0
Your Καλαθι
Περί αγγέλων και δαιμόνων
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής του διαδρομής, που έχει ξεπεράσει τα σαράντα χρόνια, ο Αργύρης Χιόνης δίνει μιαν ασίγαστη μάχη με τον θάνατο. Μάχη, όμως, με τον θάνατο; Μπορεί κανείς στα σοβαρά να υποστηρίξει κάτι τέτοιο; Κι αν ναι, με ποιαν ακριβώς έννοια; Το καλύτερο όπλο του Χιόνη σε αυτή την ανήκουστη διαπάλη είναι η ειρωνεία και ο σαρκασμός, μέσω των οποίων όχι μόνο ξορκίζεται το φάσμα της απώλειας, αλλά και κατεβαίνουν εντυπωσιακά οι ποιητικοί τόνοι - διότι μόνο με κατεβασμένους τους τόνους είναι δυνατόν να προχωρήσει η ποίηση σε μιαν εκ των προτέρων σημαδεμένη περιοχή, σ' ένα πυκνό ναρκοπέδιο, όπου η έκφραση κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να πέσει στις πιο απρόσμενες παγίδες. Με τη συλλογή πεζών του «Περί αγγέλων και δαιμόνων», που αποτελεί, όπως κι αν τη λογαριάσουμε, συνέχεια του βιβλίου του «Οντα και μη όντα», ο Χιόνης αναθέτει και στην πρόζα τον ρόλο τον οποίο έχει τόσο επιτυχημένα επιφυλάξει (από πολύ νωρίς, μάλιστα) στην ποίηση: όλα τα αφηγηματικά του πρόσωπα σχετίζονται με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο με τον θάνατο (με το χαώδες κενό το οποίο διανοίγει η παρουσία του, αλλά και με τον απροσμέτρητο τρόμο τον οποίο αποδεσμεύει η σκέψη του), ενώ όλοι οι ήρωές του έχουν κάτι το έντονα δαιμονικό και ανησυχαστικό (κι ας γίνεται λόγος περί αγγέλων στον τίτλο του βιβλίου), με την ύπαρξή τους να διέπεται από τους νόμους μιας υπόγειας φρίκης ή ανατριχίλας και να προκαλεί τον δρεπανηφόρο εχθρό με πλήρη επίγνωση της αδυναμίας της.
Σωρεία ιστοριών
Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει στο «Περί αγγέλων και δαιμόνων»; Μα, τα μύρια όσα, θα έλεγα: καλλιτέχνες χάνουν τα μυαλά τους εν όσω προσπαθούν να συλλάβουν και να απεικονίσουν το θείο («Κυριάκος Παναγιωτόπουλος»), αγριάνθρωποι βάζουν τη σφραγίδα τους στην Ιστορία σκορπίζοντας παντού με άπειρη ηδονή την καταστροφή («Πατήρ, υιός και άφθονο χρήμα»), Κρητικοί εργάτες δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους τις αιματηρές μνήμες του Εμφυλίου («Δύο σημαντικά περιστατικά από την, κατά τα άλλα, μάλλον ασήμαντη ζωή του Αγγελου Ορφανού από το χωριό Βούτες Μαλεβιζίου, Νομού Ηρακλείου Κρήτης»), μορφές της αρχαιότητας θρηνούν για τον χαμό των παιδιών τους ή αδυνατούν να προλάβουν τον δικό τους αφανισμό («Κυδίππη και Διαγόρας»), Ιταλοί άρχοντες και ιερωμένοι ταξιδεύουν αβοήθητοι ή, αντιθέτως, με δόξα και περηφάνια προς την αγκαλιά των ουρανίων («Του κύκλου τα γυρίσματα»), πρωταγωνιστές βγαλμένοι από τις «Χίλιες και μία νύχτες» ή τη Βίβλο παλεύουν με τις σκιές του Κακού («Η ιστορία του Αμπού Μούραχ ες Αγκίμπ όπως την έζησε και την έγραψε ο Ραχίμπ ες Ραγκίμπ», «Ο μυθοδαίμονας», «Οι δαίμονες της νύχτας» και «Η ιστορία του ερημίτη Αλα εν Ντιν»), διάσημοι άντρες, όπως ο Καζανόβα, μπλέκονται ξαφνικά στα δίχτυα της μεταφυσικής («Odore di femmine, profumo di donne»), ξαδέλφια από το παρελθόν κερδίζουν απροειδοποίητα μιαν επιμνημόσυνη δέηση πολλά χρόνια μετά την αναχώρησή τους από τα εγκόσμια («Ο δημιουργός χαρταετών» ή «Ο δαίμων της ομορφιάς»), χασισοκαλλιεργητές τσακισμένοι από τα ζόρια τους καταφέρνουν να πάνε άδικα των αδίκων («Ο Αντζελο»), υπερφυσικά τέρατα γίνονται οι καλύτεροι και οι πιο αφοσιωμένοι σύντροφοι των ποιητών («Τότε που η χίμαιρα»), χαρούμενα αγόρια πεθαίνουν μόλις αντικρίζουν τον ίσκιο τους («Γιαννάκης ο ατρόμητος») και αγαθά παιδάκια εμπνέονται τα χειρότερα και τα πλέον επικίνδυνα παιχνίδια («Ελάτε να παίξουμε»).
Η επιμονή του φανταστικού
Αν στα «Οντα και μη όντα» ο Χιόνης καταγίνεται με πλάσματα της φαντασίας και της υπέρβασης, προορισμένα εξαρχής να διαστρέψουν και να παραμορφώσουν τις παγιωμένες εικόνες της πραγματικότητας, στο «Περί αγγέλων και δαιμόνων» υπάρχει μια κατά το μάλλον ή ήττον ρεαλιστική επιφάνεια, επί της οποίας, ωστόσο, το στοιχείο του φανταστικού αναλαμβάνει και πάλι δράση ενισχυμένο από το σύμβολο και την αλληγορία. Στο βιβλίο έρχονται, από αυτή την άποψη, να συναντηθούν τα πιο διαφορετικά λογοτεχνικά νήματα: από τις μυθικές αφηγήσεις του Σεβάχ του Θαλασσινού, το αρχαίο ελληνικό επίγραμμα και τα δημοτικά παραμύθια μέχρι τους σκοτεινούς λαβυρίνθους του Μπόρχες και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Οσο για τις ανθρώπινες φιγούρες του, ο Χιόνης φροντίζει να συγκεντρώσει στο εσωτερικό τους, είτε κατάγονται από την ιστορία της πολιτικής και του πολιτισμού είτε προέρχονται από καθαρή επινόηση, ό,τι είναι απαραίτητο για να αποκτήσουν μιαν επίφοβη όψη και λειτουργία, που καθοδηγεί όλες τις κινήσεις και τις ενέργειές τους, πρόθυμη να συντρίψει το σύμπαν.
Δεν φτάνει πάντα μέχρι το τέρμα του δρόμου του ο Χιόνης. Κάποιες φορές πέφτει στο προφανές ή στην καταγγελία, όπως στο «Πατήρ, υιός και άφθονο χρήμα», κάποιες άλλες εκβιάζει, άνευ λόγου και αιτίας, το μήνυμά του, όπως στου «Κύκλου τα γυρίσματα» ή στο «Τότε που η χίμαιρα». Αλλά δεν χρειάζεται να κλείσω στενόχωρα. Τα περισσότερα κομμάτια της συλλογής διαθέτουν ένα πολύ ξεχωριστό τσαγανό, κυρίως, νομίζω, εκείνα τα οποία παίζουν με διάφορες φόρμες του παραμυθιού ή των μεσαιωνικών αφηγήσεων, βγάζοντας στη φόρα μιαν εμπνευσμένη φλέβα, που ξέρει να φτιάχνει διαμαντάκια. Ωραία δουλεύει ο Χιόνης και με την ειρωνεία του, που αποκτά εδώ έναν εσκεμμένα αφανή χαρακτήρα (αφανέστερο απ' ό,τι στην ποίησή του), δίνοντας μιαν εκρηκτικά υποβλητική διάσταση (αν μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα τέτοιο σχήμα) στο περιεχόμενο των ιστοριών του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις