0
Your Καλαθι
Στη σφενδόνη
Έντεκα πεζά 1996-1999
Περιγραφή
Κι αν σου τα λέω όλα αυτά δεν είναι για το σκοινί που κρέμεται, γυμνό, από το ταβάνι, για τη λήθη είναι, φίδι νηστικό, απλώνεται, κουλουριάζεται κάτω από τις γραμμές που γράφω. Μίλα μου πάλι γι' αγάπη.
Δάνειος ο τίτλος από το ΙΣτ/ κομμάτι του 24μερούς σεφερικού «Μυθιστορήματος». Ο Τ. Χατζητάτσης αποσπά τους δύο πρώτους στίχους και τους σημειώνει στο αφτί του οπισθοφύλλου: «Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη, /πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες σειρές...». Λίγο πιο κάτω, παραπλανητικά, θα λέγαμε, θυμίζει τις δύο έννοιες της λέξης σφενδόνη: εκηβόλο όπλο ή το πέταλο του σταδίου. Ωστόσο και σε αυτό και στο προηγούμενο βιβλίο του φαίνεται να μένει προσκολλημένος στην εικόνα του σταδίου και στον άνθρωπο που, ως άλλος Ορέστης, κουβαλά το αίσθημα της ενοχής του, καταδικασμένος σε κυκλοτερή κίνηση. Ήδη από τα πρώτα πεζά, όταν ο συγγραφέας στρέφεται προς την ιστορία του τόπου, βλέπει «τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα». Η αναφορά του Τ. Χατζητάτση στον ποιητή δεν είναι ούτε επετειακή ούτε τυχαία. Με τον τίτλο του βιβλίου αλλά και το πρώτο διήγημα «Τα αδέλφια» φαίνεται να συνομιλεί μαζί του. Στο εν λόγω διήγημα, με ειρωνεία σχεδόν μελαγχολική, κάνει λόγο για την τουριστική ανάπτυξη ενός χωριού υποβάλλοντας δολίως την ιδέα της εκπόρνευσης γυναικείου κόρφου. Στη συνέχεια όμως διηγείται την ιστορία ενός παλαιού εθίμου, οπότε και δείχνει να παρακολουθεί τις «Γάτες τ' Αϊ-Νικόλα» του Σεφέρη. Μόνο που, αντί για τον Κάβο-Γάτα, όλα συμβαίνουν στην «ονομαστή» Μακρύαμμο και, αντί για μοναστηρίσιες γάτες, είναι οι χωρικοί που δίνουν τη μάχη με τα φίδια. Όχεντρες, με θανατηφόρο φαρμάκι. Σαν να διαβάζεις το χρονικό ενός άλλου Λεόντιου Μαχαιρά. Τελικά η σύντομη ιστορία προβάλλει μάλλον ως αλληγορία, ανοιχτή σε ερμηνείες, όπως και το σεφερικό ποίημα. Ωστόσο ο Τ. Χατζητάτσης συνηθίζει να προσθέτει μια τελευταία φράση, σαν επωδό, κάποτε και μέσα σε παρένθεση, θέλοντας να καταστήσει σαφέστερο το μήνυμα: «Σαν όχεντρες και μεις αδέλφια... Ποια είναι τα αδέλφια;». Και αυτός όμως ο υπαινιγμός μεταβάλλει σημασία, ανάλογα με τους καιρούς, αδελφοκτόνους ή φαινομενικά ειρηνικούς, όπως οι σημερινοί.
Από την πρώτη ενδεκάδα πεζών του Τ. Χατζητάτση Εντεκα σικελικοί εσπερινοί, του 1997, οι περισσότεροι βιβλιοπαρουσιαστές εισέπραξαν τη βία παλαιότερων χρόνων, παντρεμένη ωστόσο με μια διάθεση που γέρνει προς το νοσταλγικό. Στη δεύτερη ενδεκάδα η βία σαν να στομώνει ενώ η νοσταλγία ακονίζεται σε διαφορετικούς τρόπους. Τα πρόσφατα πεζά δεν παίζουν πια με τα σημεία στίξεως, προσεγγίζοντας περισσότερο το στέρεο περίγραμμα ενός διηγήματος. Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τους μορφικούς πειραματισμούς. Αν και η γραφή δείχνει και πάλι συνειρμική στη δόμησή της, με πρώτη αρετή εκείνες τις παρ' ελπίδα παρομοιώσεις που έχουν μια σχεδόν ποιητική ελαφράδα.
Τέσσερα διηγήματα ξετυλίγονται ως ενιαίες αφηγήσεις ενώ τα υπόλοιπα παρουσιάζονται πολυμερή, τεμαχισμένα σε τρεις ή και περισσότερες φέτες, με υπόγειους δεσμούς αναμεταξύ τους. Τεχνική που φθάνει και σε θαυμάσια αποτελέσματα, όπως στο τριμερές διήγημα «Οι λάκκοι». Ένα υποβλητικό πρώτο κομμάτι για τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν προς εξαγνισμό οι χριστιανοί ασκητές. Αλλοι ισόβιοι στυλίτες και άλλοι ολόγυμνοι, σε χωμάτινους λάκκους, γλείφοντας την υγρασία και τρώγοντας τις σάρκες τους. Στο δεύτερο μέρος αναφέρονται βραχύλογα και κοφτά βιασμοί, βασανιστήρια και σκοτωμοί από τα χρόνια του Εμφυλίου. Σκόρπια τραγικά περιστατικά που μέσα από την προοπτική του πρώτου μέρους αποκτούν και αυτά μυθική διάσταση. Το τρίτο και εκτενέστερο τμήμα του διηγήματος εμπλέκει την ιστορία ενός παλαιού κομμουνιστή, από αυτούς που πέρασαν οικογενειακώς τα πάνδεινα. Γέρος πια, μένει να σπαράζει ακόμη για εκδίκηση, όπου η μνήμη φαντάζει σαν ένας λάκκος απείρως αγριότερος του χωμάτινου των ασκητών.
Σε μια προσπάθεια εντοπισμού του ελκτικού πυρήνα που φαίνεται να διαθέτουν αυτά τα πεζά καταλήξαμε στον τρόπο που διαπλέκονται οι χρόνοι της αφήγησης. Ένα επαναλαμβανόμενο παρόν που ξαφνικά γίνεται παρελθόν. Σαν ο αφηγητής να βρίσκεται σε κάποιον μελλοντικό χρόνο, από όπου ό,τι συμβαίνει μοιάζει ήδη συντελεσμένο και κλειστό.
Τα διηγήματα διαγράφουν δύο κύκλους. Σε έναν πρώτο κυριαρχεί ο τόπος, μετέωρος μεταξύ μύθου και ιστορίας: «Τα αδέλφια», «Οι λάκκοι», το «Ηρώ και Λέανδρος», με το μυθικό κανάλι μεταξύ Αβύδου και Σηστού που ο λόρδος Μπάιρον φιλοδόξησε να διασχίσει κολυμπώντας ως άλλος Λέανδρος, και το «Επί τη νήσω». Σε αυτό το τελευταίο ο προνομιούχος τόπος είναι η πυρίκαυστη ζώνη της πόλης της Θεσσαλονίκης. Ιστορίες για λατίνους και τούρκους κατακτητές ανακατώνονται με μυθικές διηγήσεις για τον πολιούχο άγιο της πόλης φτιάχνοντας ένα πλέγμα που θυμίζει συναρπαστικές σελίδες από το «Μητέρα Θεσσαλονίκη» του Ν. Γ. Πεντζίκη.
Ένας δεύτερος κύκλος διηγημάτων στήνεται με μνήμες από τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Δεν ειρωνεύεται ο συγγραφέας, μάλλον λυπάται για τη μεταστροφή των ανθρώπων. Όπως λ.χ. για εκείνη τη φοιτήτρια «του Πουπουσουπού» που εξελίχθηκε σε εύπορη σύζυγο. Κάτοικος νεόδμητου θεσσαλονικιώτικου προαστίου, αποκτά μισοτιμής χορτοτάπητα χάρη στους αλβανούς εργάτες· τα αλλοτινά ιδεολογικά αδέλφια. Αν ορισμένα διηγήματα, κατά τη γνώμη μας, υπολείπονται, αυτό οφείλεται στην πυκνή αφήγηση, ιδίως όταν συνδυάζεται με μια ταλάντευση μεταξύ πραγματικότητας και αλληγορίας, όπως γίνεται στο «Έλληνες τουρίστες». Ωστόσο κάποτε η ελλειπτικότητα επιβάλλεται. Στον «Κύκλο της Αννελόρε» ένας εγκαταλελειμμένος σύζυγος γύρω στα 50, για χρόνια μετανάστης στη Γερμανία, διεκτραγωδεί στον παπαγάλο του όσα συνέβησαν το '68 με τη διάσπαση του Κόμματος. Μόνο επιγραμματικά και με παραλείψεις σκιαγραφούνται εκείνα τα μαχαιρώματα αναμεταξύ αδελφών ώστε να μην εκπέσουν στη γραφικότητα.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε μία αναφορά στον έρποντα ερωτισμό αυτών των πεζών. Μία εικόνα, κάποια σπαρταριστή μεταφορά της γλώσσας ή και μόλις μία λέξη αρκούν για να φωτίσουν λοξά και απρόσμενα ολόκληρο το διήγημα. Υπάρχουν όμως και πεζά αμιγώς ερωτικά, όπως «Τα βαποράκια», ένα από τα πλέον αισθησιακά διηγήματα που διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-03-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις