποθετεί το νησί του όχι μακράν της πρωτεύουσας σε αντίθεση με τον λίγο μεγαλύτερό του Φ. Ταμβακάκη που έχει αδυναμία σε νησιά με εξωτικά ονόματα, από τη μεσογειακή Σαπιέντζα ως την τροπική Πόρα-Πόρα. Πάντως και οι δύο υιοθετούν τους τρόπους παλαιότερων μετρ του είδους, μόνο που ο Φ. Ταμβακάκης τούς υπονομεύει με πλήθος μορφικών επινοήσεων ενώ ο Β. Χατζηγιαννίδης σε αυτή την πρώτη εμφάνισή του μένει προσκολλημένος στο μείγμα ακριβολογίας και ρευστότητας ενός Ιουλίου Βερν. Αν και με κάποια μοτίβα όπως η επανάληψη του αριθμού τρία και οι σωρευτικές συμπτώσεις κλείνει και αυτός το μάτι στον αναγνώστη ή τουλάχιστον κάνει μια προσπάθεια.
Ο Π. Ροδακής, λοιπόν, γιος μελισσοκόμου, άνθρωπος με μονομανίες που καταλαμβάνεται παιδιόθεν από παραισθήσεις, βρίσκεται να συγκατοικεί με μία γυναίκα που έρχεται από μακριά κουβαλώντας ένα αμαρτωλό μυστικό και ένα βρέφος. Οι δυο τους βάλθηκαν να ανακαλύψουν τη χαμένη συνταγή του πατέρα Ροδακή για το πλέον εύγευστο μέλι. Ο άντρας θέλγεται από τις επιστημονικές μεθόδους, ενώ η γυναίκα ενδίδει στη γοητεία της μαγγανείας, αν και ο συγγραφέας αφήνει μάλλον ανεκμετάλλευτες τις δυνατότητες των θεματικών πυρήνων που επινοεί. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη ένα μυθιστόρημα που, αν δεν ενταχθεί στις φανταστικές αφηγήσεις, θα μπορούσε να ταξινομηθεί στη λογοτεχνία της γεύσης μια και η θολή ατμόσφαιρα του μυστηρίου υφαίνεται γύρω από τη γεύση αυτού του αγγελικού μελιού με τις τελικά θαυματουργές ιδιότητες. Λόγια η αφήγηση, με στρογγυλεμένες φράσεις και επίλεκτες, κάποτε εξεζητημένες, λέξεις παρακολουθεί όσα παράξενα συμβαίνουν σύμφωνα με τις διαφορετικές οπτικές των ηρώων επιτείνοντας το σασπένς. Το πρώτο μέρος, που φαίνεται λίγο σαν να πελαγοδρομεί, επικεντρώνεται στο πείραμα για την παρασκευή του μελιού με κατάληξη έναν μυστηριώδη θάνατο.
Το δεύτερο εστιάζεται στο λάξευμα του υπόγειου μοναστηριακού δαιδάλου με κορύφωση μια διάσωση. Τέλος, στο υστερόγραφο η αναζήτηση της συνταγής του μελιού που ενδιαμέσως βρέθηκε και ξαναχάθηκε μπλέκεται περαιτέρω με μια παρά τρίχα δολοφονία.
Φαινομενικά ένα αστυνομικό μυθιστόρημα πεποικιλμένο με μελοδραματικά ψήγματα καθ' όσον ένας πεθερός αμαρτάνει με τη νύφη του και ο Π. Ροδακής εκγυμνάζει ερωτικώς την υιοθετημένη παιδίσκη. Ωστόσο στην καρδιά του βιβλίου υπάρχει κάτι το οξύμωρο. Πρόκειται για μια περιπετειώδη ιστορία, με ήρωες όχι μόνο μονήρεις αλλά και εγκλείστους, όπως άλλωστε δηλώνει και ο τίτλος.
Ένα μυθιστόρημα διαδοχικών ή και παράλληλων εγκλεισμών σε τέσσερις τοίχους. Έγκλειστος διαβιοί ο Π. Ροδακής, στην αρχή αυτοβούλως και στη συνέχεια φυλακισμένος. Έγκλειστη ζει η γυναίκα δίπλα του. Έγκλειστη, από βρεφική ηλικία, η κόρη της. Έγκλειστοι οι μοναχοί και οι λοιποί ήρωες, Αγγλοι και ξενομερίτες. Τελικά, ο συγγραφέας φιλοσοφεί τη βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη που υπάρχει στον εγκλεισμό αλλά και στο εκ διαμέτρου αντίθετό του, την ταξιδιωτική περιπλάνηση. Διαφορετικοί τρόποι χειραγώγησης του φόβου και του χρόνου που παρέρχεται. Ο Β. Χατζηγιαννίδης όμως δεν βαραίνει το μυθιστόρημά του με στοχαστικές παρεκβάσεις, αρκείται σε νύξεις, κάποτε ειρωνικές, και ένα παραμυθητικό τέλος.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 8-04-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις