Η άνοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία 1954-1956

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 16.62
11.63
Τιμή Πρωτοπορίας
+
119666
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:344
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2001
ISBN:9789603789697
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Το βιβλίο αυτό, βασισμένο σε εκτενή έρευνα σε προσωπικά αρχεία Ελλήνων πολιτικών, στον Τύπο της εποχής, αλλά και στα βρετανικά και αμερικανικά κρατικά αρχεία, επισημαίνει ότι η άνοδος του Κ. Καραμανλή στην εξουσία, τον Οκτώβριο του 1955, δεν ήταν ένα μεμονωμένο πολιτικό γεγονός. Υπήρξε η κορύφωση και η επίλυση μιας ευρύτερης πολιτικής κρίσης, η οποία σηματοδότησε τη μετάβαση της χώρας από την πρώτη στη δεύτερη μεταπολεμική/μεταμφυλιακή εποχή. Η πολύπλευρη αυτή διεργασία σχετιζόταν με τη διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής και τη μετεξέλιξη των πολιτικών δυνάμεων, με την πορεία της οικονομίας, με τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της κοινής γνώμης. Επιπλέον, μετά την αποχώρηση κυριαρχικών προσωπικοτήτων της πρώτης μεταπολεμικής εποχής, όπως του στρατηγού Πλαστήρα και του στρατάρχη Παπάγου, η άνοδος του Καραμανλή στην εξουσία επέφερε και την ανάδειξη μιας νέας γενιάς πολιτικών, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του, έμελλαν να κυριαρχήσουν στον πολιτικό βίο για δεκαετίες.






ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ



Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στις 5 Οκτωβρίου 1955, σε μια κρίσιμη καμπή των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων, υπήρξε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.


Σηματοδότησε την άνοδο στην εξουσία ενός πολιτικού νέου -48 ετών- που έμελλε, επικεφαλής ενός νέου επιτελείου, να πρωταγωνιστήσει στο δημόσιο βίο για δεκαετίες. Επιπλέον, αποτέλεσε και την αφορμή για τη διατύπωση απόψεων που δεν είναι πάντα απαλλαγμένες από συναισθηματική φόρτιση -θετική ή αρνητική- ή διάθεση υπερβολής, στοιχεία που, σε τελική ανάλυση, τείνουν να αποκόψουν το γεγονός από το ιστορικό του πλαίσιο.


Η μελέτη αυτή θα επιχειρήσει την ανάλυση της διαδικασίας που κατέληξε στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μακεδόνα πολιτικό, θα υποστηριχθεί ότι τα γεγονότα της 4ης, 5ης και 6ης Οκτωβρίου 1955 δεν αποτελούν μια αυτόνομη πολιτική διεργασία που γεννήθηκε, εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε στις αρχές του φθινοπώρου 1955, αλλά υπήρξαν η κορύφωση μίας ευρύτερης πολιτικής κρίσης που ταλάνιζε τη χώρα από μήνες.


Η ουσιαστική αρχή αυτής της κρίσης πρέπει να εντοπισθεί στις αλλαγές που άρχισαν να επέρχονται στο πολιτικό σκηνικό από το φθινόπωρο του 1954 και, σε ένα δεύτερο στάδιο ακόμη πιο έντονα, από τη στιγμή που ασθένησε ο πρωθυπουργός, στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος -εξέλιξη που, σταδιακά, έκανε αναγκαία την αναζήτηση νέου πρωθυπουργού, ίσως και νέου κυβερνητικού σχήματος. Η αναζήτηση αυτή έλαβε, λόγω των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, αλλά και της πορείας του Κυπριακού, διαστάσεις μείζονος πολιτικής αναταραχής, η οποία έληξε μόλις τον Φεβρουάριο του 1956, με την πρώτη εκλογική νίκη του Κ. Καραμανλή, που τον σταθεροποίησε στην εξουσία.


Η άνοδος του Καραμανλή στην εξουσία ήταν βέβαια το πιο εντυπωσιακό γεγονός, και η απαρχή της εκτόνωσης της κρίσης αυτής, αλλά αποτελεί οργανικό της τμήμα και είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζεται στο ευρύτερο πλαίσιο της.


Τι, πράγματι, σηματοδοτούσε η ασθένεια του πρωθυπουργού και αρχηγού του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού, στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου; Πώς αντέδρασαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τι διεργασίες έγιναν στους κόλπους της κατά την περίοδο αυτή; Γιατί η επίλυση της κρίσης δεν μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία; Πώς εμφανίσθηκε στις τάξεις του Συναγερμού το πολιτικό αδιέξοδο που οδήγησε το βασιλιά Παύλο να αναζητήσει μια «τρίτη λύση»; Γιατί αυτή η «τρίτη λύση» δεν μπορούσε παρά να είναι ο Καραμανλής; Και τέλος, ποια ήταν, στο μέτρο που μπορεί να διαγνωσθεί με ακρίβεια, η στάση ξένων δυνάμεων -των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας- σχετικά με την οποία συντηρείται εδώ και καιρό μία εκτεταμένη φιλολογία;




ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ



Είναι γνωστές οι δυσκολίες που παρουσιάζει η ανεύρεση πηγών (και ιδιαίτερα πρωτογενών) σε μία μελέτη για τη μεταπολεμική ελληνική ιστορία, καθώς δεν έχει ακόμη καταστεί διαθέσιμο το κρατικό αρχειακό υλικό της περιόδου.


Η κατάσταση αυτή ωθεί συχνά τους ερευνητές σε μία αθέλητη, αλλά αναγκαστικά μονόπλευρη, στήριξη σε ξένα αρχεία, κυρίως των ΗΠΑ και της Βρετανίας.


Η έλλειψη ελληνικού κρατικού αρχειακού υλικού αποτελεί σημαντική τροχοπέδη στην έρευνα και εξαγωγή συμπερασμάτων για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας και σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για την καθυστέρηση που έχει συνακόλουθα σημειωθεί στην Ελλάδα στην ανάπτυξη του τομέα αυτού της ιστορικής επιστήμης.


Πάντως, οι δυνατότητες για έρευνα έχουν σημαντικά αυξηθεί χάρη στη διαφύλαξη ιδιωτικού αρχειακού υλικού και ιδίως μετά τη δημοσίευση του δωδεκάτομου έργου "Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα". Στο έργο αυτό, εκτός από επισημάνσεις που έγιναν στον Τύπο ή τη Βουλή και που αφορούν το συγκεκριμένο πρόσωπο, εκτός από έγγραφα του προσωπικού αρχείου του Καραμανλή, εντάχθηκαν και οι σημειώσεις που κράτησε ο Μακεδόνας πολιτικός κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, το 1963-1974 σημειώσεις που, αν και γράφηκαν με κάποια χρονική απόσταση από τα γεγονότα, έχουν μεγάλη αξία, καθώς αποτυπώνουν σκέψεις και αναμνήσεις του σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενώ αναφέρονται σε γεγονότα, συναντήσεις και ζυμώσεις που είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να εντοπισθούν ακόμη και στο κρατικό αρχειακό υλικό.


Για τη συγγραφή της παρούσας μελέτης χρησιμοποιήθηκαν, ακόμη, τα προσωπικά αρχεία άλλων προσωπικοτήτων της συντηρητικής παράταξης, συνεργατών ή αντιπάλων του Καραμανλή.


Το Αρχείο Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου -υφυπουργού στο Υπουργείο του Καραμανλή και στενού συνεργάτη του έκτοτε- περιέχει εκτενείς αναφορές στην υπόθεση Βουλπιώτη, που θα οδηγήσει, τον Ιούλιο 1955, τον Μακεδόνα πολιτικό στην υποβολή της παραίτησης του από την κυβέρνηση.


Το Αρχείο Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, προσφέρει υλικό από τη σκοπιά ενός ιστορικού ηγέτη της συντηρητικής παράταξης.


Η Συλλογή Ιστορικών Κειμηλίων Αναστασίου Κανελλόπουλου, τέλος, περιλαμβάνει εκτενή συλλογή δημοσιευμάτων του Τύπου για την πολιτική δραστηριότητα όχι μόνον του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, εκ των θεωρούμενων ως βασικών διεκδικητών της πρωθυπουργίας, αλλά και του ίδιου του Καραμανλή.


Και άλλοι όμως πολιτικοί παράγοντες της εποχής κατέθεσαν εξαιρετικά σημαντικές μαρτυρίες. Αυτοί ήταν συνεργάτες του Καραμανλή (όπως οι Κ. Τσάτσος και Γ. Ράλλης), είτε αντίπαλοι του (οι Στ. Στεφανόπουλος, Γ. Μαύρος, Σπ. Μαρκεζίνης).


Σε μία ενδιάμεση, ιδιάζουσα, κατηγορία πρέπει να ενταχθούν ο Π. Κανελλόπουλος, ο οποίος υπερκεράσθηκε σε ένα πρώτο στάδιο από τον Καραμανλή, αλλά αργότερα συνεργάσθηκε στενά μαζί του και τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της ΕΡΕ το 1963, και ο Σπ. Θεοτόκης, του οποίου η πορεία ήταν αντίστροφη: συνεργάσθηκε αρχικά με τον Μακεδόνα πολιτικό και μάλιστα το 1955-56 ως υπουργός Εξωτερικών, αλλά συγκρούσθηκε μαζί του μετά το 1974 για το Πολιτειακό, και ίδρυσε δικό του κόμμα, το οποίο απέσπασε από τον Καραμανλή ένα αξιόλογο ποσοστό στις εκλογές του 1977.


Ασφαλώς, ιδιαίτερα σημαντική είναι η μαρτυρία του Κ. Μητσοτάκη, ανερχόμενου τότε στελέχους του κεντρώου πολιτικού χώρου, μαρτυρία που εντάχθηκε στον πρώτο τόμο της βιογραφίας του.


Τέλος, η άποψη του Στέμματος μπορεί, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, να ερευνηθεί με βάση τις συζητήσεις του βασιλιά Παύλου με ξένους διπλωμάτες, που υπάρχουν στα βρετανικά και αμερικανικά αρχεία, ενώ σημαντικά στοιχεία εμπεριέχονται στις δύο δημοσιευμένες επιστολές της βασίλισσας Φρειδερίκης προς τον Αμερικανό πρώην υπουργό Εξωτερικών, George Marshall.


Επιπρόσθετα, αναζητήθηκε υλικό και από άλλες πηγές: τον Τύπο και τα πρακτικά του Κοινοβουλίου. Το υλικό αυτό δεν είναι αρχειακού χαρακτήρα, είναι όμως πρωτογενές και η σημασία του είναι αυτονόητη.


Ειδικότερα για τον Τύπο, πρέπει να σημειωθεί ότι η χρησιμοποίηση ορισμένων εφημερίδων για τις ανάγκες της έρευνας δεν συνεπάγεται κάποια αξιολογικού χαρακτήρα προτίμηση έναντι άλλων, κρίθηκε όμως ότι τα συγκεκριμένα έντυπα παρουσίαζαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα πλαίσια του εξεταζόμενου θέματος.


Έτσι, η "Καθημερινή" είναι σημαντική ως ιδεολογικός εκφραστής μίας συγκεκριμένης τάσης της συντηρητικής παράταξης -σχηματικά, της μεταρρυθμιστικής τάσης- αλλά και ως έντυπο φιλικό προς την πλευρά Κανελλόπουλου κατά τον αγώνα διαδοχής του Παπάγου.


Η "Βραδυνή", σταθερός υποστηρικτής της συντηρητικής παράταξης, αποτέλεσε δημοσιογραφικό παράγοντα φιλικό προς τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τον άλλο διεκδικητή της πρωθυπουργίας, ο οποίος συχνά εξέφρασε μέσω αυτής σημαντικές θέσεις του για τη δημόσια ζωή της χώρας.


Το "Βήμα", από τις σημαντικότερες εφημερίδες του «παλαιοβενιζελικού» χώρου, υπήρξε υποστηρικτής του Παπάγου, εκφράζοντας τη «φιλελεύθερη συνιστώσα» του Συναγερμού.


Η "Ελευθερία" υπήρξε το σημαντικότερο έντυπο της αντιπολίτευσης και από τις στήλες της προβλήθηκαν δημόσια σημαντικές πτυχές, ή εκδοχές, του αγώνα διαδοχής, αργότερα, με αφορμή τη συμπλήρωση έτους από την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, θα δημοσιεύσει τα πορίσματα σχετικής δημοσιογραφικής έρευνας, η οποία, αν και όχι ακριβής σε όλα τα σημεία της, δεν παύει να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.


Ο "Οικονομικός Ταχυδρόμος", έντυπο εβδομαδιαίο, δεν προσέφερε λεπτομερή ειδησεογραφική κάλυψη των εξελίξεων, αλλά αντικατόπτρισε τη στάση οικονομικών αναλυτών, όχι θετικών προς τις κυβερνητικές επιλογές, σε μία εποχή κατά την οποία, όπως θα υποστηριχθεί παρακάτω, η πορεία της οικονομίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.


Τέλος, η "Εστία", το κατεξοχήν παλαιό αθηναϊκό έντυπο, αποτελεί μία κατηγορία από μόνη της. Υπό τη διεύθυνση του Κύρου Κύρου, κυπριακής καταγωγής, αδελφού του διπλωμάτη Αλέξη Κύρου (ο οποίος θα πείσει το 1953-54 τον Παπάγο για τη σκοπιμότητα μίας ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ για το Κυπριακό), παρουσίασε μία εμμονή, που έφθανε στα όρια της μονομανίας, για την πορεία του εθνικού θέματος. Αταλάντευτα απέρριπτε οποιαδήποτε ιδέα για συμβιβαστική -έστω και θετική για την ελληνική πλευρά- λύση του Κυπριακού, χαρακτηρίζοντας συχνά ως προδότες ή «ξενόδουλους» όσους διαφωνούσαν με τη γραμμή της, ενώ διέβλεπε πίσω από κάθε εξέλιξη την αμαρτωλή παρέμβαση της «Ιντέλλιτζεντ Σέρβις».


Η "Εστία" εκπροσωπούσε την τάση που πρέσβευε τον «υπέρ πάντων» (ή υπέρ «τελικής πτώσεως») αγώνα για την Κύπρο. Ωστόσο, και πέραν του Κυπριακού, η Εστία ήταν ένα έντυπο για το οποίο ο χαρακτηρισμός «εντυπωσιακό» δεν θα ήταν αρκετός. Τα σημαντικά -συχνά οδυνηρά σκωπτικά- σχόλια της, καθιστούν την εφημερίδα πηγή μεγάλη σημασίας για την πολιτική ιστορία της εποχής. Ενδεικτικά, ας αναφερθεί και μία άποψη από τη βρετανική πλευρά για το έντυπο και τον εκδότη του: τον Ιούνιο του 1955, ο σύμβουλος της Πρεσβείας, Anthony Lambert, χαρακτήριζε την Εστία ως «παλαιό εχθρό» και «μη υποκείμενη σε καταστολή», ενώ σχετικά με τον Κ. Κύρου ανέφερε ότι ήταν απόλυτα αδιάφθορος και ότι «την αγνότητα του ήθους του φθάνει μόνο το φαρμάκι της πένας του» Lambert προς Young, 23 Ιουνίου 1955, ΡΟ 371/117639/515).


Εκτός τούτων, όμως, η εφημερίδα παρουσιάζει ενδιαφέρον και ως υποστηρικτής του Σπύρου Μαρκεζίνη, παλαιού επιτελή του Παπάγου και ηγέτη, από το 1955, του Κόμματος των Προοδευτικών.


Παρενθετικά, μπορεί στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι μεγάλο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε ως προς την ειδησεογραφία της εποχής και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η μελέτη των κινηματογραφικών επικαίρων.


Έχει παρατηρηθεί σε ανάλογες μελέτες στο εξωτερικό, ότι πολύ μεγαλύτερος αριθμός πολιτών πήγαινε την εποχή αυτή στον κινηματογράφο, από αυτούς που αγόραζαν εφημερίδα ? άρα η επιρροή των επικαίρων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ήταν τουλάχιστον συγκρίσιμη, αν όχι αισθητά μεγαλύτερη, από αυτήν των εφημερίδων. Στο πεδίο αυτό, όμως, θα πρέπει να περιμένουμε για την εκπόνηση των ανάλογων ειδικών μελετών και στην Ελλάδα.


Εκτός από τις πρωτογενείς πηγές, ο ερευνητής μπορεί να στραφεί στις μελέτες άλλων συγγραφέων. Η βιβλιογραφία αυτή δεν είναι βέβαια αρκετά εκτεταμένη, παρήγορη όμως είναι η διαπίστωση ότι υπάρχει πλέον η τάση να εμπλουτισθεί με νέα έργα. Οπωσδήποτε, περιλαμβάνει σημαντικές μελέτες για τις πολιτικές δυνάμεις και τις εκλογές της περιόδου, τη στάση των πολιτικών αυτών δυνάμεων ως προς το ΝΑΤΟ, το θεσμικό πλαίσιο της μετεμφυλιακής Ελλάδας, το Κυπριακό.


Επίσης, πρέπει να τονισθεί η ύπαρξη μίας πολύ ενδιαφέρουσας βιογραφίας του Σοφοκλή Βενιζέλου, καθώς και το μνημειώδες πόνημα του Σπ. Λιναρδάτου, που στηρίχθηκε σε εκτεταμένη έρευνα στον Τύπο και τα πρακτικά της Βουλής, και που αποτελεί πάντοτε, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την έκδοση του, ένα βασικό έργο αναφοράς.


Η παράθεση αυτή δεν είναι εξαντλητική, καθώς υπάρχουν και άλλα σημαντικά έργα για την περίοδο, γεγονός που αποκαλύπτει μία τάση που θα πρέπει να ενθαρρυνθεί. Πράγματι, η συγγραφή της ιστορίας και η κατανόηση του παρελθόντος δεν μπορεί να επέλθει «στιγμιαία»: είναι μία διαδικασία δυναμική, που απαιτεί διαρκή διάλογο μεταξύ των ερευνητών -άρα συνεχή, υπεύθυνη και συστηματική έρευνα, έλεγχο των συμπερασμάτων και παρουσίαση νέων απόψεων.


Ο γράφων βασίσθηκε σε τεράστιο βαθμό στα πορίσματα και τις απόψεις των υπαρχόντων έργων, αποσκοπώντας η παρούσα μελέτη να αποτελέσει τμήμα αυτής της εξελισσόμενης βιβλιογραφίας.


Αναπόφευκτα, έγινε επίσης χρήση των αρχείων των ΗΠΑ και της Βρετανίας, δύο κρατών που παρακολουθούσαν στενά τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και των οποίων ο ρόλος έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρύτατου προβληματισμού.


Πάντως, σε ένα βιβλίο που μελετά τη διαμόρφωση του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, το «έγγραφο» (και ιδιαίτερα το ξένο έγγραφο) δεν μπορεί να διεκδικήσει τον κεντρικό και πολλές φορές κυριαρχικό ρόλο που (συχνά κατά τρόπο ατυχή) του αποδίδεται σε μελέτες για τις διεθνείς σχέσεις ή την οικονομική πολιτική μίας χώρας: οι διεργασίες της πολιτικής σκηνής λαμβάνουν χώρα μεταξύ ατόμων γνωστών μεταξύ τους, που επικοινωνούν προσωπικά και σπάνια ανταλλάσσουν επιστολές, επιπλέον, οι διεργασίες αυτές δεν εμπλέκονται στη δραστηριότητα οργανωμένων γραφειοκρατιών (όπως, λόγου χάριν, του Υπουργείου Εξωτερικών), που συνηθίζουν να καταγράφουν λεπτομερώς γεγονότα και θέσεις.


Αλλά για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι αναφορές άλλων, έστω ξένων, οργανωμένων γραφειοκρατιών, όπως της αμερικανικής ή της βρετανικής διπλωματικής υπηρεσίας, μπορούν να χρησιμεύσουν -επικουρικά πάντοτε- στην ιστορική έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα των ξένων αρχείων φωτίζει τη στάση των κυβερνήσεων αυτών προς το συγκεκριμένο πολιτικό γεγονός, στοιχείο που από μόνο του είναι ικανό να προσελκύσει το ενδιαφέρον. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι διττό: ερευνάται και αναλύεται αφενός η πολιτική κρίση, τμήμα της οποίας αποτέλεσε η άνοδος στην εξουσία του Καραμανλή, αφετέρου -και δευτερευόντως- εξετάζεται και η στάση των δύο δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Βρετανίας, απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!