0
Your Καλαθι
Ραμόν ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
67%
67%
Περιγραφή
Άνοιγα τότε την τηλεόραση να προλάβω μια εκπομπή με έναν τύπο που εμφανιζόταν με ένα καουμπόικο καπέλο, σκούρα γυαλιά και τηλεφωνιόταν με διαφόρους που ξενυχτούσαν σαν κι εμένα και τον ρωτούσαν για τα σεξουαλικά τους προβλήματα κι αυτός τους έδινε συμβουλές και δίπλα του μια θεογκόμενα ξελιγωνόταν στα χάχανα. Όταν τελείωνε και αυτό, έβαζα κασέτες στο βίντεο που μου είχε χαρίσει ο Ιάσων κι αποκοιμιόμουν πάνω στην πολυθρόνα. Μια φορά μάλιστα, έτσι στην πολυθρόνα, μετά από μια ολονυκτία είδα έναν εφιάλτη. Είδα τη Ζίνα να περπατά σε ένα δρόμο εξοχικό με ομίχλη, όπως σε αγγλικό θρίλερ. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, ήταν πολύ λεπτή και μια απόκοσμη φωνή ακουγόταν να λεέι: "Μοναχή θα βαδίζεις ανάμεσα στους νεκρούς". Ξανά και ξανά και μια αντήχηση που έσβηνε μακριά.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η πεζογραφία των νεοτέρων φαίνεται να βρίσκεται σε μια καινούργια καμπή. Ισως η τρίτη στροφή, που παρατηρείται από την περίοδο της δικτατορίας κι εδώθε. Δηλαδή σε ένα μακρύ διάστημα 33 ετών, όσος χρόνος χρειάζεται για να διαδεχθούν τα παιδιά τους γονείς στην ενεργό δράση αλλά και στη λογοτεχνική αρένα. Τότε, στη Μεταπολίτευση, οι ήρωες στα πεζογραφήματα συγγραφέων που ήσαν γύρω στα 30 (καθυστερημένες οι εμφανίσεις λόγω δικτατορίας) παρουσιάζονται, λίγο-πολύ, ως αμφισβητίες των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Τους απασχολούν οι ποικίλες ιδεολογικές αποχρώσεις, μπορεί να ανήκουν σε οργανώσεις ή και να βρίσκουν στήριγμα σε συλλογικά οράματα. Αναμφιβόλως το θεματικό φάσμα είναι ευρύ, ωστόσο η στροφή σε σχέση με τις εμμονές των προηγουμένων διακρίνεται ευκρινώς. Η ιστορία του τόπου, ιδίως η δεκαετία του '40, δεν είναι πια το κύριο μέλημα της γραφής, που εστιάζεται μάλλον σε υπαρκτικά προβλήματα και στο παρόν.
Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του '80, με την εντύπωση πως ξεμπερδέψαμε με τα οράματα, μια και αυτά έγιναν πράξη, άρχισε να διαφαίνεται μια δεύτερη στροφή. «Ανήλικοι» ήρωες, συγγραφέων γύρω στα 20 (πρώιμες οι εμφανίσεις λόγω και της ευρύτερης κοινωνικής ευφορίας), αντί των ποικιλώνυμων ιδεολογιών, πληρώνουν «διόδια» προς τις στενωπούς της ιδιοτέλειας. Οι κομματικές οργανώσεις δεν εμπνέουν πια, σταδιακά το πάνω χέρι παίρνουν οι παρέες. Αντί συλλογικών οραμάτων, οι μυθιστορηματικοί ήρωες χαϊδεύουν όνειρα προσωπικής ευδαιμονίας. Προς το τέλος της δεκαετίας του '80, στους δυναμικότερους συγγραφείς της ομάδας βρίσκουμε περισσότερο ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ηρωες σε κρίση ταυτότητας που αναζητούν ρίζες και στην παράδοση ή στα εθνικά οράματα. Προφανώς και αυτή η ομάδα συγγραφέων παρουσιάζει ένα πολύμορφο φάσμα. Και πάλι όμως η διαφοροποίηση σε σχέση με την προηγούμενη είναι αρκούντως προφανής.
Γύρω στο 1995 εμφανίζονται ορισμένα πρώτα δείγματα γραφής, που δεν αποκλείεται να προοιωνίζονται μία ακόμη ποιοτική αλλαγή. Συγγραφείς που διανύουν την τρίτη δεκαετία του βίου τους μόλις εισέρχονται στην αγορά βιβλίου, βρίσκονται έκθετοι στη διαμάχη όσων θεωρούν τη νεοελληνική λογοτεχνία το κέντρο του κόσμου και των άλλων που τη βλέπουν ως λογοτεχνία μιας μικρής χώρας και μιας μικρής γλώσσας. Οι ήρωες των νεοφανών πεζογραφημάτων είναι προ πάντων αδιάφοροι και υψώνουν τη σημαία της αντι-κοινωνικότητας. Προβάλλουν ακόμη περισσότερο μοναχικοί, η παρέα κατακερματίζεται περαιτέρω, μετά βίας διασώζεται ένας «κολλητός». Ούτε οράματα ούτε όμως και όνειρα προσωπικής αποκατάστασης. Αντ' αυτών, απλώνεται στη γραφή μια αίσθηση ασυγκινησίας, σαν τίποτε να μην πάλλεται.
Αυτοί οι σήμερα νεότεροι συγγραφείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για μορφικές αναζητήσεις. Οι μυθοπλασίες τους παραμένουν ρεαλιστικές και ελάχιστα νεωτερικές. Οσο για την έκταση της παρωδίας, θα λέγαμε πως συνιστά μάλλον ευσεβή πόθο των συγγραφέων αλλά και της κριτικής, όταν ζητεί να δικαιολογήσει ατεχνίες. Σε κάθε περίπτωση, προς στιγμή, οι επικαλύψεις είναι εκτεταμένες και τα συμπτώματα μεμονωμένα. Αν θα πήξουν και θα δώσουν μια διαφοροποιημένη ομάδα συγγραφέων, αυτό θα ξεκαθαρίσει κατά την πρώτη δεκαετία του μέλλοντος αιώνα. Πάντως τα καινούργια βιβλία εντάσσονται στη γενικότερη, «εθνική» προσπάθεια να μην διακρίνονται τα ελληνικά προϊόντα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά προσφέρεται για μια συζήτηση αυτής της τρίτης στροφής που πιθανώς και να σημειωθεί στη μεταδικτατορική πεζογραφία, συμπίπτοντας και με το γύρισμα του αιώνα. Πρώτον, γιατί το βιβλίο συγκεντρώνει ορισμένα βασικά γνωρίσματα, αλλά και για έναν δεύτερο λόγο που έχει να κάνει με τον συγκεκριμένο συγγραφέα και τα παιχνίδια που παίζουν τα γονίδια. Λέγεται πως το ταλέντο είναι ένα από τα ελάχιστα χαρακτηριστικά που δεν πηδούν γενιά.
Ο Θ. Χειμωνάς δημοσίευσε για πρώτη φορά πεζογράφημά του το καλοκαίρι του 1997. Ηταν ο νεότερος, τότε 26 χρόνων, και ο μόνος πρωτοεμφανιζόμενος σε μια ομάδα 29 συγγραφέων που έγραψαν ερωτικές ιστορίες κατά παραγγελία της εφημερίδας «Τα Νέα». Επανήλθε, πέρυσι το καλοκαίρι, με μια ιστορία θρίλερ, ανταποκρινόμενος στο επόμενο λογοτεχνικό «άνοιγμα» της ίδιας εφημερίδας. Σχετικά ολιγοσέλιδο το μυθιστόρημά του, ακολουθεί στρωτή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, χωρίς μορφικά τεχνάσματα ή ειρωνική διάθεση.
Αφηγητής και κεντρικός ήρωας ο Γιάννης, ένας 23χρονος γιος εύπορης αθηναϊκής οικογένειας και απόφοιτος ακριβού σχολείου, με εξασφαλισμένα τα προς το ζην. Πεθαμένος ο πατέρας και η μητέρα, ποιητική ψυχή, αφομοιωμένη στην πολυάριθμη οικογένεια ενός δεύτερου συζύγου. Ο Γιάννης, που θα ήθελε να έχει ένα ρομαντικότερο όνομα, όπως Ραμόν, ζει μόνος του, άεργος, σαν ξένος στην πόλη· τίποτε δεν του αρέσει και τίποτε δεν επιθυμεί.
Ενας ακόμη ήρωας, νεότερου συγγραφέα, με ανώριμη συμπεριφορά. Ο αφηγητής βασανίζεται από σύνδρομο κατωτερότητας, προς επιβεβαίωση εαυτού, αντιδρά σπασμωδικά. Επειτα από ένα πάρτι της καλής κοινωνίας παντρεύεται εσπευσμένως μια σερβιτόρα. Αργότερα, το ίδιο βεβιασμένα, ακολουθεί τον «κολλητό» του στη Γερμανία. Ο συγγραφέας συχνά καταφεύγει σε τόνους του άσπρου και του μαύρου, για να αναδείξει έναν ανασφαλή χαρακτήρα που αντιμετωπίζει τους γύρω του ως σωσίβια επιβίωσης.
Σχηματικοί και επίκαιροι τύποι περιβάλλουν τον Γιάννη. Μάλιστα μερικούς τους έχει στιγματίσει μια μακάβρια οικογενειακή ιστορία. Σπουδασμένοι νεαροί που σταδιοδρομούν σε ιδρύματα της αλλοδαπής, ηθοποιοί και φιλόδοξοι μυθιστοριογράφοι. Στον αντίποδα οι λαϊκοί τύποι. Ο «κολλητός» που δουλεύει σε τυροπιτάδικο και ονειρεύεται να φύγει μετανάστης και η σερβιτόρα την οποία ο συγγραφέας σπρώχνει στα όρια της καρικατούρας. Η χωρίς διακυμάνσεις γλώσσα και η τρέχουσα αργκό βοηθούν τον συγγραφέα στην αποτύπωση των ηθών.
Μυθιστόρημα δίχως ιστορικές ή κοινωνικές συνιστώσες. Ενδεικτικά ο χρόνος δράσης προσδιορίζεται από επουσιώδη σημεία της αθηναϊκής καθημερινότητας. Οπως μια μεταμεσονύκτια τηλεοπτική εκπομπή· για όσους διαθέτουν τηλεοπτική μνήμη, ο συγγραφέας φωτογραφίζει την εκπομπή του Κώστα Μυλωνά στο Κανάλι 5. ΄Η τις προετοιμασίες για να στηθεί το «ικρίωμα» του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα. Παρομοίως καθορίζεται και ο τόπος δράσης. Μια πολυκατοικία στους Αμπελόκηπους, τα μπαρ κοντά στο «Κάραβελ», ακόμη το παλιό αρχοντικό σε υποβαθμισμένη περιοχή, κρησφύγετο περιθωριακών, θα μπορούσαν να βρίσκονται και στο Λονδίνο. Οπως στο μυθιστόρημα του Γ. Ζαρκαδάκη Ανατολικόν τέλος, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας έλληνας φοιτητής ονόματι Χάντερ.
Τελικά, στα βιβλία των νεοτέρων τα χαρακτηριστικά της πόλης εξαντλούνται σε μερικούς δρόμους και κάποια στέκια. Στο μυθιστόρημα του Θ. Χειμωνά ο Αθηναίος βρίσκει την πόλη του στον κινηματογράφο «Οαση» του Παγκρατίου, αν και για τις ανάγκες της αφήγησης από θερινός γίνεται χειμερινός. ΄Η στο μπαρ «Γκάλαξι» της στοάς Λεμού, στο οποίο συχνάζει η επίσης μοναχική ηρωίδα του πρόσφατου μυθιστορήματος «Οσες φορές αντέξεις» της Α. Μιχαλοπούλου.
Κάπως έτσι, με την πάροδο των δεκαετιών, το κοινωνικό όραμα μεταπήδησε και έγινε ιδιωτικό, και αυτό, με τη σειρά του, συρρικνώθηκε στον προσωπικό μικρόκοσμο, χωρίς ωστόσο υπαρξιακούς προβληματισμούς.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις