0
Your Καλαθι
Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Το έργο «Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη» αποτελεί ίσως τη μοναδική προσπάθεια μιας εκτενούς και αποκλειστικής ενασχόλησης με το ζήτημα των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ιστορική, δογματική και νομολογιακή προσέγγιση του συγγραφέα, καθιστά τη μελέτη αυτή σημαντική παρέμβαση στον χώρο της εμβάθυνσης στα ζητήματα της Ποινικής Δικονομίας. Το κυριότερο όμως στοιχείο της μελέτης είναι ότι αυτή απευθύνεται τόσο στον ερευνητή του δικαίου, όσο και κυρίως στον εφαρμοστή αυτού.
Κατ’ αρχήν ο συγγραφέας δίδει τον ορισμό των αυτοτελών ισχυρισμών, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, τόσο με το καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας, όσο και με το αντίστοιχο του ισχύοντος ΚΠΔ. Στη συνέχεια επιχειρεί να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν οι αστικοδικονομικές αντιλήψεις στον ορισμό των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη. Στο σημείο αυτό αναδεικνύει ότι οι επιρροές της Πολιτικής Δικονομίας στον ορισμό και τη σύλληψη των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη, δημιουργεί προβλήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και κυρίως με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων και το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρα 93 και 20 Συντ.). Επίσης ο συγγραφέας ανοίγει έναν διάλογο ως προς τη συμβατότητα της αντιμετώπισης των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Μείζον ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο προβληματισμός του συγγραφέα ως προς τον τρόπο υποβολής των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου και ειδικότερα όσον αφορά το θέμα της καταχώρησης αυτών στα πρακτικά της απόφασης, ενόψει της περιληπτικής και κατά συνέπεια ελλιπούς τήρησης αυτών από τους γραμματείς της έδρας.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας κατηγοριοποιεί τους αυτοτελείς ισχυρισμούς κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου τόσο στον ΠΚ, όσο και στους ειδικούς ποινικούς νόμους. Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και ειδικά στην αντιμετώπιση του «άλλοθι» του κατηγορουμένου και της συμπερίληψης αυτού ή μη στην κατηγορία των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέλος, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι δεν είναι εύλογη η διάκριση ανάμεσα στους αυτοτελείς ισχυρισμούς και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς.
Αναμφίβολα η εν λόγω μελέτη αποτελεί ένα σημαντικό βοήθημα για τον νομικό της πράξης (εφαρμοστή του δικαίου), καθόσον αποτελεί μια εξαιρετική προσπάθεια φαινομενολογικής και δογματικής προσέγγισης των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη, ενώ ο διάλογος με τις πραγματολογικές παραδοχές της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού είναι γόνιμος και εξαιρετικά ενδιαφέρων.
Κατ’ αρχήν ο συγγραφέας δίδει τον ορισμό των αυτοτελών ισχυρισμών, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, τόσο με το καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας, όσο και με το αντίστοιχο του ισχύοντος ΚΠΔ. Στη συνέχεια επιχειρεί να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν οι αστικοδικονομικές αντιλήψεις στον ορισμό των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη. Στο σημείο αυτό αναδεικνύει ότι οι επιρροές της Πολιτικής Δικονομίας στον ορισμό και τη σύλληψη των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη, δημιουργεί προβλήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και κυρίως με την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων και το δικαίωμα ακροάσεως (άρθρα 93 και 20 Συντ.). Επίσης ο συγγραφέας ανοίγει έναν διάλογο ως προς τη συμβατότητα της αντιμετώπισης των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Μείζον ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο προβληματισμός του συγγραφέα ως προς τον τρόπο υποβολής των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου και ειδικότερα όσον αφορά το θέμα της καταχώρησης αυτών στα πρακτικά της απόφασης, ενόψει της περιληπτικής και κατά συνέπεια ελλιπούς τήρησης αυτών από τους γραμματείς της έδρας.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας κατηγοριοποιεί τους αυτοτελείς ισχυρισμούς κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου τόσο στον ΠΚ, όσο και στους ειδικούς ποινικούς νόμους. Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και ειδικά στην αντιμετώπιση του «άλλοθι» του κατηγορουμένου και της συμπερίληψης αυτού ή μη στην κατηγορία των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέλος, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι δεν είναι εύλογη η διάκριση ανάμεσα στους αυτοτελείς ισχυρισμούς και τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς.
Αναμφίβολα η εν λόγω μελέτη αποτελεί ένα σημαντικό βοήθημα για τον νομικό της πράξης (εφαρμοστή του δικαίου), καθόσον αποτελεί μια εξαιρετική προσπάθεια φαινομενολογικής και δογματικής προσέγγισης των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη, ενώ ο διάλογος με τις πραγματολογικές παραδοχές της νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού είναι γόνιμος και εξαιρετικά ενδιαφέρων.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις