0
Your Καλαθι
Πορφυρό και μαύρο νήμα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά, Πορφυρό και μαύρο νήμα, ο αφηγητής της ιστορίας, ο Βασίλης, περιγράφει τις περιπέτειες που έζησε στην παιδική του ηλικία, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής σ’ ένα μικρό ξερονήσι του Σαρωνικού: το ζόφο και την πείνα εκείνης της εποχής, δίπλα σε μια μακρινή συγγενή και μοναδικό του προστάτη, τη γριά θεία Μάρθα, που αναδεικνύεται εδώ σε οικουμενικό σύμβολο εγκαρτέρησης. Η θεία Μάρθα μυεί στη ζωή τον Βασίλη μέσα από τη λαϊκή αφήγηση των ιστοριών του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα και άλλων βυζαντινών ηρώων, επιδιώκοντας συγχρόνως να ξορκίσει τα βάσανά τους. Με σπάνια ευρηματικότητα, καταφέρνει και τον κάνει ουσιαστικό μέτοχο της ιστορίας που αφηγείται.
Δυο παράλληλες ιστορίες που συμπλέκονται και συμπληρώνουν η μια την άλλη μέσα από τη διαρκή τους δράση. Μια κατάφαση στη ζωή που αναζητεί τη σωτηρία της στη δημιουργική φαντασία και στο μύθο.
(Από τον εκδότη)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το καινούριο μυθιστόρημα του Στρατή Χαβιαρά αποτελεί εκ πρώτης όψεως την εξιστόρηση των περιπετειών ενός εντεκάχρονου παιδιού σ' ένα ερημονήσι του Σαρωνικού, κοντά στη Σαλαμίνα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Στερημένο από τους γονείς του, το παιδί μεγαλώνει με τη γριά θεία Μάρθα, που χωρίς να είναι υπό τη στενή έννοια συγγενής του, το φροντίζει και το περιποιείται σαν γιο της. Ο αφηγητής των περιπετειών βρίσκεται στο παρόν, σε μιαν εποχή η οποία τον έχει αποκόψει οριστικά από τον χρόνο της παιδικής του ηλικίας και τον έχει κάνει σχεδόν να ξεχάσει ποιος ήταν, πώς ένιωθε, αλλά και με ποιον τρόπο αντιδρούσε ή πορευόταν τότε. Στο νησί υπάρχουν κάποιοι Γερμανοί, πολύ αχνά περιγεγραμμένοι (σαν κουκκίδες σε απόμακρο φόντο), ένας Ελληνας συνεργάτης τους (με τη μοχθηρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του) και δύο ανήμπορες γυναίκες (η Μάρθα και μια άλλη ηλικιωμένη), που θα προτιμήσουν να πεθάνουν παρά να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να ξενιτευτούν στα τυφλά, παραδομένες σε μια τύχη η οποία δεν τους εγγυάται το παραμικρό.
Στην καρδιά της αυτοκρατορίας
Αυτό είναι το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης στο «Πορφυρό και μαύρο νήμα» και εύλογα θα περιμέναμε, αν δεν συνέτρεχαν εξαρχής ορισμένες εντελώς διαφορετικές προϋποθέσεις, να αναγνωρίσουμε στις σελίδες του εικόνες της Κατοχής και της Αντίστασης ανάκατες με τρίμματα από τις καυτές εμπειρίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ομως, ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι αυτός, ακόμη κι όταν ανεβάζει επί σκηνής ολιγομελείς ομάδες που μάχονται τον κατακτητή ή όταν αφήνει να φανεί μέσα από τη συμπεριφορά των Γερμανών στρατιωτών κάτι από τη φρίκη που σκόρπισε στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη, η πολεμική μηχανή του ναζισμού. Μα, τότε, τι ακριβώς συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Χαβιαρά; Πριν απ' όλα, στο εσωτερικό της αφήγησης των γεγονότων στο ερημονήσι υπάρχει μια δεύτερη, εγκιβωτισμένη (αν μπορώ να το πω έτσι) αφήγηση, που ξεδιπλώνει το παραμύθι με το οποίο ρίχνει ένα ανακουφιστικό φως στις σκοτεινές νύχτες του μικρού Βασίλη η θεία Μάρθα. Ενα παραμύθι αντλημένο από την καρδιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας και βασισμένο σε μια διπλή παράδοση: από τη μια μεριά, είναι τα ακριτικά έπη του Βασιλείου Διγενή, γεννημένα γύρω στον 12ο αιώνα, και από την άλλη, η πολυθρύλητη ιστορία της Κασσιανής και του αυτοκράτορα Θεόφιλου κατά τις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα.
Ο Χαβιαράς κρατάει απείραχτα τα αρχετυπικά νήματα των δύο παραδόσεων σε όλο το μήκος της εγκιβωτισμένης του αφήγησης (τη στιβαρή και απαράμιλλα γενναία, για παράδειγμα, μορφή του Διγενή ή τη σεπτή και συνάμα τολμηρή προσωπικότητα της Κασσιανής), αλλά φροντίζει, όσο προχωρούν οι εξελίξεις, να συναντηθούν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές τους, για να ακολουθήσουν εν συνεχεία την εντελώς δική τους μοίρα και πορεία, που θα μετατραπεί αναπόφευκτα σε μοίρα και πορεία και πολλών άλλων. Ο Βασίλειος, η τραγουδισμένη στον στίχο του επικού του μύθου αμαζόνα Μαξιμώ, αλλά και δύο ετεροθαλείς αδελφοί (καρποί του Θεόφιλου από τη συζυγική του σχέση με τη Θεοδώρα και από τον κρυφό ερωτικό δεσμό του με την Κασσιανή) αναλαμβάνουν εν προκειμένω κεντρικό ρόλο και πλέκουν το κουβάρι μιας παραμυθίας η οποία μεταμορφώνεται βαθμιαία σε ένα είδος ουτοπικής οπτασίας: ο έρωτας στεφανώνεται με τις καλύτερες και τις ευγενέστερες δάφνες, ενώ η πολιτεία που συνενώνεται υπό το σκήπτρο του, συγκεντρώνοντας τις πιο αντιθετικές φυλές και γλώσσες, ανυψώνεται θριαμβευτικά μέχρι τους ουρανούς. Εξετάζοντας, παρ' όλα αυτά, προσεκτικότερα το ρεαλιστικό επίπεδο της αφήγησης του βιβλίου, εύκολα θα διαπιστώσουμε πως και ο ρεαλισμός κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να ξεθεμελιώσει την αληθοφάνειά του: το ξερονήσι του μικρού Βασίλη γρήγορα κατακλύζεται από πλήθος φασματικές και απροσδιόριστες παρουσίες (νεκροί που πρώτα δεν καταφέρνουν να λιώσουν και μετά εξαφανίζονται μυστηριωδώς, αέρινες υπάρξεις που προσκαλούν στον θάνατο, ανθρώπινες μορφές που τοποθετούνται ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα) ενόσω το βυζαντινό παραμύθι περνά από το στόμα της θείας Μάρθας στο στόμα του μικρού Βασίλη και η ανέμη γυρίζει ξανά και ξανά, με πολλαπλές εκδοχές και τρόπους, μέχρι να βρει την τελική λύτρωση και παρηγοριά της. Γιατί τι άλλο από παραμυθητική παρηγοριά και λύτρωση είναι η ονειροφαντασία του Βασίλη την ώρα που προσπαθεί να γλιτώσει από τα ιστορικά δεινά του κακότυχου και κακότροπου καιρού του;
Προχωρημένο λογοτεχνικό παιχνίδι
Είναι, νομίζω, προφανές πως το παραμύθι του Χαβιαρά ταυτίζεται με ένα πολυώνυμο λογοτεχνικό παιχνίδι, που προβλέπει τόσο την κατά γράμμα αναπαραγωγή των πηγών του όσο και τον παρωδιακό μετατονισμό ή την ειρωνική τους εξάρθρωση: ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης εμφανίζεται με τη σωματική ρώμη του δοξασμένου ήρωα, αλλά και με το αποστεωμένο κορμί του αφοσιωμένου στον θεό στυλίτη, η Κασσιανή είναι η αποφασισμένη να εγκύψει στους ιερούς της ύμνους μοναχή, αλλά και η γεμάτη ερωτικά πάθη γυναίκα, η αμαζόνα Μαξιμώ πέφτει με απίστευτη ορμή στη φωτιά της μονομαχίας, αλλά μπορεί να μεταμφιεστεί και σε λεπταίσθητη δεσποσύνη, υποταγμένη πέρα ώς πέρα στην αγάπη του εραστή της. Οσο για τα αφηγηματικά είδη τα οποία περιβάλλουν, απεικονίζουν ή αντανακλούν τις δοκιμασίες των πρωταγωνιστών του Χαβιαρά, ποικίλλουν και αλληλοϋπονομεύονται αναλόγως. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αναστέλλει τη δράση του για να συνομιλήσει με τον διάχυτο λυρισμό του ακριτικού ήθους, το ιστορικό χρονικό ή το ιστορικό μυθιστόρημα απεμπολεί τα τεκμήριά του για να ανοίξει διάλογο με τα μοτίβα του ερωτικού ρομάντζου και το ιπποτικό μυθιστόρημα (έμμετρο ή μη, βυζαντινό ή δυτικομαθημένο) τροφοδοτεί με τις μαγικές του λειτουργίες και διαστάσεις το αντιστασιακό ή το κατοχικό αφήγημα, που θα ολοκληρωθεί με ένα καθαρώς εξπρεσιονιστικό παρανάλωμα του πυρός.
Κι όλα αυτά, με εμφανή εκφραστική άνεση και μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα, η οποία επιτρέπει στα πλέον ετερογενή, αλληλοαποκλειόμενα, αλλά και αλληλοϋποβλεπόμενα υλικά να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια φιλόξενη και στέρεα χτισμένη στέγη, σε μια σύνθεση η οποία δεν κρύβει (και δεν έχει κανέναν λόγο να κρύψει) τη μεταμοντερνιστική γραμμή της: γραμμή που ξέρει πώς να συμπυκνώσει την ευρύτητα και το πολύμορφο των παραπομπών της σ' ένα ενιαίο και καθ' όλα δεμένο και εύγλωττο σύνολο, που, επιπλέον, διαβάζεται απνευστί και χωρίς να χρειαστεί να χρονοτριβήσει κανείς (αν του λείπουν η διάθεση ή τα κατάλληλα εργαλεία) στους κατασκευαστικούς του όρους. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, δεν ζητάμε πάντα από την υποψιασμένη λογοτεχνία;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2008
Κριτικές
18/10/2013, 21:26
07/12/2009, 14:08