0
Your Καλαθι
Ανεξιχνίαστη ψυχή
Περιγραφή
Εκείνη, η Μαρία, θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από τη μιζέρια της ζωής της. Και κάνει λάθος επιλογή βασιζόμενη σε λανθασμένο κριτήριο. Αλλού είναι το όνειρο που κυνηγάει, κι όχι μέσα στο γάμο με τον Πάνο, το μεγαλογιατρό που της προσφέρει μια άνετη ζωή. Ο Αποστόλης, «η ανεξιχνίαστη ψυχή», όπως τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει η Νοέλ, στοιχειώνει τη ζωή της με ένα πάθος που, όπως όλα τα πάθη, δε γνωρίζει όρια.
Για χάρη του θα τα τινάξει όλα στον αέρα.
Ένας φόνος, ένα διαζύγιο, εκμεταλλεύσεις, ενοχές, ανομολόγητα μυστικά, η φυλακή, κι ένας θάνατος λίγο πριν αγγίξει αυτό που ποθεί η δικής ανεξιχνίαστη ψυχή είναι το τίμημα για τα θραύσματα της ευτυχίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Μαρία δεν είναι μια συνηθισμένη κοπέλα. Ζει στο Πέραμα και εργάζεται ως αποκλειστική νοσοκόμα, ταυτόχρονα όμως διαθέτει μια αρχοντική ομορφιά, που οφείλεται πιθανότατα στη Νοέλ, τη γαλλίδα μητέρα της, ίσως όμως και στον άγνωστης ταυτότητας έλληνα πατέρα της. Η Νοέλ ήρθε νεαρή τουρίστρια στην Ελλάδα και ξέμεινε εδώ, όπου, μετά τον πρώτο και ατυχή έρωτά της, την κράτησε το πάθος της για έναν άντρα νεότερό της, τον ωραίο και θερμόαιμο Αποστόλη. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η Νοέλ είχε χρόνια πριν υιοθετήσει τον Νότη, ένα ορφανό που το περιμάζεψε από τα σκουπίδια και τον οποίο με τα χρόνια μετέτρεψε σε επαγγελματία πλην αξιοπρεπή ζητιάνο - εγχείρημα που έμελλε να αποδειχθεί αρκετά προσοδοφόρο. Με το πέρασμα των χρόνων, και αφού η Νοέλ έχει πια χαθεί από ξαφνική αρρώστια και ο Αποστόλης βρίσκεται στη φυλακή για φόνο, η Μαρία καλείται να κάνει το μεγάλο βήμα: να ανταλλάξει την ομορφιά της με μια καινούργια και άνετη ζωή, να ξεκολλήσει από τη μιζέρια και τη φτώχεια. Η ευκαιρία θα παρουσιαστεί στο πρόσωπο ενός μεγαλογιατρού, του Πάνου Χαρίση. Ωστόσο το παρελθόν δεν θα αργήσει να χτυπήσει την πόρτα της, και μάλιστα με απρόβλεπτες συνέπειες...
Η αφήγηση, σε τρίτο πρόσωπο, μοιάζει αρχικά να κρατάει ίσες αποστάσεις από όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες. Ο χωρισμός του μυθιστορήματος άλλωστε σε μεγάλες ενότητες που φέρουν ως προμετωπίδα το όνομα καθενός από τα πρόσωπα αυτή την αίσθηση εξυπηρετεί. Ωστόσο, όσο το παζλ αρχίζει να σχηματίζεται, γρήγορα κανείς αντιλαμβάνεται ότι στο κέντρο όλης αυτής της ενορχήστρωσης βρίσκεται η Μαρία: η Μαρία είναι η αδιαμφισβήτητη ηρωίδα, τη δική της ιστορία συμπληρώνουν και φωτίζουν όλες οι άλλες, αυτή είναι - εν τέλει- η πλέον «ανεξιχνίαστη ψυχή»· η άνοδος και η πτώση της θα είναι δραματουργικά οι κορυφώσεις του μυθιστορήματος.
Η Μαρία μοιάζει να παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στο συναισθηματικό ρομάντζο και στην τραγωδία. Οι πράξεις της και τα λόγια της εμφορούνται συχνά από κίνητρα ποταπά, ιδιοτελή, χαρακτηριστικά της καπάτσας γυναίκας που είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει με κάθε τρόπο - φθάνοντας ακόμη και στον φόνο, αν πιστέψει ότι την εξυπηρετεί. Αυτή η συναισθηματική ψυχρότητα - που συνοδεύεται από μια αντίστοιχη ερωτική ψυχρότητα - συνυπάρχει με δυνάμεις σκοτεινές και δυσερμήνευτες, για τον εαυτό της όπως και για τους άλλους. Ολες αυτές οι άγνωστες συνιστώσες εκδηλώνονται και επενεργούν ταυτόχρονα από τη στιγμή της επανεμφάνισης του Αποστόλη στον ορίζοντα. Εκτοτε η Μαρία αφήνει σταδιακά πίσω της τον ρόλο της απόμακρης πλην φρόνιμης αστής συζύγου και ρίχνεται με αυτοκαταστροφική διάθεση στον απωθημένο και αδιέξοδο έρωτά της για τον πάλαι ποτέ σύντροφο της μητέρας της. Σε αυτό το σημείο η εξέλιξη φαντάζει πια δραματουργικά σχεδόν προδιαγεγραμμένη και η τραγική κατάληξη αναπόφευκτη.
Αλλεπάλληλες μικροανατροπές
Αν και κινείται συχνά στις παρυφές της κοινοτοπίας και της σύμβασης (κυρίως στο κομμάτι της ιστορίας που αφορά τον γάμο της Μαρίας με τον μεγαλογιατρό), μια φράση, μια παράγραφος ή μια σκέψη των ηρώων του επιτρέπουν στον Θανάση Χειμωνά να στήνει αλλεπάλληλες μικροανατροπές στην αφήγηση, διαχέοντας τελικά μια γεύση φρεσκάδας και πρωτοτυπίας στην ατμόσφαιρα. Οι διάλογοι δεν διεκπεραιώνουν απλώς τις ανάγκες της πλοκής αλλά την προάγουν και την επιταχύνουν. Το λιτό και ενίοτε ελαφρά νωχελικό ύφος αφήνει να διαφανεί ένας κόσμο που βράζει πίσω από τις γραμμές, αφού ο Θανάσης Χειμωνάς χειρίζεται προσεκτικά την τέχνη της απόκρυψης· τελικά τα όσα φανταζόμαστε για τους ήρωές του είναι πολύ περισσότερα από αυτά που εκτίθενται μπροστά μας.
Κάποια πράγματα στην εξέλιξη της πλοκής θα θέλαμε ίσως να τύχαιναν διαφορετικού χειρισμού: ο Νότης, για παράδειγμα, ένας πρωτότυπος και ενδιαφέρον χαρακτήρας, μοιάζει να θυσιάζεται σχετικά ανέξοδα, ενώ τα κίνητρα της συναισθηματικής εμπλοκής της δικηγόρου Αλίκης παραμένουν ίσως πέραν του δέοντος «ανεξιχνίαστα». Είναι όμως φανερό ότι αν ο τίτλος του βιβλίου είναι ένας μπούσουλας που, συνειδητά ή ασυναίσθητα, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο για τις προθέσεις του συγγραφέα, όλα τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου, στην ουσία τους, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φύσει ανεξιχνίαστα. Και αυτή η έμμεση αλλά ξεκάθαρη δήλωση «άγνοιας» είναι νομίζω στοιχείο ωριμότητας για έναν νέο πεζογράφο, αλλά και στοιχείο επαφής με τη λογοτεχνία του καιρού μας. Ο παντογνώστης και παντεπόπτης συγγραφέας έχει άλλωστε προ πολλού υποχωρήσει και ομολογήσει τα όριά του.
Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-05-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από το πρώτο του, ήδη, μυθιστόρημα (Ραμόν, «Κέδρος», 1998), και πολύ περισσότερο με το δεύτερο (Σπασμένα ελληνικά, «Κέδρος», 2000), ο Θανάσης Χειμωνάς έδειξε πως προσεταιρίζεται έναν μυθιστορηματικό κόσμο, διαφορετικό από εκείνο τόσο των ομηλίκων του πεζογράφων όσο και των μεγαλύτερων. Με το τρίτο του μυθιστόρημα «Ανεξιχνίαστη ψυχή» ο Θανάσης Χειμωνάς επιβεβαιώνει ότι όχι μόνον δεν εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο, αλλά αντιθέτως τον βελτιώνει και του δίνει νέες διαστάσεις. Ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Ενας αντιφατικός, ανικανοποίητος, ανασφαλής, επιθετικός, αποσπασματικός κόσμος, ένας κόσμος που ζει στο όριο της παραβατικής κοινωνικής συμπεριφοράς, ένας κόσμος που δεν λογαριάζεται με τους μέσους κοινωνικούς όρους ή τα συνήθη πρότυπα, ένας κόσμος που εμφανίζεται ενίοτε παράλογος ή ακραίος, ένας κόσμος που πάνω του αντικατοπτρίζεται η επιταχυνόμενη διάλυση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή εκφράζεται σ' όλο της το μεγαλείο, στη μεγαλούπολη των Αθηνών, των αρχών του 21ου αιώνα.
Οι ήρωες του Θανάση Χειμωνά είναι σχεδόν όλοι ανεξιχνίαστες ψυχές, με αποκορύφωμα βέβαια τη Μαρία, την ηρωίδα του τελευταίου του μυθιστορήματος. Αν όχι όλοι τους, τουλάχιστον οι περισσότεροι, ανήκουν είτε σε οικονομικά ασθενέστερες τάξεις είτε είναι οικονομικοί μετανάστες είτε ζουν σ' αυτό που ονομάζουμε περιθώριο με την έννοια μιας έκκεντρης ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς που δημιουργείται από τα καινούρια προβλήματα της σύγχρονης δυτικής μεγαλούπολης που είναι πια και η Αθήνα. Επιπροσθέτως, οι ήρωές του, νέοι στην πλειονότητά τους, μέχρι 30 ετών το πολύ, βρίσκονται στον αέρα, δηλαδή δεν έχουν πού να στηριχθούν, πού να πιστέψουν, πού ν' αναγνωρισθούν, αφού όλες οι ιδεολογίες και οι συλλογικότητες έχουν ακυρωθεί. Τους χαρακτηρίζει μια ανελέητη εσωτερική μοναξιά, η οποία προσπαθεί να καλυφθεί πίσω από είτε θνησιγενείς ερωτικές σχέσεις είτε χρησιμοθηρικούς γάμους είτε εμμονιακές προσκολλήσεις σε παράταιρα οικογενειακά σχήματα και βέβαια ακραίες συμπεριφορές, που κανοναρχούνται από τον κυνισμό και τη βία και φτάνουν μέχρι τη φυσική εξόντωση του άλλου.
Αυτούς ακριβώς τους ήρωες συναντούμε στην «Ανεξιχνίαστη ψυχή». Η Μαρία, η κεντρική ηρωίδα, μια νεαρή εξαιρετικής ομορφιάς, ζει σ' ένα παράταιρο οικογενειακό περιβάλλον, σε μια φτωχογειτονιά του Αιγάλεω. Η μητέρα της, Νοέλ, είναι μια επαρχιώτισσα Γαλλίδα, η οποία έχει ξεμείνει στην Ελλάδα μετά τη γνωριμία της μ' έναν Ελληνα, τον πατέρα της Μαρίας, τον οποίο όμως εκείνη δεν γνώρισε ποτέ. Μαζί τους μένει και ο Νότης, ο υιοθετημένος γιος της Νοέλ. Κάποια στιγμή η Νοέλ συνάπτει έναν δεσμό με τον Αποστόλη, έναν περιθωριακό και περίεργο τύπο, με ακραία και βίαιη συμπεριφορά απέναντι στην ερωμένη του. Τον Αποστόλη ερωτεύεται και η έφηβη Μαρία. Ταυτόχρονα έχει και μια παθολογική σχέση με τη μητέρα της. Οταν η Νοέλ πεθαίνει από καρκίνο στη γενέτειρά της, όπου και θάβεται, η Μαρία μένει με τον Νότη, ο οποίος, ύστερα από προτροπή της, γίνεται «επαγγελματίας» ζητιάνος. Το σκηνικό συμπληρώνει ένα ζευγάρι νεαρών φίλων του Νότη, παρόμοιας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, που σκέφτεται πώς να ξεφύγει από αυτήν. Εκείνη όμως που με απόλυτη ψυχραιμία έως και αμοραλισμό έχει βάλει ως στόχο να περάσει από την όχθη των loosers σ' εκείνη των προνομιούχων είναι η Μαρία, με διαβατήριο βέβαια την ομορφιά της. Γνωρίζει και σύντομα παντρεύεται έναν σαραντάρη μεγαλογιατρό που της προσφέρει τα πάντα. Αλλά το άλμα από την μια όχθη στην άλλη δεν της λύνει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Εξακολουθεί να αισθάνεται το ίδιο μόνη, το ίδιο ανικανοποίητη, το ίδιο άδεια, ενώ κάθε μέρα που περνάει ο νους της γυρίζει στη μητέρα της, στον Αποστόλη, στο παλιό της σπίτι. Τα πράγματα μπλέκονται όταν ανακαλύπτει τον Αποστόλη έγκλειστο στις φυλακές Κορυδαλλού. Στο περίεργο κι επικίνδυνο παιχνίδι που ακολουθεί μπαίνει το ζευγάρι των φίλων του Νότη, γίνεται ένας φόνος, ο γάμος της Μαρίας διαλύεται και το σασπένς φτάνει στα ύψη.
Ο Θανάσης Χειμωνάς , από το πρώτο του ήδη μυθιστόρημα, έδειξε πως διαθέτει αξιοπρόσεκτη ικανότητα και στο στήσιμο της πλοκής και στο πλάσιμο των μυθιστορηματικών του χαρακτήρων και στη βαθύτερη προσέγγιση των σχέσεών τους. Η ικανότητα αυτή βελτιώνεται συνεχώς από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, έτσι ώστε στην «Ανεξιχνίαστη ψυχή» να μπορούμε να τη χαρακτηρίζουμε δεξιοτεχνία. Διότι στο τρίτο του μυθιστόρημα είναι όλα τα μυθιστορηματικά στοιχεία τόσο καλά δομημένα μέσα σε μια εξαιρετική λιτότητα, ώστε δεν μπορείς ν' αφαιρέσεις το παραμικρό. Ο Χειμωνάς, σε αντίθεση με ό,τι είθισται στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα, αποφεύγει τη ρητορεία, τα καλολογικά στοιχεία, τις λεπτομερείς περιγραφές, τις ψυχολογικές και περί διαγραμμάτου αναλύσεις. Ως γνήσιο τέκνο της γενιάς του, αντιμετωπίζει εντελώς απογυμνωμένο το λεκτικό του υλικό. Η γλώσσα του είναι πυκνή, άμεση και, μέσα στη φαινομενική της απλότητα, πολυεπίπεδη. Γι' αυτό και σε όλα του τα μυθιστορήματα, εκείνα που υπονοούνται είναι περισσότερα από όσα λέγονται και ο αναγνώστης καλείται ή να διαβάσει πίσω από τα λεγόμενα των ηρώων ή να προσθέσει σ' αυτά ό,τι θέλει. Ενα παιχνίδι ιδιαίτερα γοητευτικό που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Αλλωστε η εξέλιξη της πλοκής, ιδιαίτερα στα «Σπασμένα ελληνικά» και στην «Ανεξιχνίαστη ψυχή», παραπέμπει στις τεχνικές του θρίλερ και του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο τρόπος που ο Χειμωνάς ανοίγει σταδιακά τα μυθιστορηματικά χαρτιά του, κάνει τον αναγνώστη να μην μπορεί ν' αφήσει στιγμή το μυθιστόρημα. Στην «Ανεξιχνίαστη ψυχή» ο Χειμωνάς νεότερος, μεταχειρίζεται με εξαιρετική ικανότητα ένα υφολογικό εργαλείο μέσω του οποίου καταφέρνει να αναδείξει και την πλοκή και τους ήρωές του και τις σχέσεις που αναπτύσσουν είτε μεταξύ τους είτε με τον κοινωνικό τους περίγυρο αλλά και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Κι αυτό είναι ο διάλογος. Ενας διάλογος δυναμικός, σφιχτός, εξαιρετικά προωθητικός σε ό,τι αφορά την πλοκή, καθόλου επιφανειακός, πυκνός, με πολλαπλές αναγνώσεις. Ενας διάλογος έτσι δομημένος, ώστε κάποιες φορές να σου υποβάλει τα συναισθήματα της απειλής και του μετεωρισμού, γνώριμα της ζωής στην Αθήνα ή σε μια μεγαλούπολη των αρχών του 21ου αιώνα.
Ο διάλογος αυτός εκφέρεται από τους αφηγματικούς ήρωες του Θανάση Χειμωνά, που στην «Ανεξιχνίαστη ψυχή» ονοματίζουν και τα κεφάλαια του μυθιστορήματος, με κυρίαρχη τη Μαρία. Οι ήρωες του Χειμωνά δεν είναι εύκολοι. Είναι δυσπροσάρμοστοι, ακραίοι, με σκοτεινιές που και οι ίδιοι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν. Παρ' όλα αυτά ο συγγραφέας κατορθώνει να τους δαμάσει και να τους φέρει στα μυθιστορηματικά μέτρα χωρίς να προδώσει τις ιδιαιτερότητές τους. Ιδιαιτερότητες που σε μεγάλο βαθμό, κατά το συγγραφέα, προκαλούν κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικά συστήματα που ευνοούν τον αποκλεισμό και την περιθωροποίηση, φαινόμενα καινούρια για τη χώρα μας.
Ενα τελευταίο χαρακτηριστικό της «Ανεξιχνίαστης ψυχής» είναι πως παρά την τόσο πλούσια πλοκή της, τα τόσα δρώντα πρόσωπά της και τις τόσες καταστάσεις της, παραμένει ένα μικρό σε όγκο μυθιστόρημα, καταρρίπτοντας και το μύθο των μυθιστορημάτων «τούβλων» που τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν τη λογοτεχνική αγορά μας.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/07/2003
Κριτικές
20/02/2011, 11:37