Ραγδαία επιδείνωση
Περιγραφή
Η Ραγδαία επιδείνωση είναι ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα –εκείνο το κενό ανάμεσα στο «έρχομαι» και στην αναμονή–, για την εκδίκηση του παραγνωρισμένου ταλέντου αλλά και για τη διαδικασία της συγγραφής, που γεμίζει τη ζωή μας. Με φόντο την Αθήνα της μεταολυμπιακής περιόδου, όπου μετανάστες οδηγούνται στο Κέντρο Κράτησης Αλλοδαπών επειδή δεν κατάφεραν να βρουν τα σωστά πλαστά χαρτιά, έναν περίεργο αυγουστιάτικο υγρό καύσωνα, που ξυπνά παλαιά, ανομολόγητα και θαμμένα εδώ και καιρό πάθη, και το Παρίσι της δεκαετίας του 1970, τη εποχή των φοιτητικών χρόνων, της ανεμελιάς και της αθωότητας.
Από τον εκδότη
Κριτική:
Καυτές αθηναϊκές κραυγές
Θλιμμένες υπάρξεις σε μια φλεγόμενη από τον αυγουστιάτικο καύσωνα Αθήνα
«Σταματήστε επιτέλους! Σταματήστε να χτυπάτε!». Μια κραυγή μέσα στη νύχτα, μια απεγνωσμένη φωνή που πνίγεται στους ορόφους μιας κοιμισμένης πολυκατοικίας της πυρωμένης από την αυγουστιάτικη λάβα Αθήνας. Η πρώτη φράση ενός διηγήματος που δεν γράφτηκε ποτέ, καθώς ο δυνάμει συγγραφέας του πεθαίνει προτού προλάβει να μεταπλάσει τη ζωή του σε κείμενο. Πώς θα ήταν άραγε αυτό το κείμενο; Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν μια κατερειπωμένη ζωή; Μήπως εξ αντανακλάσεως οι λέξεις των άλλων; Ο ηλικιωμένος συνταξιούχος που ανοίγει την αυλαία στο νέο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά επιχειρεί να ισοσταθμίσει την πικρία για τη ματαίωση των συγγραφικών του φιλοδοξιών με την όψιμη ανάληψη της συγγραφής ενός διηγήματος. Για μία εβδομάδα γίνεται μανιώδης συλλέκτης φράσεων, υποκλέπτοντας ξένες φωνές, όμως η ζωή, σπαράγματα της οποίας προσδοκούσε να εγγράψει στο κείμενό του, τον καταπίνει ακαριαία, χωρίς να του αφήσει το παραμικρό χρονικό περιθώριο για την αντιγραφή της. Ηττημένα από τη συνδιαλλαγή τους με την καθημερινότητα βγαίνουν, αργά ή γρήγορα, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, εξαιτίας της παντελούς αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν τόσο σε εξωτερικά όσο και σε εσωτερικά αιτήματα. Κάθε τους απαντοχή λιώνει στη λιποθυμική ζέστη ενός άξενου αθηναϊκού τοπίου, ναρκοθετημένου από τους λάκκους των πολλαχού εργοταξίων που στο παραισθητικό βλέμμα των ηρώων φαντάζουν με αβυσσώδεις χαράδρες, ανυπόμονες για το στραβοπάτημά τους. Οι κατ' όναρ εφιάλτες τους παρεισδύουν βαθμιαία στο μικρόκοσμό τους με άμεση συνέπεια τον εγκλωβισμό τους μέσα στους χειρότερους φόβους τους. Υπό το κράτος της παροξυμμένης τους σύγχυσης, τα αυθαίρετα ούτως ή άλλως όρια μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας διαλύονται για να αποκαλύψουν ένα πέρα για πέρα ζοφερό περιβάλλον.
Εφιαλτικό αθηναϊκό τοπίο
Ο Χειμωνάς εξεικονίζει μια απερίγραπτα εφιαλτική αθηναϊκή τοπιογραφία, ένα απροσδιόριστα δυσοίωνο σκηνικό που ενδείκνυται για την πλαισίωση ενός θιάσου διωκόμενων από ανυπόστατους διώκτες προσώπων. Αν ο επίδοξος συγγραφέας των εναρκτήριων σελίδων κατατρυχόταν από το άγραφο αριστούργημά του, ο Βασίλης, κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, δυναστεύεται από τον πανικόβλητο ψυχισμό του, εξίσου καταπιεστικό και για την ερωμένη του, την Ελια. Ο μέγιστος τρόμος της τελευταίας είναι η ενδεχόμενη εγκατάλειψή της από το σύντροφό της, απειλή παραλυτική στο μέτρο που θα την έφερνε αντιμέτωπη με το φάσμα της μοναξιάς. Τις στιγμές που η ηρωίδα είναι μόνη της, έχει τη δυσάρεστη αίσθηση πως οι άλλοι διαβλέποντας την ανοχύρωτη θέση της θα μπορούσαν ανενδοίαστα να παραβιάσουν την ιδιωτικότητά της. Εντυπωτικές για το υποδόριο κλίμα τρόμου οι συναντήσεις της με τη μυστήρια διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, μια ανεξήγητα ανατριχιαστική μορφή που μοιάζει να έχει αναδυθεί από το επέκεινα. Ενδεικτικές επίσης της ψυχικής ευθραυστότητας των ηρώων είναι δύο σκηνές όπου τόσο ο γηραιός συνταξιούχος όσο και η Ελια δυσκολεύονται αφάνταστα να διασχίσουν τον δρόμο για να περάσουν απέναντι. Από το άλλο μέρος, δεν είναι τυχαίο ότι το διαμέρισμα που αγοράζει η νεαρή γυναίκα εν είδει σωσιβίου για τον καταποντισμένο δεσμό της βρίσκεται σε αδιέξοδο, ενώ και τις δύο φορές που το επισκέπτεται τρέπεται τρομαγμένη σε φυγή. Γενικότερα, οι σκηνικοί χώροι του μυθιστορήματος με την επιτήδεια σκοτεινότητά τους αντανακλούν την τρομώδη ψυχοσύσταση των ενοίκων. Ο Χειμωνάς, εστιάζοντας το βλέμμα του σε επουσιώδεις λεπτομέρειες (π.χ. ο ανελέητος καύσωνας και η σκληρή θερινή ηλιοφάνεια, η απώλεια ενός πολύτιμου δαχτυλιδιού, τα ατελεύτητα έργα στην οδοποιία, μια στοίβα χαρτιά με ανακατωμένη αρίθμηση), υφαίνει μια τεταμένη, έντονα ανησυχητική ατμόσφαιρα, μια ανυπόφορη στην υπόκωφη έντασή της κατάσταση αναμονής που κάποτε εκτονώνεται με βίαια, εσωτερικά όμως πάντα, ξεσπάσματα. Οι απότομες συναισθηματικές ταλαντώσεις των ηρώων καταγράφονται με παγερή οξυδέρκεια σαν να πρόκειται για καταχωρίσεις σε κλινικό διάγραμμα όπου αποτυπώνεται η ραγδαία επιδείνωση μιας ασαφούς στη συμπτωματολογία της ασθένειας. Μια ανεπίσχετη επιδείνωση που κατατείνει στην πλήρη ψυχική απορρύθμιση.
Τα πρόσωπα εμφανίζονται υποχείρια ενός εξοντωτικού άγχους, ενώ κάθε τους κίνηση στο παρόν ξυπνάει τον πόνο τραυμάτων από κοφτερά θραύσματα του παρελθόντος. Η γραφή, ή αλλιώς η καταφυγή σε μια κειμενική, εύπλαστη και ώς έναν βαθμό ασφαλή πραγματικότητα, όχι μόνο δεν κατευνάζει τις εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά, αντιθέτως, επιφέρει την ανέκκλητη ρήξη με τον πραγματικό κόσμο. Ο συνταξιούχος πεθαίνει κυκλωμένος από ξένες φωνές, χωρίς να έχει βρει έστω και μία λέξη δική του για την αφήγηση της ζωής του, η Ελια φυλάσσει σε ένα τετράδιο φράσεις ερανισμένες από λογοτεχνήματα για να ονοματίσει τα ανείπωτα που τη συνθλίβουν, ο Βασίλης, υπεύθυνος για την επιμέλεια μιας διηγηματογραφικής ανθολογίας, συγκεντρώνει κείμενα, παλεύοντας ανεπιτυχώς να ταξινομήσει αριθμητικά τις σελίδες τους, φυλακισμένος σε ένα άναρχο μυθοπλαστικό περιβάλλον, ενώ μια παλιά του ερωμένη στο ερωτικό της διήγημα προλέγει με παράδοξη ακρίβεια τη θλιβερή του κατάληξη.
Επικρεμάμενη βία
Θεματικός άξονας της ανθολογίας, η παραβατικότητα, ένας πρόσθετος νυγμός για μια αγριότητα εν αναμονή, σε διαρκή εκκρεμότητα. Τα ενδοκειμενικά εγκλήματα απηχούν τις σκοτεινότερες παρορμήσεις των προσώπων, τη χειραγώγησή τους από αγωνίες σαρκοβόρες που ουδέποτε εξωτερικεύουν, ει μη μόνον μυθοπλαστικά. Ομως τα γραπτά της επικείμενης έκδοσης, εξ ων δύο εγκιβωτίζονται στο μυθιστόρημα, δεν αποτελούν παρά τη φαιόχρωμη έκφανση των πλέον μελαινών φοβιών των γραφόντων. Αν οι λέξεις αποδεικνύονται, όπως συμβαίνει συνήθως, υπερβολικά ασθενικές για να τους σώσουν, απροστάτευτους τους αφήνουν επίσης τα ερωτικά τους πάθη. Ο έρωτας γίνεται το πεδίο όπου βγαίνουν λάβρες στην επιφάνεια συναισθηματικές μειονεξίες, απωθημένες ανάγκες και ανομολόγητες στενοχώριες, το πεδίο όπου ο βαθύτερος τρόμος της ύπαρξης προσωποποιείται στη μορφή του αντικειμένου του πόθου το οποίο πάντα φεύγει και ποτέ δεν ανήκει, ένα σημείο σταθερά αδιαπέραστο και απόμακρο. Εν ολίγοις, ένα πεδίο μάχης από το οποίο κανείς δεν αποχωρεί τροπαιούχος. Οπως διεισδυτικά γράφει η Ελια: «Ερωτας είναι το κενό ανάμεσα στο έρχομαι και στην αναμονή». Κάθε φορά που επιχειρούσε να προσεγγίσει τον Βασίλη αντίκριζε σε μεγάλη απόσταση από εκείνη «μια σκοτεινή κουκκίδα». Μετέωρη για πολύ καιρό σε αυτό το κενό και ολοένα πιο αποστραγγισμένη από την παραμικρή απαντοχή, αφήνεται τελικά να κατασπαραχθεί από την παρατεταμένη αναμονή, όταν έχει πια αποκλείσει οριστικά το «έρχομαι».
Ελάχιστος δροσισμός στην περίκαυστη καθημερινότητα, ένα χιόνι ζεστό που αρχίζει αίφνης να πέφτει στο διαμέρισμα του Βασίλη, μια ψευδαισθητική, διακαής χιονόπτωση που είχε κάποτε ονειρευτεί η αγαπημένη του. Ωστόσο το ότι καταφέρνει να εισχωρήσει στο όνειρό της δεν σημαίνει παρά ότι έχει ανέκκλητα αποσυρθεί από την πραγματικότητά της. Το λευκό εδώ, το χρώμα της ανυπαρξίας. Ανυπαρξία που αφορά εξίσου τους ζωντανούς και τους νεκρούς του βιβλίου, αν όχι εξ ολοκλήρου τους πρώτους.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, Βιβλιοθήκη, 9/5/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις