Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού

Διαλέξεις και δοκίμια
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 21.30
14.91
Τιμή Πρωτοπορίας
+
106207
Συγγραφέας: Χατζής, Δημήτρης
Εκδόσεις: Ροδακιό
Σελίδες:280
Επιμελητής:ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2005
ISBN:9789607360717
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό περιέχει τον βασικό κορμό από το ιστορικό και φιλολογικό έργο του Δημήτρη Χατζή. Έργο στις παρυφές της λογοτεχνικής του δημιουργίας, που όμως αποτελεί υφάδι και δομικό στοιχείο της δημιουργίας αυτής.

Ακολουθώντας τις δραματικές τύχες της ελληνικής αριστεράς, από την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι την εικοσιπενταετή του εξορία, ο Χατζής επεξεργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις την υπέρβαση του διλήμματος: απελευθέρωση από το ορθόδοξο κομματικό δόγμα αφενός, διαμόρφωση μιας νέας συγκροτημένης και συλλογικής δημιουργικότητας αφετέρου. Στο μεταίχμιο αυτό, κεντρικό του μέλημα ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της συνέχειας του Νέου Ελληνισμού.

[...] Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται δεκαεννιά κείμενα, από το 1957 ως το 1980. Κεντρικό -δομικό- στοιχείο του αποτελούν οι τέσσερις ανέκδοτες διαλέξεις του 1979 με θέμα "Το πρόσωπο του νέου Ελληνισμού", απ' όπου και ο τίτλος του τόμου. Απ' τα δεκαεννιά κείμενα τα δέκα είναι άρθρα σε περιοδικά ή εφημερίδες, ευρύτερου πολιτικού χαρακτήρα. Επτά είναι κείμενα ανοιχτών διαλέξεων κατά τη μεταπολίτευση, και δύο είναι κείμενα περισσότερο επιστημονικά. Βασικός λόγος ύπαρξής τους είναι η διατύπωση ενός λόγου που επιχειρεί να διαφωτίσει, να συνδεθεί με την ιστορική πραγματικότητα, να ενεργοποιήσει δημιουργικές αντιδράσεις και συνειδήσεις. Ένας λόγος που αναζητεί με πάθος ένα νέο τρόπο σύνδεσης της ιστορίας με την ιδεολογία και την κοινωνία, σε μια μεταπολίτευση με πήλινα πόδια.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Για τον ιστορικό του Νέου Ελληνισμού σίγουρα το πιο προκλητικό αλλά και το πιο ανθεκτικό ιδεολόγημα στη μελέτη της νεοελληνικής κουλτούρας και κοινωνίας είναι η μυθολογία της «συνέχειας»: από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο μέχρι την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, από την επιστήμη ώς την τέχνη και από την εκπαίδευση ώς την πολιτική ρητορεία το κρυφό νήμα που ενώνει την πορεία και τη διαμόρφωση της επίσημης εθνικής ιδεολογίας, στα πιο απρόσμενα, μάλιστα, φανερώματά της, είναι η προβολή της αδιάκοπης και αδιάπτωτης «συνέχειας» του Ελληνισμού ανά τους αιώνες. Προϊόν του 19ου αιώνα, η έννοια της «συνέχειας» παγιώθηκε μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα του εθνορομαντισμού, και έκτοτε έκοψε ένα πολύ επιτυχημένο εισιτήριο, που της εξασφάλισε, όχι μόνο την ιστορική διάρκεια, αλλά και το κύρος μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής θεώρησης για το ελληνικό παρελθόν, παρόν και μέλλον. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, δεν είναι, ωστόσο, η κατασκευή της «συνέχειας» -αυτή είναι και ερμηνεύσιμη και κατανοητή-, αλλά η διάχυσή της σε πολλαπλά και διαφορετικά περιβάλλοντα (επιστημονικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά, κοινωνικά), μέσα κι έξω από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του νεοελληνικού έθνους-κράτους. Με άλλα λόγια, αυτό που σφράγισε το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού ήταν η εντατική και εκτατική χρήση της «συνέχειας» σε όλους σχεδόν τους τομείς του κοινωνικού βίου, καθώς και η αφοπλιστική γοητεία που άσκησε τόσο στη λόγια σκέψη όσο και στο λαϊκό φαντασιακό. Η γοητεία αυτή δεν οφείλεται μόνο στους τίτλους ευγενείας ενός δήθεν παλαιού και περιούσιου έθνους, μοναδικού και νόμιμου κατόχου μιας ένδοξης κληρονομιάς· οφείλεται και στην καταλυτική σημασία που είχε η λειτουργία της «συνέχειας» στη διαμόρφωση ενός ορίζοντα «πολιτικής υπόσχεσης», άλλοτε για τα πεπρωμένα του έθνους και της φυλής, και άλλοτε για την επίλυση των ταξικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Η έννοια της «συνέχειας» εξελίχτηκε, στο πέρασμα του χρόνου, σε μια νέα «Μεγάλη Ιδέα», την οποία εγκολπώθηκαν τόσο η κυρίαρχη ιδεολογία του αστικού συντηρητισμού όσο και οι μαρξιστογενείς λαϊκιστικές θεωρήσεις.



Μείζον επιστημονικό και ιδεολογικό πρόβλημα



Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή στη διάρκεια των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών χρόνων (1947-1980) -αποτυπωμένη τώρα στα δεκαεννέα κείμενα της έκδοσης του «Ροδακιού», με εισαγωγή και επιμέλεια της Βενετίας Αποστολίδου- αποκτά ειδικό βάρος, ακριβώς γιατί αναδεικνύει το ζήτημα της «συνέχειας» σε μείζον επιστημονικό και ιδεολογικό πρόβλημα του Νέου Ελληνισμού. Αν λάβει κανείς υπόψη του, μάλιστα, την ιδιάζουσα διανοητική πορεία του Χατζή, (καλλιτεχνική και επιστημονική), καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες της παρέμβασής του (υπερορία και προσφυγιά), γίνεται κατανοητό ότι το κριτικό πρόταγμα του συγγραφέα ξεπερνά τη στενά φιλολογική έρευνα για να αναμετρηθεί με ένα πολύ ευρύτερο πολιτισμικό διακύβευμα. Ο Χατζής εξετάζει τη νοηματοδότηση του Νέου Ελληνισμού μέσα από τη Νεοελληνική Φιλολογία και την Ιστορία της Λογοτεχνίας, καθώς και τον τρόπο που το ιδεολόγημα της συνέχειας εξελίχτηκε σε συστατικό στοιχείο και προνομιακό φορέα μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Το δίπολο, ανάμεσα στο οποίο προσπαθεί να αρθρώσει το κεντρικό του επιχείρημα ο συγγραφέας, αφορά, αφενός μεν, την «αστική δημαγωγία», αφετέρου δε, τον «τρυφερό λαϊκισμό μας». Από τη μια μεριά, δηλαδή, έχει να αντιμετωπίσει τη συσσωρευμένη μυωπική γνώση, με τις σκόπιμες αλλοιώσεις και παραχαράξεις της Ιστορίας, και από την άλλη, τις βολικές μυθολογίες για την επινοημένη παράδοση «εθνικής γνησιότητας». Τα μέσα του -και εδώ είναι το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο της μεθοδολογικής πρότασής του- είναι τα «νόμιμα μέσα της φιλολογικής έρευνας», χωρίς αυθαίρετες γενικεύσεις και εθνωφελείς ιδεοληψίες. Με τον τρόπο αυτόν ο Χατζής ανοίγει ένα νέο πεδίο στις φιλολογικές σπουδές, αφού υποχρεώνει την επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας να αναστοχαστεί το ίδιο το επιστημολογικό της υπόβαθρο, τις αναλυτικές της κατηγορίες και τις ιδεολογικές της στοχεύσεις. Σήμερα, κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται αυτονόητο -άραγε είναι;-, αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό το πρόγραμμα εξαγγέλλεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50, μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρόδρομη και νεωτερική απόπειρα.


Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης για την εποχή, καλό είναι να θυμηθούμε πως το 1948 εκλέγεται ο Λίνος Πολίτης καθηγητής στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, και παράλληλα, την ίδια χρονιά, ο Κ. Θ. Δημαράς εκδίδει την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Εκεί, και στο πρώτο κεφάλαιο, που αφορά ζητήματα «γύρω στο τραγούδι» διαβάζουμε τον τίτλο: «Οι αρχαίοι ζουν ακόμη». Είναι σαφές πως σε αυτή την άποψη που ήθελε το δημοτικό τραγούδι να «συνεχίζει τη λαϊκή παράδοση του αρχαίου τραγουδιού», ο Χατζής διέγνωσε το σκληρό πυρήνα μιας αντίληψης που, παραλλαγμένη, βέβαια, και, πάντως, από αριστερή σκοπιά, την ξαναδιάβασε, αργότερα, (1953) και στη γαλλική έκδοση της Ιστορίας της Νέας Ελλάδας (1953) του Νίκου Σβορώνου: «Η ανώνυμη λαϊκή δημιουργία... ενώνοντας σε μια ζωντανή σύνθεση στοιχεία από όλες τις φάσεις της τρισχιλιόχρονης ιστορίας του Ελληνισμού, εκφράζει καθαρά τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού». Μολονότι το σχήμα του Δημαρά δεν συμπίπτει με εκείνο του Σβορώνου, η έμφαση στην έννοια της «συνέχειας» είναι δεδομένη, και εγγράφεται εν τέλει σε ένα επίκοινο ιστοριογραφικό σύστημα αποφάνσεων. Το επόμενο κείμενο που ώθησε τον Χατζή να καταγράψει τις διαφωνίες του απέναντι σε αυτό το γαλήνιο υπερβατικό ταξίδι του Ελληνισμού ανά τους αιώνες ήταν το «Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ» (1954). Εδώ ο «καινούριος» πρωταγωνιστής «λαός» θα γνωρίσει τη μυθοποιητική εκδοχή του, μέσα από την προβολή της έννοιας στη βυζαντινή «λαότητα». Θα έλεγε κανείς πως μέσα σε αυτά τα διανοητικά συμφραζόμενα σχηματίζεται το εγχείρημα του Χατζή να συλλάβει μια εναλλακτική ιστοριογραφική σύλληψη του Νέου Ελληνισμού έξω από τα σχήματα της «συνέχειας». Το άρθρο του «Γύρω από τα προβλήματα της συνέχειας», δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέος Κόσμος» (1954), αποτελεί την πρώτη συστηματική απόπειρα εξόδου της Νεοελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας από το μεγαλοϊδεατικό της φορτίο.



Μετατόπιση του κέντρου βάρους



Ο Χατζής θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στις συνθήκες της α-συνέχειάς του : σε εκείνα, δηλαδή, τα διακριτά στοιχεία της πολιτισμικής παραγωγής που αποκρυσταλλώνουν μια νέα παρουσία. Στην αυτή την κατεύθυνση -και αυτό, νομίζω, δεν έχει προσεχτεί αρκετά- οι κλασικές αναλυτικές κατηγορίες της φιλολογικής επιστήμης (γλώσσα, πηγές, μορφή και περιεχόμενο των κειμένων) θα απεκδυθούν το στατικό τους χαρακτήρα και θα χρησιμοποιηθούν με δυναμικό τρόπο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι, ώς ένα σημείο, ο Χατζής εμφανίζεται ιδιαίτερα πρωτοποριακός, ιδίως σε ό,τι αφορά την κριτική των κατηγοριών αυτών ως «τεκμηρίων» της συνέχειας. Το περίφημο ζήτημα της «διαχρονικής» ελληνικής γλώσσας, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προσοχή και επιφύλαξη: «Οσο κι αν φαίνεται πως αποτελεί το κλειδί, αυτό το ζήτημα της γλώσσας έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία, τόσο γενικά για το ιστορικό πρόβλημα της "συνέχειας" όσο και ειδικά για το ζήτημα που εξετάζεται εδώ, για το ζήτημα δηλαδή της συνέχειας στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας είναι φαινόμενο εντελώς άλλης κατηγορίας και εντελώς άσχετο με το ζήτημα της συνέχειας του νεοελληνικού κόσμου με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, της πολιτιστικής ή της φυλετικής (όπως γνοιάζονται άλλοι) συνέχειας ανάμεσα στους δύο κόσμους» (σ. 71).


Ποιος, όμως, είναι αυτός ο «νεοελληνικός κόσμος» του Χατζή; Η πνευματική ζωή του Νέου Ελληνισμού αρχίζει, για το συγγραφέα, γύρω στο 1150 και εμφανίζεται ως διακοπή, αναίρεση, ακόμη και απάρνηση της λόγιας παράδοσης. Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, ο συγγραφέας διαπιστώνει μια παράλληλη συνύπαρξη του Βυζαντίου με το Νέο Ελληνισμό. Ο «αποφασιστικός» 18ος αιώνας θα οδηγήσει σε μια ανανεωτική δραστηριότητα τα νέα αστικά μορφώματα μέχρι την ακμή του Διαφωτισμού. Η ήττα, ωστόσο, του Διαφωτισμού, καθώς και η εθνική ανεπάρκεια των αστικών στοιχείων να εμβαθύνουν την ανανεωτική τους προσπάθεια, θα φέρουν στο προσκήνιο την πολιτική ηγεμονία του φαναριωτισμού επενδυμένη με τη «νεκρή μεσαιωνική ιδεολογία της λογίας παραδόσεως». Από εκεί και έπειτα, για τον Χατζή, οι εκδηλώσεις της νεοελληνικής ιδεολογίας και κοινωνίας θα ερμηνευθούν μέσα από τα κλασικά σχήματα ανάσχεσης, καθυστέρησης και απουσίας. Για να αναφερθώ σε τελείως διαφορετικά παραδείγματα αυτής της προβληματικής, σημειώνω πως, για το συγγραφέα, ο θρυμματισμός του έργου του Σολωμού παρακολουθεί την ήττα του Διαφωτισμού, ο Δημοτικισμός «έρχεται με καθυστέρηση ενός αιώνα» -αφού το θέμα της γλώσσας ανήκε στα ιστορικά καθήκοντα του Διαφωτισμού-, ο Παλαμάς ανήκει στην όψιμη, αλλά ατελέσφορη προσπάθεια αστικής αναγέννησης, ο Βάρναλης συνδυάζει τις «καλύτερες παραδόσεις του δημοτικισμού», μπολιασμένες με επαναστατικές τάσεις, και τέλος, η παρακμή της ελληνικής αστικής πεζογραφίας χρεώνεται στην «αντιλαϊκότητά» της.


Ανθρωπος του καιρού του, ο συγγραφέας μιλάει μέσα από τη γλώσσα της διανοητικής του συγκρότησης και της πολιτικής του στράτευσης. Εκείνο που διαφοροποιεί, εντέλει, το σχήμα του δεν είναι ούτε η περιοδολόγηση ούτε η ερμηνευτική αιτιολόγηση του ανολοκλήρωτου αστικού εκσυγχρονισμού. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, η αναγωγή των πρώτων φανερωμάτων του Νέου Ελληνισμού στο 12ο αιώνα ήταν μια παραδεδεγμένη αφετηρία. Αντίστοιχα, την ίδια αποδοχή μέσα στις μαρξιστογενείς θεωρήσεις είχε γνωρίσει και η «προδοσία» της αστικής τάξης στο παιχνίδι του ανολοκλήρωτου εκσυγχρονισμού. Εδώ ο Χατζής δεν πρωτοτυπεί · επαναλαμβάνει γνωστές θέσεις, ίσως και στερεότυπα, που επιβάλλει η διαφωτιστική, αριστερή, ακόμη και εθνοκεντρική σκοπιά του (βλ. όσα σημειώνει η Βενετία Αποστολίδου στην εισαγωγή της, ιδίως σελ. 21). Εκεί που πρωτοτυπεί είναι στην αλλαγή της οπτικής γωνίας και στην αντιμετώπιση της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. Για το συγγραφέα, η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι πλέον μια «πινακοθήκη καλλιτεχνών» και έργων που θα αποδεικνύει το πνευματικό έπος της φυλής, αλλά ένα δυναμικό σύστημα πολιτισμικών σχέσεων με αποχρώσεις και νεωτερικές επανασημασιολογήσεις του κοινωνικού κόσμου. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη δεκτικότητα του Χατζή στη «Νέα Ποίηση», ως μοντερνιστική έκφραση των «ανθρώπων του 20ού αιώνα», ως «επαναστατική φωνή ενός κόσμου που έρχεται να αντικαταστήσει τον αστικό» (σ. 319).



Μια φιλολογία με ιστορική προοπτική



Το ενδιαφέρον του Χατζή «για μια φιλολογία με ιστορική προοπτική», όπως σημειώνει η Βενετία Αποστολίδου στην κατατοπιστική εισαγωγή της, τον έκανε να αναζητήσει ένα άλλο είδος δοκιμιακής σύνθεσης της ιστορίας του «Νέου Ελληνισμού». Στη δοκιμιακή αυτή σύνθεση, η «εθνική λογοτεχνία» εκδιπλώνεται μπροστά μας ως «πρόβλημα» και όχι ως παγιωμένη βιολογική σχέση με τους προγόνους. Αντιστεκόμενος στην επιστήμη της «εθνικής ωφέλειας» αλλά και σε κάθε είδους κηρύγματα για την «επιστροφή στις ρίζες», ο Χατζής συνέλαβε ένα ιστοριογραφικό σχέδιο γύρω από την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που είχε στο κέντρο του τις ασυνέχειες, τις ρήξεις και τις διακοπές που επέτρεψαν την ανάδυση του προσώπου του «Νέου Ελληνισμού». Θα μπορούσε, μάλιστα, κανείς να πει πως αυτό το ιστοριογραφικό σχέδιο είναι προϊόν της ίδιας της εξορίας -μεταφορικά και κυριολεκτικά- του Δημήτρη Χατζή· της υποχρεωτικής πνευματικής απόστασης, που επιτρέπει στον εξόριστο να σκέφτεται την πατρίδα του χωρίς την πατριωτική ρητορεία, την επιστήμη χωρίς την εθνική της «ιδιαιτερότητα» και την τέχνη χωρίς τη δήθεν «ουδέτερη», αισθητικοποιημένη γνώση.


Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο, χρειάζεται σήμερα να ξαναδιαβάσουμε τον Δημήτρη Χατζή : η επικαιρότητά του αφορά τόσο τις Νεοελληνικές Σπουδές όσο και την ανάλυση της νεοελληνικής ιδεολογίας. Τα δεκαεννέα κείμενα της καλαίσθητης έκδοσης του «Ροδακιού» έρχονται και αυτά, με τη σειρά τους, να προστεθούν στις εκδοτικές πλαισιώσεις ενός έργου που παραμένει σε μια διαρκή αναγνωστική εκκρεμότητα. Εδώ και μερικά χρόνια, ωστόσο, οι εργασίες του Νίκου Γουλανδρή και της Βενετίας Αποστολίδου φιλοδοξούν να καλύψουν ένα σημαντικό μέρος αυτής της εκκρεμότητας, γεμίζοντας τα κενά της απουσίας. Μετά το βιβλίο της «Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή», (εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2003), η Αποστολίδου επιστρέφει στον Χατζή για να φωτίσει την παρέμβασή του στη νεοελληνική επιστήμη και κοινωνία μέσα από το δική του φωνή, το δικό του λόγο. Οι όποιες μεθοδολογικές ενστάσεις για τα κριτήρια συλλογής και ταξινόμησης των κειμένων του παρόντος τόμου -νομίζω πως η χρονολογική σειρά ίσως να αναδείκνυε καλύτερα την ιστορικότητα της σκέψης του Χατζή- αντισταθμίζονται με μια επιτυχημένη θεματολογική διάταξη, που δείχνει τους «κόμβους» γύρω από τους οποίους αρθρώνεται το ιστοριογραφικό επιχείρημα του Χατζή για το Νέο Ελληνισμό. Ο μη μυημένος αναγνώστης έχει, έτσι, τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα στενά όρια των προβλημάτων της φιλολογίας και να παρακολουθήσει το κεντρικό πρόβλημα που θέτει ο Χατζής: το πρόβλημα της εθνικής αυτογνωσίας.



ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/06/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!