0
Your Καλαθι
Πραγματεία περί της καταγωγής της γλώσσας
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Στην πραγματεία αυτή ο γερμανός φιλόσοφος Γιόχαν Γκόντφρηντ Χέντερ πραγματεύεται την καταγωγή της γλώσσας και υποστηρίζει τη θέση ότι η γλώσσα είναι ανθρώπινη δημιουργία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τη θεϊκή και ζωική καταγωγή της.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το όνομα και το πράγμα, η φυσική ονοματοθεσία, η ετυμολογία των λέξεων, ο αληθινός και ο ψεύτικος λόγος, η πράξη τού ονομάζειν, ήταν μερικά από τα ζητήματα που προσέγγισε ο Πλάτωνας στον «Κρατύλο», θέτοντας και ορισμένες γλωσσολογικές αρχές, σε σχέση με την ουσία της γλώσσας αλλά και με την αξία της ως γνωστικού οργάνου. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον «Κρατύλο» ως το πρώτο έργο της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας που ασχολείται με τη διερεύνηση των προβλημάτων της γλώσσας. Η παρούσα πραγματεία του Γιόχαν Γκόντφριντ Χέρντερ, αν και δεν συγγενεύει ιδεολογικά με το πλατωνικό πνεύμα, ωστόσο κινείται προς μια αντίστοιχη κατεύθυνση: εξετάζει την οντολογική προέλευση του ίδιου του γλωσσικού ιδιώματος, τη ρίζα της ανθρώπινης δυνατότητας του λέγειν.
Παραθέτω μια φιλοσοφική θέση (η οποία διαλαλεί το αυτονόητο): «Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος μόνο μέσω της γλώσσας· όμως για να επινοήσει γλώσσα έπρεπε να είναι ήδη άνθρωπος». Πρόκειται για τη φράση του Βίλχελμ Φον Χούμπολντ (19ος αιώνας) που αποτελεί το επιστέγασμα πολλών και ποικίλων φιλοσοφικών αναλύσεων και διενέξεων, με επίκεντρο την καταγωγή της γλώσσας. Νωρίτερα, είχαν ασχοληθεί με το θέμα ο Κοντιγιάκ, ο Μικαέλις, ο Ζίσμιλχ, ο Λάμπερτ, καταθέτοντας ισάριθμες θεωρίες.
Ο Γιόχαν Γκόντφριντ Χέρντερ (1744-1803) γεννήθηκε στην πρώην ανατολική Πρωσία. Σπούδασε θεολογία και, ως μαθητής του Καντ, παρακολούθησε διαλέξεις πάνω στη μεταφυσική, τη Λογική, την ηθική φιλοσοφία και τη φυσική γεωγραφία. Μαζί με τον Σίλερ και τον Γκέτε, υπήρξε από τους κύριους εκπροσώπους του κινήματος «Sturm und Drang» -μιας περιόδου ακμής της γερμανικής λογοτεχνίας στα τέλη του 18ου αιώνα- που προανήγγειλε τον Ρομαντισμό. Ανήκει σε μια γενιά φιλοσόφων (Σλαϊερμάχερ, Λέσινγ, Σλέγκελ, Χάμαν) οι οποίοι αντέδρασαν στα προτάγματα του Διαφωτισμού, φέρνοντας στο προσκήνιο νέες ιδέες και νέους προσανατολισμούς.
Κατά τον Χέρντερ, το ανθρώπινο ον εμφανίστηκε στον κόσμο με την πρώτιστη έμφυτη ικανότητα να διαμορφώνει γλώσσα, και αυτή ακριβώς η δυνατότητα μετατράπηκε σε διακριτικό χαρακτηριστικό της ουσίας του. Στη συνέχεια, μέσα στη διαχρονική του ιστορία, το γλωσσικό ιδίωμα κινήθηκε σύμφωνα με τις εκάστοτε βαθμίδες των μεταβολών της ανθρωπότητας. Η γλώσσα, λοιπόν, ορίζεται σαν το θησαυροφυλάκιο των ανθρώπινων σκέψεων, στο οποίο όλοι μας συνεισφέρουμε με ποικίλους τρόπους, γι' αυτό και αποτελεί ένα άθροισμα δράσης όλων των ανθρώπινων ψυχών.
