Σα σπασμένα φτερά

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 20.00
12.00
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.40
+
151014
Συγγραφέας: Χατζητάτσης, Τάσος
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:208
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2003
ISBN:9789608132900
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


... και η χλόη πάλι χλωρή, σπασμός στη γυμνή πατούσα, χάδι που σε οδηγεί, αναδεύοντας φύλλα στη μεθυσμένη πεδιάδα. Ύστερα άρχιζε το χώμα να ανηφορίζει προς τους λόφους, να μαλακώνει. Μαζί ανέβαιναν και οι ελιές σπαρμένες από την πρώτη μέρα. Στις κορυφές το χώμα σκλήρυνε, πέτρωσε, άλως από καστανόχωμα, παιχνίδια στο διάσελο, ξεχασμένα από το καλοκαίρι. Και οι κοιλάδες να ανοίγονται, αποζητώντας τους ασπασμούς. Τα φιλιά μέχρι τα απόκρημνα βράχια. Παράλληλα να σκαρφαλώνουν και οι ελιές μέχρι το πηγάδι. Το φιλιατρό, φαρδύ χαμόγελο, ανασηκωμένο κεραμίδι, κόκκινος πηλός που φτιάχουν το αίμα, τα κόκκινα πτηνά και τις σφυρίχτρες που πετάνε. Πίσω ο όρθιος βράχος και οι χωμάτινες πτυχές, ευθυτενείς, να προστατεύουν από τον αέρα, σα βλέφαρα, τις μαύρες λίμνες.[...]





ΚΡΙΤΙΚΗ



Στη σοδειά του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους παρατηρείται, σε σχέση με πέρυσι, υποχώρηση του ιστορικού μυθιστορήματος και αντ' αυτού ανάδυση του μυθιστορήματος γενεαλογικού χαρακτήρα, που πλέκεται γύρω από μια οικογένεια, με χρονικό άνοιγμα τον περασμένο αιώνα. Παρόμοια μυθιστορήματα γράφονται, προπαντός, από μεσήλικους συγγραφείς νοσταλγικής προδιάθεσης και κριτικής τάσης, με τον φιλόδοξο στόχο να αναδειχθούν οι συλλογικές αντιθέσεις του παρελθόντος προς αποτύπωση της ελληνικής κοινωνίας και της πορείας της. Aπό αυτή την άποψη το πρώτο μυθιστόρημα του T. Xατζητάτση συγγενεύει με τα πρόσφατα της P. Γαλανάκη και της Π. Παμπούδη, όπως επικεντρώνεται ιδεολογικώς φορτισμένο στις κρίσιμες περιόδους της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Mε τη Xάρτινη ζωή της Παμπούδη, μάλιστα, προσομοιάζει και μορφικά, αφού πρόκειται για ένα ακόμη μυθιστόρημα συρραφής τεκμηρίων, με την ηρωίδα να επιφορτίζεται τάχατες τη συλλογή των ντοκουμέντων. Mόνο που ο Xατζητάτσης δηλώνει το πλαστό των τεκμηρίων, ενσωματώνοντας στα συρραπτόμενα στοιχεία και σημειώσεις για τον τρόπο της κατασκευής τους· την επιλογή της κατάλληλης γλώσσας, τα ιστορικά βοηθήματα, ως και τις παραλλαγές που υποτίθεται ότι απασχόλησαν τον συγγραφέα. Eπίσης παρατηρούμε ότι, ενώ η Γαλανάκη προτιμά για την αφηγηματική σκυταλοδρομία από γενιά σε γενιά τους άνδρες της οικογενείας, ο Xατζητάτσης, αντίστροφα, θέλγεται από τη μητριαρχική άλυσο. Eπιλογή που πιστεύουμε ότι στάθηκε καθοριστική για το μυθιστόρημα, μια και στον κόσμο των γυναικών ο έρωτας και οι ενδοοικογενειακές έριδες καταλαμβάνουν συνήθως σχετικά μεγάλο χώρο.



Οικιακές κρύπτες



Στα τέλη του 1990, όταν ανοίγει το μυθιστόρημα, η ερωτική ιστορία της ηρωίδας, μιας 22χρονης φοιτήτριας, με παντρεμένο καθηγητή της Παντείου, έχει ατυχή κατάληξη, όπως οι περισσότερες ιστορίες με παντρεμένους. Aπελπις επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, κλειδαμπαρώνεται στο πατρικό της και προς αντιπερισπασμό ανασκαλεύει οικιακές κρύπτες, ανασύροντας κάρτες και φωτογραφίες, ημερολόγια και επιστολές, αποκόμματα εφημερίδων, ως και επίσημα έγγραφα. Tελοσπάντων, όλα όσα οι θανόντες αφήνουν πίσω τους. Mε αυτά και τις αναμνήσεις της ζωντανεύει τα πρόσωπα του οικογενειακού περίγυρου, ακόμη και εκείνα που ποτέ δεν γνώρισε, συμπληρώνοντας αποσιωπημένες ιστορίες. Eτσι συντάσσεται το μυθιστόρημα της οικογενείας, εγκιβωτισμένο στο προσωπικό δράμα της ηρωίδας, που συνιστά το πλαίσιο. Mια οικογένεια που στοιχειώνεται από δύο φόνους της εποχής του Eμφυλίου. Συμμετρικώς, ο ένας παππούς της ηρωίδας πήγε από σφαίρα «ερυθρού αλήτου», το καλοκαίρι του 1947, ενώ ο έτερος, από την πλευρά της κοζανίτισσας μητέρας, έμεινε στη φυλακή επί 15ετία, 1947-1962, για τον φόνο «εθνικόφρονος διδασκαλίσσης» κατά την «EAMοκρατία», την άνοιξη του 1944. Δηλαδή, κατά τα ειωθότα, μέσω των δύο γονικών κλάδων, αποδίδεται, επί το παραστατικότερον, ο διχασμός που γνώρισε η χώρα στο μέσο του παρελθόντος αιώνος.

Σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς, ο Xατζητάτσης έχει αίσθηση της οικονομίας του λόγου. Πλάθει αφηγήσεις γυναικών, οι οποίες προωθούνται και συνδέονται με την παράθεση των ντοκουμέντων. Aφηγήσεις που αποτυπώνουν τη γλώσσα, τις νοοτροπίες και το κλίμα παλαιότερων εποχών. Προεξάρχει σε πειστικότητα και ενάργεια η διήγηση της θείας Aμαλίας, αδελφής «του ηρωικώς πεσόντος» παππού. Bασιλόφρων θυμάται τον «συμμοριτοπόλεμο» αλλά και τον μακεδόνα πρωθυπουργό της δεκαετίας του '50, ανατρέχοντας και στον Mεσοπόλεμο και στον αρραβωνιαστικό της που σκοτώθηκε κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία. Aν και κυρίως την απασχολούν η «βρομίτσα» η νύφη της και οι αταξίες της με τους Eγγλέζους, γι' αυτό και παρεμβαίνει η αφήγηση της εν λόγω νύφης, υποστηρίζοντας το δίκιο της. Mένει η Mικρασιατική Kαταστροφή, την οποία αναλαμβάνει να αφηγηθεί η σαλεμένη ψυχοκόρη της θείας Aμαλίας. Tέταρτη αφηγήτρια η μητέρα, περιπλανιέται στις συνέπειες του Eμφυλίου και στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας. Aν και από ένα σημείο και ύστερα η αφήγησή της περνά στο τρίτο πρόσωπο, καθώς παρεμβαίνει η ηρωίδα δίνοντας διαφορετικές εκδοχές στον θάνατό της. Aυτοκινητικό ατύχημα ή αυτοκτονία; - αφού και αυτή βιώνει έναν παράφορο έρωτα με έναν παντρεμένο. Ή τουλάχιστον έτσι φαντασιώνει η κόρη της. Οπότε ο συγγραφέας σπρώχνει περαιτέρω τη μορφική εκζήτηση, τυπώνοντας εν παραλλήλω και με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία την ιστορία της μητέρας και τις παρεμβολές της ηρωίδας. Tις ατμοσφαιρικές αφηγήσεις προδίδουν οι βεβιασμένες συνδέσεις τους. Πιθανώς και φοβούμενος ο συγγραφέας την ελλειπτικότητα των διηγήσεων, σωρεύει επεξηγήσεις πέραν του αναγκαίου. Σε έναν γάτο, που τελικά ήταν σκύλος, απευθύνεται η θεία Aμαλία. Tρόφιμοι γηροκομείων δύο άλλες αφηγήτριες και οι κουβέντες τους δήθεν μαγνητοφωνημένες ή και εκ των υστέρων καταγραμμένες.



Σεξουαλική δίψα



Tην αγριότητα του θανάτου, τις προδοσίες και τις ενοχές, που σκιάζουν ταραγμένους καιρούς, διασκεδάζει η σεξουαλική δίψα που δείχνουν οι ηρωίδες, αποκυήματα αντρικής φαντασίας. Eκείνος ο σαγηνευτικός υφέρπων ερωτισμός των διηγημάτων του Xατζητάτση στο μυθιστόρημα εκδηλώνεται με χυμώδεις περιγραφές και γλώσσα μετωνυμική και περιπαθή. Tέλος, μένει ζητούμενο αν η ερωτική εγκατάλειψη έχει ενίοτε τη σφοδρότητα εγκεφαλικού επεισοδίου. Πάντως από το εγκεφαλικό του πατέρα της και τη συνακόλουθη αφασία του η ηρωίδα εμπνέεται τη δική της αδυναμία λόγου, παραθέτοντας φράσεις, όπου οι λέξεις σώζουν μόνο τα σύμφωνα. Οταν αρχίζει να λησμονεί τον παντρεμένο εραστή, έρχεται και το όμικρον, το πιο ευκολοπρόφερτο φωνήεν που αντικαθιστά όλα τα άλλα. Mόνο με την εμφάνιση καινούργιου φίλου θα βρει και πάλι τη μιλιά της, οπότε και το υστερόγραφο του μυθιστορήματος απογειώνεται.

Mυθιστόρημα με εξαίρετες αφηγηματικές νησίδες αλλά πάσχουσα σε ορισμένα σημεία δομή. Στις αρετές του μυθιστορήματος, η διακωμώδηση χαρακτηριστικών τύπων της σοσιαλιστικής εποχής μας, με κορυφαίο την καρικατούρα του ερωτύλου και οπορτουνιστή καθηγητή.



MAPH ΘEOΔOΣOΠOYΛOY

ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-05-2003






ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο περασμένος πλέον εικοστός αιώνας, κυρίως στην εγχώρια εκδήλωσή του, φαίνεται ότι άφησε ανεπούλωτα ακόμα πολλά και ποικίλα τραύματα σ' ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που βίωσε ένα μεγάλο διάστημά του. Γι' αυτό ίσως, παρά την έως κορεσμού ιστοριογραφική και αφηγηματική του χρήση, το τέλος του προκάλεσε σε αρκετούς συγγραφείς την απόπειρα μιας κριτικής αποτίμησης και στοχασμού ή απλώς μιας περιγραφής της διαδρομής του. Ο Τάσος Χατζητάτσης, που γεννήθηκε το 1945 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει, στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Σα σπασμένα φτερά», ύστερα από δυο συλλογές πεζών κειμένων, με τον τίτλο «Σικελικοί εσπερινοί» (1997) η πρώτη και «Στην σφενδόνη» (2000) η δεύτερη, χρησιμοποιεί ως χρονικό και ιστορικό του πλαίσιο γεγονότα και περιόδους του προηγουμένου αιώνα και μάλιστα εκείνα του κυρίαρχου κανόνα ανάγνωσης και περιοδολόγησής του, το Μεσοπόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία, αλλά και τη Μεταπολίτευση και μέχρι τη δεκαετία του '90. Πώς όμως διαχειρίζεται το ιστορικό του πλαίσιο; Πώς εντάσσει σ' αυτό τη μυθοπλασία και τους ήρωες της και πώς συγκροτεί τελικά την αφήγησή του; Στα προηγούμενα κείμενά του, βασικός αφηγηματικός μηχανισμός είναι η μνήμη και η συνεχής πυροδότησή της. Με ευδιάκριτο πάντα το νήμα που συνδέει τις διηγήσεις του, τα πρόσωπα, η ιστορική συγκυρία, τα επεισόδια ανασύρονται και εκφέρονται σχεδόν καταιγιστικά, στροβιλίζονται και αναμειγνύονται, προσδίδοντας μια αμεσότητα και μια εκρηκτική ένταση στην αφήγηση. Στο «Σα σπασμένα φτερά» η μυθοπλαστική σύνθεση είναι ευρύτερη, εκτείνεται σε βάθος χρόνου, εκτυλίσσεται κυρίως στη Θεσσαλονίκη, εξακτινώνεται σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους, σε καταστάσεις και πρόσωπα, είναι δε αρκετά συνεκτική και καλά δομημένη. Το εύρος της οφείλεται στον ελλειπτικό και αποσπασματικό τρόπο εκφοράς της αφήγησης και τον εξαιρετικά συμπυκνωμένο και φορτισμένο λόγο της, που εμπεριέχει και υπονοεί πολύ περισσότερα απ' όσα περιγράφει, και όχι στην έκταση του κειμένου. Εκτός από το συγγραφέα δε, ενδοαφηγηματική οργανώτρια της μυθοπλασίας και της ανέλιξής της είναι μια ηρωίδα της, η φοιτήτρια Αμαλία Θωμά, η οποία σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής της, μετά το τέλος της αδιέξοδης ερωτικής σχέσης της με έναν καθηγητή της και την απόφασή της να αντιμετωπίσει κατάματα την απώλεια της μητέρας της, ανασυστήνει τη διαδρομή των νεκρών πλέον μελών της οικογένειάς της, για τους οποίους δηλώνει ευθύς εξαρχής: «Δεν με τρόμαζαν, ήταν οι δικοί μου, οι κατοικίδιοι νεκροί. Εγώ ήμουν όλοι. Σαν ένας άσπλαχνος θεός τούς έδινα τη φωνή τους, τους έπλεκα στις ιστορίες μου. Η ζωή τους χειροπιαστή, μέσα στα χέρια μου». Ανατρέχοντας στη γενεαλογία της, συναντά τη δεσποτική και υπερσυντηρητική θεία Αμαλία που ανάθρεψε τον πατέρα της, τον παππού Τζώρτζη, τη γιαγιά Μαρία, με την άστατη ερωτική ζωή, τον άλλο παππού, τον κομμουνιστή κρατούμενο, και την άλλη γιαγιά, που προσπαθεί με κάθε μέσο να κρατηθεί όρθια και να μεγαλώσει την κόρη της στην Κοζάνη. Φθάνει στον πατέρα της Κωνσταντίνο, που γνωρίζει τη μητέρα της Ελένη την περίοδο της δημοκρατικής άνοιξης των αρχών του '60, και στη δικτατορία φεύγουν στη Γερμανία, όπου λίγο μετά τη μεταπολίτευση πεθαίνει. Στέκεται ιδιαίτερα στη μητέρα της, η οποία, όταν επιστρέφουν από τη Γερμανία, αφοσιώνεται σ' αυτήν και όταν ξαναγνωρίζει τον έρωτα χάνεται σ' ένα τροχαίο δυστύχημα, μετά τη μάταιη αναμονή του εραστή της. Συναντά όμως και σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τις συνέπειες των οποίων υφίστανται τα πρόσωπα της οικογένειάς της. Η θεία Αμαλία χάνει τον αρραβωνιαστικό της στην εκστρατεία εναντίον των μπολσεβίκων το 1919, ο αξιωματικός Τζώρτζης σκοτώνεται σε μια συμπλοκή με «συμμορίτες» το 1947 στη Θεσσαλονίκη, ο άλλος παππούς, στην αντίπερα όχθη, αρνείται πεισματικά να υπογράψει δήλωση, ο Κωνσταντίνος συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια από τα όργανα της δικτατορίας, που είναι και η αιτία του θανάτου του αργότερα. Παράλληλα όμως με την εμπλοκή των οικείων της στην ιστορική δίνη, ανακαλύπτει αμφιβολίες και υποψίες για προδοσίες, ερωτικές, πολιτικές και συντροφικές, οι οποίες πλανώνται πλέον στην αφήγηση. Αυτήν τη διαδρομή ανατρέχει η Αμαλία Θωμά και προσπαθεί να ορίσει εκ νέου τη ζωή της κάτω από την ανάμνηση και το βάρος των χαμένων ζωών των άλλων. Χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό μια πολυφωνική και πολυεστιακή αφήγηση, με τα μέλη των τριών γενεών της οικογένειας να διηγούνται χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής τους, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, ή να εκφέρουν τη δική τους εκδοχή για διάφορα οικεία γεγονότα. Χαρακτηριστικοί είναι οι μονόλογοι της θείας Αμαλίας, τους οποίους απευθύνει στο σκύλο της, που ειρωνικά ονομάζει Βολταίρο, και περιγράφει απ' τη δική της, εθνικόφρονα, οπτική τα οικογενειακά αλλά και τα ιστορικά συμβάντα. Στη ροή τής αφήγησης διαπλέκονται αρμονικά επιστολές, αποσπάσματα ημερολογίου, αποκόμματα εφημερίδων, όπου όμως και πάλι τα πρόσωπα της οικογένειας είναι παρόντα. Ο Χατζητάτσης δεν πρωτοτυπεί στους αφηγηματικούς του τρόπους, αν και φλερτάρει διαρκώς και με μεταμοντέρνες τεχνικές, όπως, για παράδειγμα, με το συνεχή προβληματισμό της νεαρής Αμαλίας για την εν εξελίξει εξιστόρησή της ή την παράθεση διαφορετικών εκδοχών για το θάνατο της μητέρας της. Παρ' όλο δε που η Ιστορία είναι παρούσα και καθοριστική, ο συγγραφέας δεν προκρίνει τη συλλογική και την επική πρόσληψή της, αλλά την ατομική σχεδόν εγγραφή της ακόμα και στα σώματα των ηρώων της αφήγησης. Σ' αυτό το πλαίσιο, σκιαγραφεί με επιτυχία τους χαρακτήρες της μυθοπλασίας, οι οποίοι είναι πολυδιάστατοι και διαπερνώνται απ' τις ανθρώπινες αδυναμίες και αντιφάσεις και τα χαρακτηριστικά τής κάθε περιγραφόμενης περιόδου και αποτυπώνει τις μεταλλαγές τους στο πέρασμα των χρόνων, όπως της παρέας των αρχών του '60 στη διαδρομή της μέχρι τους τωρινούς κυνικούς χρόνους. Η γλωσσική ομοιομορφία των επιμέρους αφηγήσεων αντανακλά τη σύνθεση και τον έλεγχο της «οικογενειακής βιογραφίας» απ' τη νεαρή Αμαλία και αποδίδει τις πολλαπλές διακυμάνσεις των ηρώων και των γεγονότων. Ο Χατζητάτσης με το σύνολο των εκφραστικών του μέσων δημιούργησε μια άκρως ικανοποιητική και ισορροπημένη μυθοπλαστική κατασκευή, οι αρμοί της οποίας ξεχειλίζουν από πλούσιες συγκινήσεις και συναισθήματα κάθε είδους, σεβασμό και αμηχανία για το οικογενειακό και ιστορικό φορτίο, αγωνία για το άδηλο μέλλον και κυρίως μια αίσθηση πίκρας για το προσωπικό και συλλογικό, ανεκπλήρωτο και ανεύρετο, νόημα της ζωής και το χαμένο στοίχημα μιας γενιάς.



ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/07/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!