Η πραγματεία για την καταγωγή της γλώσσας είναι ο κεντρικός άξονας του συνολικού έργου του Χέρντερ, η καρδιά του φιλοσοφικού του συστήματος. Οι τοποθετήσεις του σ' αυτό το βιβλίο πρόσφεραν πολύτιμο επιστημονικό υλικό σε πολλούς κατοπινούς συγγραφείς (μεταξύ άλλων και στον Σέλινγκ.). Ο Χέρντερ δεν συγκλίνει με κάποια μεταφυσική κατεύθυνση. Το βλέμμα του είναι καθαρά ανθρωπολογικό και αντλεί τα δεδομένα του από την ίδια την ιστορία και την εξελικτική της διαδρομή, μέσω της οποίας η γλώσσα γίνεται διαμορφωτής των κοινωνιών και των εθνών. Αρνούμενος να συλλάβει τον Λόγο είτε σαν απόρροια μιας θεϊκής παρέμβασης είτε σαν φυσική συνέχεια μιας ζωικής καταγωγής, εστιάζει στο σύνολο των δυνατοτήτων του ανθρώπου, έτσι όπως διαγράφονται μέσα από τη διαρκή του ανάπτυξη και τη διάχυση της ουσίας του σε όλα τα πράγματα. Ο ίδιος σημειώνει για το παρόν βιβλίο: «Προσπάθησα να συγκεντρώσω σταθερά δεδομένα από την ανθρώπινη ψυχή, από την ανθρώπινη οργάνωση, από το οικοδόμημα όλων των αρχαίων γλωσσών, καθώς και από ολόκληρη την οργανωτική τάξη του ανθρωπίνου γένους».
Ο Χέρντερ αναιρεί τις προγενέστερες φιλοσοφικές ιδέες, οι οποίες κατανόησαν την γλώσσα των ανθρώπων σαν φυσική συνέχεια των αισθηματικών τους ήχων (π.χ. των Κοντιγιάκ και Ρουσό). Σύμφωνα με τη δική του αντίληψη, ενώ οι άμεσοι ήχοι του αισθήματος είναι ολοφάνερα ζωικοί και συνθέτουν μια «φυσική γλώσσα» (τον φυσικό νόμο ενός οργανισμού που αισθάνεται), ωστόσο, δεν είναι σε θέση να γεννήσουν λόγο.
Για να αποσυνδέσει το ανθρώπινο ον από το ζωικό βασίλειο αλλά και από το «φυσικό» πλαίσιο που αντιστοιχεί στην αισθηματική του καταγωγή, ο Χέρντερ παραθέτει τα συμπεράσματά του από τη μελέτη των ζώων: ο άνθρωπος δεν έχει ποτέ τόσο στενό και ομοιόφορφο κύκλο δράσης όσο το ζώο· οι ψυχικές του δυνάμεις εκτείνονται στον κόσμο· έτσι, οι αισθηματικές του λειτουργίες (αν και μειονεκτούν σε οξύτητα έναντι των ζώων) αποτελούν γι' αυτόν ένα προνόμιο ελευθερίας· με τη reflexion en puis-sance (έλλογη ικανότητα, κατά Ρουσό) μπορεί να διερμηνεύει το αίσθημα, μπορεί να το ονομάζει και να το εντάσσει σ' ένα σύστημα συμβόλων απαραίτητων για την κατανόηση του κόσμου και την ανθρώπινη επικοινωνία.
Ο Χέρντερ υποστηρίζει «την ξερή αλήθεια των ανατολικών», ότι η διάνοια, μέσω της οποίας ο άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στη φύση, υπήρξε πατέρας μιας ζωντανής γλώσσας, την οποία απέσπασε από ήχους όντων που ηχούν, μετατρέποντάς τους σε χαρακτηριστικά διάκρισης. Υπό την έννοια αυτή, αίρεται κάθε ιδεολογική συσχέτιση της γλωσσικής ικανότητας με τον Θεό και ο Γερμανός φιλόσοφος προχωράει σε μια σφοδρή αντιπαράθεση με τις «θεολογικές προκαταλήψεις» άλλων συγγραφέων (π.χ. του Ζίσμιλχ), επιχειρηματολογώντας αναλυτικά για την ανατροπή τους.
Στην παρούσα πραγματεία, ο Λόγος νοείται ως η διοργάνωση όλων των δυνάμεων του ανθρώπου, ως το συνολικό νοικοκυριό της αισθητής, νοητικής και βουλητικής του φύσης. Ωστόσο, προς αποφυγήν της όποιας σύγχυσης, η φύση του Λόγου συνδέεται άμεσα με τη σωφροσύνη: Τοποθετημένος μέσα στην κατάσταση της σωφροσύνης, ο άνθρωπος επινόησε γλώσσα κι έτσι η σωφροσύνη άρχισε να δρα ελεύθερα, υποστηρίζει ο Χέρντερ.
Εξετάζοντας τις ιστορικές περιόδους της Γης, τις φυσικές συνθήκες και τις εναλλαγές τους, τη λειτουργία της διάνοιας στην εξέλιξή της, την ίδια τη γλώσσα ως εργαλείο κοινωνικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό, αλλά και ως μηχανισμό αυτοσυνειδησίας, ο φιλόσοφος καταλήγει σε ορισμένες αρχές γύρω από τις οποίες διαπλέκει τους συλλογισμούς του, αποκαλύπτοντας και ορισμένους φυσικούς νόμους:
Ο άνθρωπος είναι ένα ελεύθερα σκεπτόμενο ενεργό ον, με δυνάμεις που δρουν προοδευτικά. Η ψυχική του ανάπτυξη είναι συνδεδεμένη απολύτως με τη γλωσσική του ανάπτυξη και οι δύο αυτές διαμορφώνονται συνεχώς. Ο προσδιορισμός του ανθρώπου ως αγελαίου όντος -η κοινωνική του κλίση-, είναι φυσικό να τον ωθεί σε συνεχή έκφραση και σε συνεχή γλωσσική ενεργοποίηση. («Το νοικοκυριό της φύσης έχει ως σκοπό τον εκκοινωνισμό της ανθρωπότητας».) Σε αντίθεση με τα ζώα, ο άνθρωπος, μέσω της γονεϊκής ανατροφής και διδασκαλίας, κατορθώνει να γίνει μια βαθιά ενωμένη ολότητα! Ετσι η «οικογενειακή γλώσσα» αποτελεί έναν θησαυρό για το γίγνεσθαι του γένους.
Διατυπώνοντας τον τέταρτο φυσικό του νόμο, ο Χέρντερ σημειώνει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το ανθρώπινο γένος αποτελεί μια προοδευτική ολότητα από μια καταγωγή, το ίδιο επίσης και όλες οι γλώσσες. Εδώ δείχνει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη μιας συλλογικής ανθρώπινης ψυχής στην οποία αντιστοιχεί η ολότητα-γλώσσα με τις επί μέρους δράσεις και εκτυλίξεις της. Κάθε μεμονωμένη ανθρώπινη ψυχή, μέσω του Λόγου, παραλαμβάνει την ένωση όλων των καταστάσεων της ζωής αλλά και λειτουργεί ως κρίκος στην αλυσίδα των ανακοινώσεων από γονείς σε παιδιά και σε ολόκληρο το γένος. Συνεπώς, αν και οι ιδέες, οι σκέψεις, οι επινοήσεις μεταβιβάζονται επ' άπειρον, στην εκκίνηση της γλώσσας δεν υπάρχει ο Θεός αλλά οι προπάτορές μας. Ετσι, οι φωνές των φυλών, των εθνών, των λαών μέσα στην εξελικτική τους διαδρομή δημιουργούν και αναπαράγουν τις τέχνες, τις επιστήμες, τον πολιτισμό, εκλεπτύνοντας διαρκώς την ανθρώπινη φύση, διαμορφώνοντας νέες βαθμίδες ψυχικής ανάπτυξης.
Γράφτηκε ότι ο Χέρντερ ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο μιας συγκριτικής γλωσσολογίας· ότι το κλειδί του δεν είναι η λογική -αριστοτελική, λαϊμπτσιανή ή καντιανή-, αλλά ο ανθρωποκεντρισμός του. Καθώς όμως δίνει το προβάδισμα στην ίδια την ανθρώπινη ουσία, κατά βάσιν απελευθερώνει τον άνθρωπο προς μια διαρκώς ανοιχτή προοπτική για επανεξέταση των δεδομένων, ώστε να μπορεί ο ίδιος να θέτει το ζήτημα της καταγωγής του μέσα από νέους όρους, ανάλογα με την εκάστοτε διαμόρφωση των ορίων της ελευθερίας του.
Ο υποστηρικτής της θεϊκής καταγωγής της γλώσσας Γιόχαν Πέτερ Ζίσμιλχ, έγραψε: «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει επινοήσει από μόνος του γλώσσα, διότι ήδη για την επινόηση της γλώσσας χρειάζεται Λόγος, επομένως θα έπρεπε να έχει υπάρξει ήδη γλώσσα πριν καν αυτή υπάρξει». Ο Χέρντερ υποστηρίζει : «Η ανθρώπινη καταγωγή εμφανίζει τον Θεό μέσα στο ύψιστο φως: το έργο του, μια ανθρώπινη ψυχή, δημιουργεί και συνεχίζει να δημιουργεί μέσω αυτού του ίδιου μια γλώσσα, διότι αυτή είναι το έργο του, μια ανθρώπινη ψυχή. Αυτή κατασκευάζει την έννοια του Λόγου, σαν μια δημιουργός, σαν μια εικόνα της ουσίας του».
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις